Τίς; Πόθεν εἷς, Διόνυσε; μὰ γὰρ τὸν ἀληθέα Βάκχον οὔ σ᾿ ἐπιγιγνώσκω· τὸν Διὸς οἶδα μόνον· κεῖνος νέκταρ ὄδωδε, σὺ δὲ τράγον· ἦ ῥά σε Κελτοὶ τῇ πενίῃ βοτρύων τεῦξαν ἀπ᾿ ἀσταύων. τῷ σε χρὴ καλέσιν Δημήτριον, οὐ Διόνυσον, πυρογενῆ μᾶλλον καὶ Βρόμον, οὐ Βρόμιον. |
Χθιζὸς ἐμοῖς ἀχέεσι τετρυμένος, οἷος απ᾿ ἄλλων Ἥμην ἐν σκιερῷ ἄλσει, θυμόν ἔδων. Καὶ γάρ πως φιλέω τόδε φάρμακον ἐν παθέεσσιν, Αὐτός ἐμῷ θυμῷ προσλαλέεν ἀκέων. Αὖραι δ᾿ ἐψιθύριζον ἅμ᾿ ὀρνιθέεσσιν ἀοιδοῖς, Καλόν ἀπ᾿ ἀκρεμόνων κῶμα χαριζόμεναι, Καί μάλα περ θυμῷ κεκαφηότι. Οἱ δ᾿ ἀπό δένδρων Στηθομελεῖς, λιγυροί, ἡελίοιο φίλοι, Τέττιγες λαλαγεύντες ὅλον κατεφώνεον ἄλσος. Παρ᾿ δ᾿ ὕδωρ ψυχρὸν ἐγγὺς ἔκλυζε πόδας, Ἧκα ῥέον δροσεροῖο δι᾿ ἄλσεος. Αὐτάρ ἔγωγε Τώς ἐχόμην κρατερῶς ἄλγεος, ὡς ἐχόμην Τῶν μέν ἄρ᾿ οὐκ ἐθέλει τέρψιος ἀντιάειν. Αὐτός δέ, στροφάλιγξιν ἑλισσομένοιο νόοιο, Τοίην ἀντιπάλων δῆριν ἔχων ἐπέων· Τίς γενόμην, τίς δ᾿ εἰμί, τί δ᾿ ἔσσομαι; Οὐ σαφά οἶδα. Οὐδέ μέν ὅστις ἐμοῦ πλειότερος σοφίην. .............................................................. Ἵστασο. Πάντα Θεοῦ δεύτερα. Εἶκε λόγῳ. Οὐ δέ με μαψιδίως τεῦξεν Θεός. Ἔμπαλιν ᾠδῆς Ἵσταμαι· ἡμετέρης τοῦτ᾿ ὀλιγοφρενίης. Νῦν ζόφος, αὐτὰρ ἔπειτα λόγος, καὶ πάντα νοήσεις, Ἤ τόν Θεόν εἰσρόων ἤ πυρί δαπτόμενος. Ὥς μοι ταῦτ᾿ ἐπάεισε φίλος νόος, ἄλγος ἔπεσσεν. Ὀψέ δ᾿ ἀπό σκιεροῦ ἄλσεος οἴκαδ᾿ ἔβην. Ἄλλοτε μέν γελόων ἑτερόφρονα, ἄλλοτε δ᾿ αὖτε Κῆρ ἄχεϊ σμύχων, μαρναμένοιο νόου. |
Μόνος μου χτες από τις πίκρες στραγγισμένος Σε δάσος σύσκιο βαρύθυμος καθόμουν. Μ᾿ αρέσει, αλήθεια, αυτό το φάρμακο στις θλίψεις, με την ψυχή μου ν᾿ αναδεύω σκέψεις σιωπηλά. Αύρες ψιθύριζαν μ᾿ αηδόνια καλλικέλαδα κι απ᾿ τα κλαδιά γλυκό αποκάρωμα χυνόταν, θαρρείς και σού φευγε η ζωή. Κι από τα δέντρα τα οξύφωνα τζιτζίκια, φίλοι του ήλιου, πλημμύριζαν το δάσος με τις φλύαρες φωνές τους. Σιμά ρυάκι δροσερό έβρεχε τα πόδια και μες στο δάσος έτρεχε απαλά. Πώς με συνείχε ωστόσο δυνατή η οδύνη κι έτσι δε με τραβούσαν διόλου ετούτα. Ο νους, σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει. Κι εγώ μέσα στις συστροφές της ταραγμένης σκέψης σ᾿ αντίμαχες ιδέες παραδομένος: Ποιος στάθηκα, ποιος είμαι, τι θα γίνω; Δεν ξέρω καθαρά. Κι άλλος σοφότερός μου ούτε κι εκείνος. ............................................................. Στάσου. Μπρος στο θεό όλα δεύτερα. Τόπο στο Λόγο. Μάταια δε σ᾿ έπλασε ο θεός, μ᾿ εγώ αντιστέκομαι, μικρόψυχος, στον ύμνο. Σκοτάδι εδώ κι εκεί του Λόγου το βασίλειο κι όλα ξάστερα, για το θεό αντικρύζοντας, για στη φωτιά να τυραννιέσαι. Μόλις με γλύκανε έτσι ο νους, πάει κι ο πόνος. Κι από το σύσκιο δάσος χτες γυρίζοντας στο σπίτι, μια χαμογέλαγα παράξενα και μια σιγόκαιγε η καρδιά με σκέψη ανταριασμένη. |
Δίς, οἶδα τοῦτο, φεῦ! Δίς ἐπτερνισμένος· Εἰ μέν δικαίως, προσδέχθοιθ᾿ ὑμᾶς ὁ Θεός· Εἰ δ᾿ οὐ δικαίως, προσδέχθοιθ᾿ ὅμως ὁ Θεός· Οὐδέν γάρ ὑμῶν οὐδέ ὥς καθέξομαι. Πλήν ἐκλέλοιπα, καί ποθῶ λύσιν κακῶν. Τῶν μέν παρόντων εἰμί πάντων ἔμπλεως, Πλούτου, πενίας, χαρμονῶν, οὐ χαρμονῶν, Δόξης, ἀτιμίας τε, δυσμενῶν, φίλων· Τῶν δ᾿ οὐ παρόντων εὔχομαι πεῖραν λαβεῖν. Πέρας λόγου· τολμῶ δέ, καί δέξου λόγον· Εἰ μηδέν εἰμι, Χριστέ μου, τίς ἡ πλάσις; Εἰ τίμιός σοι, πῶς τόσοις ἐλαύνομαι; |
Το ξέρω, δυο φορες μ᾿ απολακτίσατε. Αν δίκαια, ο θεός να σας συγχωρέσει· Αν άδικα, παλι ο θεός να συγχωρέσει. Κατηγορία βαριά ακόμη κι έτσι δε θα σας προσάψω. Πλην έχω εξαντληθεί, ποθώ το τέλος των δεινών. Απ όλα τα παρόντα κορεσμένος, Πλούτη και φτώχεια, εχθρούς και φίλους. Τα απόντα εκείνα ευχή μου ν᾿ απολαύσω. Ακροτελεύτιος λόγος. Τον τολμώ κι άκου τη σκέψη: Αν είμαι ένα μηδεν, Χριστέ μου, γιατί μ᾿ έπλασες; Κι αν κάτι αξίζω, γιατί οι τόσες περιπέτειες; |
Τροχός τίς ἐστιν ἀστάτως πεπηγμένος, ὁ μικρός οὗτος καὶ πολύτροπος βίος. Ἄνω κινεῖται, καὶ περισπᾶται κάτω· οὐχ ἵσταται γάρ, κἂν δοκῇ πεπηγέναι, φεύγων κρατεῖται, καί μένων ἀποτρέχει. Σκιρτᾷ δὲ πολλά, καὶ τὸ φεύγειν οὐκ ἔχει. Ἕλκει, καθέλκει τῇ κινήσει τὴν στάσιν. Ὡς οὐδὲν εἶναι τὸν βίον διαγράφων, ἢ καπνόν, ἢ ὄνειρον, ἢ ἄνθος χλόης. |
Μια ρόδα άτσαλα στημένη, τούτη η σύντομη και πολυδαίδαλη ζωή. Προς τα πάνω κινούμενη, κατρακυλά στα χαμηλά· Κι αν φαίνεται στεριωμένη, δε μένει ωστόσο σταθερή. Θαρρείς πως φεύγει κι είναι στάσιμη, θαρρείς πως στέκει κι όμως τρέχει. Κάνει άλματα συχνά, μα δε μπορεί να ξεκολλήσει. Σέρνει και παρασέρνει αυτοκινούμενη τη στασιμότητα. Σα να διαγράφει το τίποτα ο βίος. ή καπνός, ή όνειρο, ή ένα αγριολούλουδο. |
συγκρίνοντας την άσημη επισκοπή που του έλαχε στην Καππαδοκία, συγκριτικά με την επισκοπή Καισάρειας που έλαχε στον συμφοιτητή του στην Αθήνα Μέγα Βασίλειο.
Τοιαῦτ᾿ Ἀθῆναι, καὶ πόνοι κοινοὶ λόγων, ὁμόστεγός τε καὶ συνέστιος βίος, Νοῦς εἷς ἐν ἀμφοῖν οὐ δύο, θαῦμ᾿ Ἑλλάδος. ........................................................................ Διεσκέδασται πάντα, ἔρριπται χαμαί. Αὖραι φέρουσι τὰς παλαιὰς ἐλπίδας. Ποῦ τις πλανηθῇ; Θῆρες οὐ δέξεσθέ με; παρ᾿ οἷς τὸ πιστὸν πλεῖον, ὡς γ᾿ ἐμοὶ δοκεῖ. |
Έτσι ζούσαμε στην Αθήνα, κοπιάζοντας μαζί για μόρφωση, κάτω απ την ίδια στέγη και στο ίδιο τραπέζι, και μια ήταν η έγνοια μας, όχι δύο, το θαύμα της Ελλάδας. ............... Όλα σκορπίστηκαν, ρίχτηκαν στη γη, Αύρες φέρνουν τις παλιές ελπίδες. Πού να πάει κανείς; Θα με δεχτούν τ᾿ αγρίμια, που, καθώς νομίζω, τα πιο πολλά έχουν πίστη; |
Οἱ τοὺς ἀραχνῶν ἐμμιμούμενοι μίτους, καὶ τοῖς ἀφανοῖς ἐντρυφῶντες τοῦ βίου, ἴστωσαν ὡς εὔληπτα καὶ αὔραις πέλει τὰ τερπεὰ πάντα τοῦ ἀραχνώδους βίου. Οἱ τοὺς θρόνους ἔχοντες ὡραϊσμένους, καὶ ταῖς ῥεούσαις ἐξοχαῖς ἐπηρμένοι, σκοπεῖτε τὴν ἄφευκτον ἐσχάτως δίκην, ὡς οὐδὲν αὐτὴν οὐδαμῶς παραδράμοι |
Τον αραχνώδη ιστό όσοι μιμούνται Και με τα αβέβαια της ζωής ευχαριστιώνται Ας ξέρουν πως και ανάλαφρη αύρα διώχνει Κάθε τερπνό της ζωής της αραχνένιας. Όσοι σε θρόνους στολισμένους κάθεστε Και για διαβατικά καυχιέστε προβαδίσματα Την αναπόφευκτη στερνή δίκη να σκέφτεστε, Που τίποτε το δρόμο της να αλλάξει δεν μπορεί ποτέ. |
Πᾶσαν Ὅμηρος ἔδειξε κακὴν σφαλερήν τε γυναῖκα, σώφρονα καὶ πόρνην, ἀμφοτέρας ὄλεθρον. Ἐκ γὰρ τῆς Ἑλένης μοιχευσαμένης φόνος ἀνδρῶν καὶ διὰ σωφροσύνην Πηνελόπης θάνατοι. Ἰλιὰς οὖν τὸ πόνημα μιᾶς χάριν ἐστὶ γυναικός, αὐτὰρ Ὀδυσσείῃ Πηνελόπη πρόφασις. |
Ο Όμηρος έδειξε τόσο τη σώφρονα όσο και την πόρνη γυναίκα, ολέθριες. Γιατί, γινόμενη η Ελένη μοιχαλίδα έγιναν φόνοι ανδρών, και λόγω της σωφροσύνης της Πηνελόπης θάνατοι. Η Ιλιάδα γράφρηκε χάριν της μιάς και η Οδύσσεια χάριν της άλλης. |
(α´ μισό 5ου αι.), έπαρχου (δημάρχου) της Κωνσταντινούπολης, υπάτου, κτίστη των Θεοδοσιανών τειχών της Πόλης, πατρίκιου
Αἴθε πατὴρ μ᾿ ἐδίδαξε δασύτριχα μῆλα νομεύειν, ὥς κεν ὑπὸ πτελέῃσι καθήμενος ἢ ὑπὸ πέτρῃς, συρίσδων καλάμοισιν, ἐμὰς τέρπεσκον ἀνίας. Πιερίδες, φεύγωμεν ἐϋκτιμένην πόλιν· ἄλλην πατρίδα μαστεύσωμεν. Ἀπαγγελέω δ᾿ ἄρα πᾶσιν ὡς ὀλοοὶ κηφῆνες ἐδηλήσαντο μελίσσας. |
μῆλα=πρόβατα. Συρίσδων= συρίζων, παίζοντας την ποιμενική σύριγγα. Τέρπεσκον=ἔτερπον. ἐϋκτιμένην=καλοκτισμένη. Πιερίδες=Μούσες Μαστεύσωμεν=αναζητούμε. ὀλοοὶ...μέλισσας=οι ολέθριοι κηφήνες κατέστρεψαν τις μέλισσες. |