Συλλογή Πληροφοριών στο Πεδίο
Αμέσως μετά το σχηματισμό των ομάδων εργασίας πεδίου ετοιμάστηκε Έντυπο Καταγραφής Πληροφοριών Πεδίου. Στο έντυπο αυτό καταγράφονταν η ημερομηνία απογραφής, τα πρόσωπα που διενεργούσαν την απογραφή, ο αριθμός θέσης (απαραίτητο στοιχείο για την αξιολόγηση του φυτού), ο υποπληθυσμός, το ενδιαίτημα, γεωλογικό υπόστρωμα, έκθεση εδάφους, υπερθαλάσσιο ύψος, μέση κλίση εδάφους, συνοδά φυτικά είδη, αριθμό ατόμων (ωρίμων και μη ξεχωριστά) του είδους, εκτίμηση των απειλών, πιθανή υποβάθμιση του ενδιαιτήματος και του υποπληθυσμού, γεωγραφικές συντεταγμένες με GPS, σκαρίφημα εντοπισμού του φυτού και άλλες χρήσιμες παρατηρήσεις.
Σε αυτό το στάδιο αποφασίστηκε όπως σε μικρούς υποπληθυσμούς κάτω από 2.000 άτομα, ο αριθμός των φυτών, θα υπολογίζεται με ολική καταμέτρηση και αυτό τηρήθηκε μέχρι τέλος του σχεδίου. Για τους υποπληθυσμούς των οποίων το μέγεθος ήταν μεγαλύτερο, αποφασίστηκε να γίνεται δειγματοληψία συστηματική ή τυχαία (να προτιμάται η τελευταία) αλλά η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε ενωρίς αφού διαφάνηκε ότι η όλη διαδικασία ήταν χρονοβόρα και θα έθετε σε κίνδυνο την επιτυχή ολοκλήρωση του σχεδίου. Έτσι για αυτούς τους υποπληθυσμούς γινόταν μια εκτίμηση με βάση την εμπειρία και με μεθόδους που οι ίδιοι οι απογραφείς, υιοθετούσαν. Εξάλλου ο αριθμός των φυτών ενός είδους εφόσον είναι μεγαλύτερος των 1.000 ατόμων, χρειαζόταν μόνο για σωστή εφαρμογή του κριτηρίου C της IUCN και επομένως δεν αναμενόταν να επηρεάσει την επιτυχία του σχεδίου. Πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρξαν αποκλίσεις από τα πιο πάνω, και έτσι μικροί σχετικά υποπληθυσμοί κυρίως στα κατεχόμενα δεν καταμετρήθηκαν με ολική καταμέτρηση ενώ σε άλλες περιπτώσεις όπως π.χ. η Pinguicula crystallina, 67.400 φυτά καταμετρήθηκαν ένα προς ένα.
Ένα άλλο σημαντικό δεδομένο που προέκυψε μετά την έναρξη του προγράμματος, ήταν το άνοιγμα διόδων πρόσβασης στις κατεχόμενες περιοχές, που παρείχε τη δυνατότητα πλέον για εκτέλεση της εργασίας σε ολόκληρο το νησί, παρά τους κάποιους περιορισμούς που υπήρχαν στην πρόσβαση κοντά σε στρατιωτικές περιοχές στα κατεχόμενα. Το γεγονός αυτό ήταν από τη μια ιδιαίτερα θετικό, αλλά από την άλλη αύξησε κατακόρυφα τον όγκο εργασίας.
Η εργασία πεδίου άρχισε ενωρίς τον Φεβρουάριο του 2003 και παρόλο που επίσημα τέλειωσε το Νοέμβριο του 2005, πληροφορίες πεδίου συνέχισαν να συγκεντρώνονται και να αξιολογούνται μέχρι και τον Ιανουάριο του 2007, φυσικά με μειωμένη συχνότητα.
Προτού αρχίσει η εργασία πεδίου η κάθε ομάδα συγκέντρωσε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που υπήρχαν για τα φυτά της ομάδας: περιγραφές, κλείδες προσδιορισμού, εικόνες ή φωτογραφίες ειδικά για φυτά που δεν ήταν γνωστά, δημοσιεύσεις για την κατανομή των φυτών, εκτύπωση της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων και πληροφορίες από άλλους μελετητές όπως ο Γ. Χατζηκυριάκου, ο Ralf Hand, Gabriel Alziar, Ευθύμιος Ευθυμίου, Ανδρέας Κυριάκου κ.ά.
Ο όγκος εργασίας για την εργασία πεδίου προϋπολογίστηκε σε 26 μήνες, αλλά τελικά ήταν πολλαπλάσιος και συγκεκριμένα ανήλθε σε 61 περίπου ανθρωπομήνες, μια διαφορά +230%. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους και πρώτιστα το άνοιγμα των κατεχομένων που δεν μπορούσε να προβλεφθεί αλλά και στο ζήλο των μελών των ομάδων για εκτέλεση άρτιας εργασίας. Τέλος σε κάποιο βαθμό αυτή η διαφορά οφείλεται και σε υποεκτίμηση του όγκου εργασίας.
Οι πιο πάνω προσπάθειες απέφεραν μεγάλες επιτυχίες και προσωπική ικανοποίηση για τους ερευνητές αφού αποκάλυψαν στοιχεία για πολλά φυτά που για πρώτη φορά θα γίνουν γνωστά.
Το Κόκκινο Βιβλίο | Σκοπός | Κυπρίνια | Πεδίο | Αποτελέσματα | Παρουσίαση και Περιγραφή των Φυτών