Δημήτρης Κοσμόπουλος - Ποιήματα

Δημήτρης Κοσμόπουλος (1964 Κοντογόνι Πυλίας):
Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικὸς καὶ δημοσιογράφος

Βιογραφικὰ στοιχεῖα

Ἀνθολόγηση Συλλογῶν



  • Σύνδεσμος πρὸς τὶς μεταφράσεις ἐδῶ.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

Ὁ Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε τὸ 1964 στὸ Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας στὴ Μεσσηνία. Μεγάλωσε στὴν Καλαμάτα, σήμερα ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα.

Δοκίμια καὶ μεταφράσεις του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά. Ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ ἔχουν περιληφθεῖ σὲ ἑλληνικὲς καὶ ξένες ἀνθολογίες.

Τὸ 2005 τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ Βραβεῖο Ἕλληνα Λυρικοῦ Ποιητῆ (Λάμπρος Πορφύρας) τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν.

Ἐξέδωσε τὰ ἑξῆς ποιητικὰ βιβλία:

— Λατομεῖο, Κέδρος 2002 (δεύτερη ἔκδοση 2003)

— Τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ, Κέδρος 2003 (δεύτερη ἔκδοση 2005)

— Πουλιὰ τῆς νύχτας, Κέδρος 2005

— Ἀνάστασις τοῦ Ἀνδρέα Ταρκόφσκι, Ἐρατὼ 2008

— Βραχὺ Χρονικό, Κέδρος 2009

— Κροῦσμα, Κέδρος 2011

Παράλληλα καλλιέργησε τὸ δοκίμιο καὶ τὴν κριτική. Μὲ θέματα σχετικὰ ἀπὸ τὸν χῶρο αὐτὸν κυκλοφόρησαν τρία βιβλία του:

— Τὰ ὅρια τῆς φωνῆς (δοκίμια γιὰ τὴν νεοελληνικὴ λογοτεχνία), Κέδρος 2006

— Ἡ πτήση τοῦ ἱπτάμενου, Μία εἰσαγωγὴ στὴν ποίηση τοῦ Νάσου Βαγενᾶ, Ἴνδικτος 2007

— Ὁ Ἀπόκρημνος λυρισμός, Μελέτες γιὰ τὴν ποίηση τοῦ Ἠλία Λάγιου, Ἐρατὼ 2008

Ἀνθολόγηση: Σάββας Παύλου Ἀκτή, Ἔτος ιθ´, Τεῦχος 77, Χειμώνας 2008



ΛΑΤΟΜΕΙΟ, 2002

Κουρά

Σημαίνει χείμαρρος χελιδονιῶν
καὶ ἀντιμόνιο Ἀπριλίου στὰ σπλάγχνα.
Παιδὶ βαφτίζει πράγματα καὶ φονικά -
πνίγει τὰ χέρια του στὴ χλόη. Ἀέρας
πνίγει στὰ φύλλα του τὸν ἦχο τῆς καμπάνας.
Ὡσεὶ χλόη, ὡσεὶ χλόη
πῶς φύγανε χλωρὰ πουλιὰ
τὰ χρόνια. Ἄχνη καὶ σκόνη
στὰ μάτια, στὶς κλειδώσεις, στὰ μαλλιά.
Ὅμως, ἐσὺ μοῦ ῾ κοβες τὰ μαλλιά, Μητέρα
ὅταν τὰ ζῶα τῆς νύχτας ροκανίζαν τὸ φεγγάρι.


Σμῆνος

Τὸ ἀγαπημένο του παιχνίδι ἦταν νὰ κόβει ἀπ᾿ τὶς σελίδες
τῶν ἐφημερίδων σχέδια πουλιῶν. Μικρὰ καὶ μεγαλύτερα,
ἄλλα μὲ τὰ φτερὰ ἀνοιχτά, ἄλλα στὸ κλαδί.
Ὕστερα, τὰ τοποθετοῦσε σ᾿ ἕνα λευκὸ κιβώτιο, κάτω
ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι. Τὶς νύχτες, ὅταν τὰ πράγματα ἐγκατέλειπαν
τὸ σχῆμα τους, ἄνοιγε μ᾿ εὐλαβικὲς κινήσεις τὸ κουτί,
στὸ φῶς τοῦ δωματίου. Τότε, καταλάβαινε τὸ στῆθος του
ν᾿ ἀνοίγει σὰν κλουβί, κι ἀπὸ μέσα νὰ φτερουγίζουν σμήνη
πουλιῶν, μὲ μία σπαρταριστὴ χαρά, μὲ μία χαρούμενη
ὀργή, ἀπ᾿ τὸ παράθυρο νὰ φεύγουν στὸ σκοτάδι.

Σμῆνος πουλιά, κατάστικτα ἀπὸ γράμματα
νὰ χάνονται στὸν κόσμο.


Ἑλένη τῆς Σκιάθου, 1995

I

Ὑποσελήνιος ἐγώ. Ἀστράφτουν σκοτεινὰ νερά.
(Δηλαδή, εἶμαι μούσκεμα στὸ γέλιο σου· ὅπου
συντρίβονται στιλπνὰ κρύσταλλα τῆς θαλάσσης.)
Ὕστερα, Ἀνεμική, γίνεσαι γύμνια τοῦ δέντρου.

II

Τὸ δέρμα σου. Τετράδιο τοῦ νεροῦ. Μέσα του
καταποντίζονται ὅλες οἱ λέξεις.
Πυρπολεῖς τὴ σάρκα τῆς νύχτας κι ὅταν
καοῦν τὰ χέρια μου μὲ καταλαγιάζεις σὲ πέτρα.
Στὶς φλέβες τῆς κυλοῦν πανάρχαια ἄστρα.
Ἐσὺ σβήνεις πανσέληνος.


Ἀναγνωστικό

Σελίδες ἀναγνωστικοῦ πανόλβιας τάξης
γυρίζουν μέσα στὴν ψυχή σου κι ἀνεβαίνουν
ἀρώματα ἀπὸ τῶν νεκρῶν τὶς φιάλες
καὶ σμάλτα τρυφερῶν καρπῶν.

Θὰ παινευτεῖς ξανὰ πὼς θὰ μιλήσεις
γιὰ χάρη ἀπὸ τριάντα χρόνια μουσικὴ
μὲ σάλπιγγες κλαδιὰ καὶ πέτρες τύμπανα;

Βυθίζονται τὰ λόγια σου.
Τὸ βλέπεις· τὸ νερὸ πληθαίνει.

Νὰ σκίσει σὰν φτερούγα τὸ μυαλό σου
ἢ σκέψη ὅτι ἔμαθες στὸ γλέντι τί σημαίνει Χάρος.

Στοῦ ὕπνου τὸν νάρθηκα θὰ ἰδεῖς τὴ Μάνα
μὲς στὸ ἀνεμόβροχο
ν᾿ ἁρπάζει τὸ λευκὸ πουκάμισό σου
ἀπὸ τὴ λάσπη τῶν αἱμάτων.


Ἁγίας Μαύρας

Τὰ δέντρα ἔχουνε γίνει φλόγες.
Ἁγίας Μαύρας, μέρα Τρίτη του Μαγιοῦ.

Καυτὲς σταγόνες, λύθρα τ᾿ οὐρανοῦ
λυώνουν τὸν ἴσκιο τῆς μορφῆς σου
στὶς πλάκες τοῦ πεζοδρομίου.

Ποὺ σέρνεται ἕνα σύννεφο. Καὶ μὲ τυλίγει.

Ὁ δρόμος ἔγινε ξερὸ ποτάμι.

Οἱ πέτρες του σφαδάζουν κι ὀνειρεύονται
τὴν ἄνοιξη, τὰ καθαρὰ νερά.

Δὲν εἶναι ἡ Πανεπιστημίου
Τὸ Κρυόρεμα εἶναι.

Ἄσ᾿ τους νὰ κορνάρουν.


Θεοδώρου Κολοκοτρώνη διάβασις

«Ἐφύγαμεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπήγαμεν εἰς τὰ Κοντοβούνια διὰ ψωμὶ
καὶ ἔπειτα ἐπήγαμεν εἰς ἕνα βουνὸ νὰ λημεριάσωμεν» —
τοῦ τό ῾πες τοῦ Τερτσέτη καθαρά, πῶς ἤτανε στὰ 1806.

Στὰ μέρη μου γυρνῶ ποὺ σφάξαν τὸν Δικαῖο.
Στουρνάρι, ἀσφάκα κι ἀγκορτσιές. Σπιθίζουν μαῦρα νέφη.
Οὔτε σκυλιὰ οὔτε πρόβατα, μονάχα πέτρες ποὺ βελονίζουν.

Στὴν κακαράντζα καὶ στὴ λάσπη καὶ στὸ παραγώνι
ἐδῶ ποὺ πέρασες καὶ σοῦ ῾δωκαν ψωμί,
κάτι — δέντρα καὶ ξέρακες — παληοὶ προγόνοι,
ἐδῶ νά, στέκομαι· σκάει νάρκη ὁ τόπος: Κοντογόνι.

Γέρο, δὲ γίνεται νὰ πῶ, νὰ γράψω
θυμᾶμαι ἀφράτα χώματα στ᾿ ὄργωμα, στὴ σπορὰ
ν᾿ ἀνθίζουν κόκκαλα καὶ σκουριασμένα σίδερα
καὶ νυχτοπούλια ποὺ ἔκλαιγαν στοῦ φεγγαριοῦ τὸ χιόνι.

Στὴ λησμονιά μου κύμβαλο, τῆς ἐρημιᾶς τὸ ντέφι
δὲν εἶσαι κόσμου στεναγμὸς μὰ φύσημα Θεοῦ.
Ἕνα τσακάλι ἔκοψε τὸ κλάμα του στὴ μέση
κι ἀκόνισε τὰ δόντια του στὸ σκότος τοῦ νεροῦ.

Λατομεῖο

Εἶδα τὴ Μάνα νὰ πλένει πέτρες στὸ ποτάμι.
Ἀπὸ τὰ χέρια της φτερούγιζε ἕνα σύννεφο.
«Τὴν ἡμέρα χιονίζει ὁ ἥλιος καὶ τὶς ψύχει, θέλουνε
πλύσιμο καὶ χάδια γιὰ νὰ ξεψυχήσουν», εἶπε.
«Ἔπειτα θὰ τοὺς δώσω τὸ γάλα μου, καὶ θὰ τὶς ρίξω
στὸ βυθὸ τοῦ ποταμοῦ νὰ τὶς βλέπεις».

Ἀδύνατο νὰ ἀντιγράψω τὶς πέτρες
τοῦ χθεσινοῦ ὀνείρου.


Λατομεῖο

Εἶδα τὴ Μάνα νὰ πλένει πέτρες στὸ ποτάμι.
Ἀπὸ τὰ χέρια της φτερούγιζε ἕνα σύννεφο.
«Τὴν ἡμέρα χιονίζει ὁ ἥλιος καὶ τὶς ψύχει, θέλουνε
πλύσιμο καὶ χάδια γιὰ νὰ ξεψυχήσουν», εἶπε.
«Ἔπειτα θὰ τοὺς δώσω τὸ γάλα μου, καὶ θὰ τὶς ρίξω
στὸ βυθὸ τοῦ ποταμοῦ νὰ τὶς βλέπεις».

Ἀδύνατο νὰ ἀντιγράψω τὶς πέτρες
τοῦ χθεσινοῦ ὀνείρου.


Παιδικό τραγουδι

Εἶναι ἕνα σπίτι στοιχειωμένο τὸ κορμί σου
κι ἔχω χαθεῖ στὰ σκοτεινὰ δωμάτια.
Κρύβεις τὴν πιὸ ἄγρια θάλασσα στὰ μάτια.
Μὲ τὴν πανσέληνο ἡμερώνει καὶ μοῦ λέει «θυμήσου».

Τοῦ χρόνου τὰ ναυάγια μισοφωτισμένα
στὰ βάθη σου, θολὲς εἰκόνες κυματίζουν.
Ἂν κι ἔχω μέλλοντα τὶς πέτρες ποὺ μὲ χτίζουν
ρίχνω βουτιὰ καθὼς τ᾿ ἀγρίμια στὰ χαμένα.

Βλέπω ἕνα σύννεφο. Ἁπλώνει, σὲ τυλίγει,
κι ὕστερα ἡ νύχτα γίνεται γυλιὸς στὸν ὦμο.
Τὰ πόδια μου ματώνουνε καὶ χάνομαι στὸ δρόμο.
Τὴν ἔρημο ἔμαθαν πολλοί, ἀλλὰ περάσαν λίγοι.


Παντούμ

στὸν Νάσο Βαγενᾶ

Λάδι τῆς νύχτας. Μηνίσκος κοφτερὸ γυαλί.
Ἀλλιῶς: χαλάζι ἀόρατο θὰ βρέξει.
Στὸ στῆθος πυροβολισμὸς ἡ πρώτη λέξη.
Παγώνει τὸ αἷμα, πέτρινο κλαδί.

Ἀλλιῶς: χαλάζι ἀόρατο θὰ βρέξει.
Γαλάζιες φλόγες στάζουν στὸ τραπέζι.
Ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ θανάτου ἂν θὲς νὰ φέξει
σμίξε μὲ τὶς σκιὲς στὸ θέατρο ποὺ παίζει.

Γαλάζιες φλόγες στάζουν στὸ στασίδι.
Ἀποκρυπτογραφεῖς τὸ σχῆμα τῶν πραγμάτων
μὲ τὴ σιωπή, Μενέλαε Σολεϊμετζίδη.
Ἄνοιξη· λύπη θαλερὴ στὸ βυθὸ τῶν σωμάτων.

Ἀποκρυπτογραφεῖς τὸ σχῆμα τῶν πραγμάτων.
Τὰ οἰκόπεδά σου λάμπουν στὴ σελήνη.
Στὸ πατρικό σου μὲ κερνοῦν μαῦρο κονιὰκ οἱ κάτω
καὶ μὲ κοιτοῦν ἀμίλητοι γιὰ ὅ,τι εἶναι νὰ γίνει.

Τὰ οἰκόπεδά σου λάμπουν στὴ σελήνη.
Φυτεύεις κήπους μουσικῆς γιὰ τοὺς λαθραίους.
Στὸν τόπο αὐτὸ πουλὶ δὲν ἔχει μείνει.
Ὁ οὐρανὸς πονᾶ τοὺς ἀρουραίους.


Slow motion τοῦ Χρήστου Βακαλόπουλου

Στ᾿ ἀπόκρημνα τοῦ ἑβδομήντα, συνεχῶς φυσᾶ.
Ἀέρας γκρίζος ξερριζώνει τὴν ψυχή σου.
Γιὰ τὴ σχισμὴ τοῦ χρόνου μοῦ ἄφησες χρυσὰ
νομίσματα, ἁλάτι καὶ νερό· μὰ ἐδῶ, στοῦ δρόμου τὰ μισὰ
ἀρχὴ καὶ τέλος ἕνα μὲ τὸ κρύο της ἀβύσσου.

Ἀνοίγει αὐλαία καὶ σὲ σκονισμένο φῶς
ἑλληνικῆς ταινίας, πλέουν βουνὰ καὶ σπίτια.
Στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ ποὺ πέτρωσες μικρὸς
ἡ τηλεόραση χιονίζει παραμύθια
νὰ παίζει θεότυφλος ζητιάνος ὁ καιρός.

(Ἐκεῖνος ποὺ κατοίκησε φωτογραφίες παληὲς
ὅταν σὲ πενταώροφα πνίγανε τὰ ποτάμια
καὶ κλείδωναν τὶς μουσικές, μὰ μέσα ἀπὸ τὰ τζάμια
τοῦ γδύνονταν ἡ θάλασσα πίσω ἀπὸ τὶς ἐλιές,
ποῦ στράγγιξαν τὰ χρόνια του στὶς ἄγριες ἀγκαλιὲς —

ἔφαγε στάχτη τοῦ πρωινοῦ καὶ θράκα τῆς σελήνης
τὰ πῆρε στὸ κρανίο του, τὸν ἔδεσε ἡ σιωπὴ
— μία λέξη γιὰ κρασάκι του, μία λέξη γιὰ ψωμὶ —
ὅμως ἐκεῖ ποὺ φύτρωσες κεράκι πῶς θὰ γίνεις
τὸ γράψανε τὰ σήματα ποὺ ντύνονται οἱ σφυγμοί.)

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μέσα σὲ ὀνείρου φυλλωσιά, κολυμβητὴς χλωμὸς
πρὸς τὴν Κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ, ἀργὰ περνώντας σβήνεις
καὶ πέφτουνε τὰ γράμματα. Τὸ παγωμένο φῶς
κι ὁ ἀνήκουστος Γενάρης. Ὁ λερὸς καπνός.
Στοὺς βάλτους τοῦ ἐνενήντα τρία φυσᾶ καὶ πῶς νὰ μείνεις.


Αὐτεπίστροφον

Ἔτσι. Μέρες ξεραίνονται. Καὶ νύχτες κιτρινίζουν.
Ἡ μουσικὴ πού σοῦ ῾λαχε φέρνει κάτι πουλιὰ
πνιγμένα. Κι ἂν στὸ χέρι σου ἀνθεῖ νεκρή τους ἡ λαλιὰ
στὸ αἷμα βόσκει ἀντίλαλος κι οἱ ἁρμοί σου βρύσες λύνουν.

Μαζεύεις χῶμα στὴ φωνή. Πικρὸ νερὸ στὰ χείλη.
Μὲ τὴ φρυγμένη γλώσσα σου κλέβεις μαύρη δροσιά.
Μὲ τὴν ἀνάσα ποὺ σκιρτᾶ σὰν φλόγα στὸ καντήλι
ποιὰ τὴ χωνεύουν χώματα, ποιὰ τὴ βαστοῦν νερά.

Τί ξεδιπλώνεις νήματα. Τί θάβεις μὲς στὶς λέξεις –
Φίδια δραπετεύουνε στ᾿ ἄπατά του χαρτιοῦ.
Θὰ μείνει πέτρα ἀσήκωτη, τὸ σίδερο θὰ δέσει
θὰ στάξει κόμπους ἡ σκουριὰ στὸ λύχνο τοῦ ματιοῦ.


Σκυθῶν ἐρημία, 1986

στὸν Γιάννη Κοντό

Σκύθην ἐς οἶμον, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν
ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Προμηθεὺς Δεσμώτης

Νερό. Νερὸ αἷμα τῆς Γῆς,
Ἡ Ὑλακὴ στοῦ Σκύθη τὸ μυαλό. Τὸ στόμα του πιὸ κι ἀπὸ τὰ μισοθαμμένα καύκαλα τῶν ζώων. Ἄσπρο, ξερό. Ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ οἱ χειροπράκτες τῆς φυλῆς του ὀνομάζουνε σφαγή καὶ ψυχικό, βαθιὰ πίσω ἀπὸ τὸ στομάχι, ἀνεβαίνουνε ἀποκαΐδια πυρωμένα. Τὰ σκονισμένα γένια του. Ἡ πέτσινη ἀσπίδα, ἄλλοτε σερνάμενη, ἄλλοτε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του, γιὰ ν᾿ ἀποκρούει τοῦ ἥλιου τὶς σφυριές. Τὰ δάχτυλα ὑγραίνονται γλιστρώντας χαμηλά, κάτω ἀπ᾿ τὸν θώρακα, στὸ κάψιμο τῆς πληγῆς.

Τὸ αἷμα μου νερὸ στὴν ἄμμο,
Λαχανιάζει καὶ ξέρει ὅτι δὲν μένει τίποτε παρὰ ὁ κοχλασμὸς τοῦ ὁρίζοντα, τὸ μέγα δάκρυ ποὺ γεννιέται. Στὴν ἀχλύ του, βλέπει τώρα νὰ κελαρύζουν βρύσες στοὺς κήπους τῆς πατρίδας, καθὼς σφυρίζει βέλος ἡ χαριστικὴ βολή, γέρνει καὶ πέφτει.



ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, 2003

Ἔκτακτα καιρικὰ φαινόμενα

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ξεθεμελιώθηκαν τὰ χρώματα
ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ — τρεῖς μῆνες ἔβρεχε. Ἐβγήκανε τὰ φίδια
ναρκωμένα ἀπὸ τὴν παγερὴ καρδιὰ τῆς γῆς
καὶ κρεμαστήκανε στῶν δέντρων τὰ κλαδιὰ
Φοβήθηκαν
Γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ τὸ νερὸ ἀνέβαινε μὲ σίγουρη σιωπὴ
νὰ τὰ πνίξει ἀλλὰ ἐγὼ
οὔτε θυμόμουνα ποιὸ ἄστρο
Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι εἶχα πέσει
ὀχτὼ φορὲς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
Τὸν καιρὸ Ἐκεῖνο


Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὴν ἀρχαία Πύλο, II

Φυλάξου ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ στερέφανε τὸν ἴσκιο τους
καὶ σβήσανε ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ἀθώα τους πουλιὰ
Χιόνιζε ὅλη τὴ νύχτα φτερὰ
λευκὰ σκεπάζανε τοὺς δρόμους μὲ βαμβάκι ὀνείρου
Πές μου τί ἔγινε λοιπὸν κι ἡ δρασή σου ξημερώνει
σ᾿ ἄλλα μονοπάτια
στὶς πλάκες τοὺς ἀπάνω ἀλύπητα ἄλογα σέρνανε
τὴ Σελήνη καὶ χυνόταν τὸ αἷμα της
Φυλάξου ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο τῆς ἄγονης γραμμῆς
κι ἀπὸ τὸ ξύλινο βαρέλι δίπλα στὰ σάπια λάστιχα
κοντὰ στοὺς σκουριασμένους τσίγκους ἕνας σκύλος ἀλυχτοῦσε
τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ πρωὶ ποὺ ἤτανε νὰ ῾ρθεῖ
ὁ ξενιτεμένος κι εἴχανε ἕτοιμο οἱ γυναῖκες τὸ λουτρὸ
ὅμως στὴ θέση του ἦρθε ὁ Ταχυδρόμος κουβαλώντας
ἕνα τσεκούρι ματωμένο
Τώρα θὰ γνωρίσεις τὴν Ἀπόκοσμη ποὺ ζοῦσε ροκανίζοντας
χῶμα καὶ πέτρα ζωγράφιζε καρποὺς
καὶ τὸ παιδὶ θὰ δεῖς στὸ ἀπέραντο λιβάδι,
κατάσπαρτο φλόγες κεριῶν
στὴ σκοτεινιὰ ἀνάμεσα στὶς κάποτε φωνές μας
τὸ ἄγουρο κυμάτιζε κορμί του σὰ καντήλι
Νὰ προσέξεις τὴν ἀπουσία ζώων, τὸ κλείσιμο τῆς ἀγορᾶς
Προπάντων τὰ ἀπολιθωμένα κόκκαλα
Προπάντων
θὰ σὲ χτυπήσει ἡ δόξα τῆς παρηγοριᾶς
ποὺ ἐκπέμπει ὁ θάνατάς μας. Φυλάξου
Τώρα σὲ κερδίζει
Ἥλιος


Ἐγκοίμησις

Ἠλία Παναρίτη Στρ. (ΠΒ)

Εἴσαστε τ ὄνειρό μου, λοχία
Ὅταν μαυρίζει λάμψεις στὰ χορτάρια
Ὁ ἄνεμος μὲ ψιχάλες
Ἐγὼ εἶμαι
Χαμογελάω

Γιατὶ τὸ κορμί μου ἔγινε πέτρα τὸ μισὸ κι ὁ ἄλλος ἔχω φύγει
Ὄνειρος μὲς στὶς ρίζες καὶ στὰ χώματα, ἔλα
τὸ στέρνο τὸ ρυάκι μου σὲ πλάγιο πρῶτο

ναί· εἶσαι τ᾿ ὄνειρό μου τώρα ποὺ μ᾿ ἀχοὺς νὰ λέω πάλι
«Μὴ λυγίσεις, κορμί, μὲ τελαμώνα κι ἄρβυλα»
νά, μία Κρυπτὼ ποὺ δὲν τῆς μίλησα ποτὲ
τὸ ἠδὺ ψιθύρισμα

Γιατί ἰδοὺ κι ἐσὺ θὰ καταλήξεις ἄλαλος
στὸ διαλυμένο τάγμα τῶν ἡττηθέντων
παρὰ τὸν ποταμὸ Σαγγάριο
παρὰ τὴν πράσινη γραμμὴ
παρὰ τῆς Λευκωσίας τὸ ἀεροδρόμιο.


VII [ἀνεπίδοτο]

Ποίοις ὁ εὐτελὴς χείλεσιν

Σὲ τούτη τὴ χαράδρα πῶς ριγμένος
νὰ ψάλλω ἐσένα ποὺ ἤσουνα γονὴ τῆς γῆς μου
κι ἔλαμπες μέσα στὴ φθαρμένη σου στολὴ
μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ ἀθώου
Ἐσένα ποὺ ἔφαγες τὸ μεγαλύτερο κομμάτι τῆς ζωῆς σου στὸ βυθὸ
ἀνάμεσά σε ὑφάλους καὶ πέτρες τῶν πραγμάτων
Ὁ ἁρμονιστὴς
μὲ γέλιο καρτερίας εὐωδιαστὸ βασιλικὸ
Γερὸ τῆς ράτσας μου κορμί, ἀναστημένο στὴ σπατάλη

Ποίοις ὁ χαμερπὴς ᾄσμασιν

Σ᾿ ἔσφαξε ἡ μάνα σου μὲ σκοτεινὸ μαχαίρι
τόσες φορὲς ὅσες τ᾿ ἀστέρι τίναξε νερὸ

Νύχτες δέκα βιγλάτορας κι εἴκοσι φυλαχτάρης
νὰ μοιραστοῦμε τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ καὶ τὴ γυναίκα

Ποίαις χερσίν

Ὁ κάμπος ποὺ σὲ βλάστησε νὰ παίζεις μὲ τὸ θάνατο
πεντόβολα, φωτιὲς καὶ χῶμα
«Κουφάλες, πίσω ρὲ» ἀναμέλποντας —

Γιατὶ ποτίζω τὰ πλατύφυλλα, βρέχω τὸ χῶμα
Μὰ στὴν Κοκκινοτριμιθιὰ
Μὲ γνώρισε ὁ κῆπος σου καὶ τὰ μυριστικά σου


XV

...Τὸ πρῶτο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι ὁ παππούλης μου. Χάθηκε νύχτα, σ᾿ ἕναν ἄγριο χειμώνα, ὅταν ὁ οὐρανὸς κι ἡ γῆ εἴχανε γίνει ἕνα. Θυμᾶμαι ποὺ ἔψαχναν· μέρες ὁλόκληρες στὸ χρύο καὶ στὴ βροχή. Τελευταῖος τὸν εἶχε ἰδεῖ ὁ παπᾶς. Ἀνέβαινε κατὰ τὸ δάσος πέρα τῶν βελανιδιῶν γιὰ τὴν κακοτοπιά. Δὲν βρέθηκε ποτέ.

Θυμᾶμαι ἦρθε μετὰ ἀπὸ μῆνες, λίγο πρὶν τὸ Πάσχα. Στὸν ὕπνο μου καὶ φοροῦσε τὴ χλαίνη μὲ τὰ χρυσὰ κουμπιά. Ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ἐρχότανε στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ παραπονιόταν «Μ᾿ ἔφαγε τὸ χαλάζι· δὲ νογᾶς κι ἐσύ!
Ὁ Γέρος.


Ἀντὶ ἐπιγράμματος

Μελάμπους ἐξ Ἄργους Ἠλίας
Ἐνθάδε ἔμπυρος κεῖται.
Ἡ καύτρα τοῦ τσιγάρου του
συγγένευε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀποκαΐδια.
(Αὐτὰ ποὺ λένε στῆς ψυχῆς).
Ἤξερε ποὺ ἀφήνει ὁ Κύκνος τῆς νυχτὸς τ᾿ αὐγά του.
Κάποια ὀνόματι Δροσίδα τὸν ἀγάπησε
μὰ ἤτανε τῶν ὑδάτων.
Ζωντανὸς ταξίδεψε στὸν Ἅδη.
«Νὰ γίνει σκοτάδι»
Εἶπε.


Ἆσμα γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ ῾20

Ὅλοι τὴ Μάνα μας γυρεύουμε. Κι ἐγὼ λοιπόν,
κατὰ ἐκεῖνα τὰ νερὰ πηγαίνω κάθε νύχτα

Στῆς θάλασσας τὰ βάθη μυστικὰ
Μὰ στὰ δικά μου τὰ νερὰ κοιμοῦνται πέτρες
στὴ χλωρασιὰ τῶν πρώτων ἡμερῶν

Χιονίζει φῶς τοῦ Αὔγουστου καὶ τοῦ θέρους Μικρασία
Κρύσταλλα πρωινοῦ κι ἀστέρια τῆς ἑσπέρας
Ἔρχονται πάλι πάνω στ ἄλογα μὲ τὸ χακὶ
ποὺ κιτρινίζει ὅπως κερὶ — Εἶναι τὰ μάτια τους
σβησμένα χρώματα παληᾶς φωτογραφίας

Καὶ πάλι βρέχει τὶς ψυχὲς καὶ πάλι Τώρα
ἀνοίγονται καὶ τρίζουν οἱ φωνές τους
ὅπως ἀνοίγουν κλειδαριές, ρεζέδες, σκουριασμένες πόρτες
παληὰ ἑρμάρια ὁποὺ φυλάγανε τ᾿ ἀμπέχονα
Καὶ πάλι σ᾿ ἐνυδρείου φῶς
χειρονομοῦνε κι εὐλογοῦν

Χιονίζει φῶς Αὐγούστου καὶ τῆς Μικρασίας θέρος
Σπαρμένες λέξεις: «Κάλε-Γκροτο», «Ἐσκὴ-Σεχὶρ» καὶ «Προῦσα»

Ὅλοι γυρεύουμε τὴ σκοτωμένη μάνα μας καὶ τὸν Πατέρα
Μὰ τὰ δικά μου τὰ νερὰ κοιμίζουν πέτρες

Ποιὸς εἶσαι καὶ κρεμᾶς φωτογραφία στὸν τοῖχο τῆς καρδιᾶς
Γέροντες τσακισμένους ποὺ μὲ σκέπουνε, τοῦ ῾20 κληρωτοὺς
Σειρὰ θανάτου
Ἦταν κι ἕνας μικρὸς μὰ δὲν τὸν χώρεσε τὸ κάδρο
Κάηκε σὰν λαμπάδα καὶ σὰν φῶς

Παιδιὰ τοῦ δέντρου καὶ τοῦ ποταμιοῦ
Στὸ καφενεῖο τοῦ Αὐγούστου θέρος Μικρασίας

Πίνε σκοτάδι, τώρα πίνε γουλιὰ-γουλιὰ
Φωνοχιβώτιο μὲ τὴν ἀρτηρία στὰ νερὰ
Ὅπου κοιμοῦνται πέτρες κι ἡ γκαζόλαμπα

Φέγγει


Σταμάτης, πίνοντας κονιὰκ στὸ κρύο τοῦ ὕπνου καφενεῖο

Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμουνα. Οὔτε θυμᾶμαι.
Ὅμως ἀκόμη τώρα τὸ φῶς σφαγμένο, σοβάδες ὤχρας και κομμάτια.
Ὡς συνήθως ἔβρεχε, χαράματα. Περπατοῦσα μόνος, σὲ πόλη, σὲ πόλη
τόσο ξενὰ φιλική, πρὸς μαγαζιά κλειστὰ κι ἐρήμωση τῶν ΚΤΕΛ
στῆς Καλαμάτας τὸ ποτάμι.
Μπῆκα, οὔτε καὶ ξέρω πῶς, στὸ ἄδειο καφενεῖο, κι ἐκεῖ στὸ βάθος
Μακρινός, μέσα στήν ὤχρα τῶν καπνῶν γκρίζος καὶ λερωμένος καθότανε
Κι ὅπως ἔκανα νὰ τρέξω. Μὲ βλέμμα πέτρινο σκληρὸ
«μὴν ἔρθεις» μοῦ ἔκανε, «πές μου πρῶτα ἕνα τραγούδι»
« ποιὸ θὲς μωρὲ Σταμάτη», τραύλισα, κι ἐκεῖνος σφύριξε
«Ὅλα τὰ πουλάκια κι ἀμὰν ἀμάν» κι ὅπως ἀρχίνισα
πρόλαβα κι εἶδα τὸ ποτήρι του κρύσταλλο κολονᾶτο
γεμάτο ὣς ἀπάνω μαῦρο ποτὸ αἷμα κι ὅπως ἀρχίνισα
τὸν ἔφαγαν, τὸν χώνεψαν ἡ ὤχρα κι ὁ καπνός.


Λεπτομέρεια

Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου ἔβγαινε φλεγόμενος ἀπὸ τὸ σπήλαιο
τοῦ Μαχαιρᾶ, μεθυσμένος ἀπὸ τὰ ἀρώματα τῆς Ἄνοιξης, κι ἐνῶ τὰ φίδια
οἱ Ἐγγλέζοι πνίγονταν στὴ σκόνη τῶν ἐκρήξεων, στὸ πατρικό του στὴ Λύση
τῆς Ἀμμοχώστου, ράγισε στὰ θεμέλια μιὰ πέτρα καὶ βγῆκε θαλασσινὸ νερό.
Ἁλμυρὸ σὰν δάκρυ, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Γραίας Ἀντωνοῦς, τῆς Μάνας του,
ποὺ τὸ ἄγγιξε καὶ τὸ δοκίμασε.

Ἡ νεροσυρμὴ μούσκευε τὸ χῶμα τοῦ δαπέδου στὸ ὑπόγειο καὶ λάβαινε, πρὶν τὴ
χωνέψει ἡ γῆ, τὸ σχήμα Σταυροῦ. Ἡ Μάνα τοῦ Γρηγόρη ἰσχυριζόταν ὅτι τὴν ὥρα
ποὺ ξεψύχαγε ὁ ἀητὸς τοῦ Μαχαιρᾶ, τὸ Νερὸ κοκκίνησε. Ἀπὸ τότε ρέει διαρκῶς.

Καὶ μιὰ Φωνὴ
Σὰ σκιὰ ἀλλοτινὴ
Μεταφέρει στά ἀμπάρια της φιαλίδια
τοῦ ἁγιάσματος
Μὲ τὴν ἐπιγραφή: «Καὶ Ἀητὸς καὶ Ἀμνός».


Μανάκω

Σὰν ἔχασε καὶ τὸ τρίτο της παιδὶ στὰ τριανταπέντε του, γέμισε τὸ χάλκινο τάσι ὣς τὰ χείλη ξύδι καὶ τὸ ἤπιε. Ἀπνευστί. Ἔκτοτε, πήγαινε συχνὰ-πυκνὰ στὸ βαρέλι τοῦ κρασιοῦ -ὑπάρχει ἀκόμα, δρύινο- καὶ σιωπηλὴ ξεχείλιζε. Τὴν ἔλουζε, τὴ σκέπαζε ἡ λησμονιά, περισσότερο κι ἀπὸ τὸ μαῦρο της μαντήλι. Μάζεψε γύρω της ἐγγόνια ἀπό τρεῖς ὀρφάνιες. «Ὀρφάνιες μου», ἔλεγε ποῦ καὶ ποῦ.

Μὰ πιὸ πολὺ νοιαζότανε τ᾿ ὀρφανὸ τοῦ πρώτου γυιοῦ της, πού ῾φυγε τελευταῖος. Ἔμεινε ἕξι μηνῶν, στῆς Μάνας τὸ βυζί. Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας, ἡ νύφη της, μαύρη λαμπάδα, ἦρθε νὰ τὸν θηλάσει. Ὁ μικρὸς ἐσπάραξε στὸ κλάμα, τῆς ἔρριξαν στοὺς ὤμους λευκό σεντόνι, καταλάγιασε τὸ παιδί.

Μανάκω τοῦτο, Μανάκω κεῖνο, ὁ μικρὸς ὅλο καὶ μεγάλωνε. Εἶχε εἰπεῖ: «Ὅταν ψηλώσει ὁ ῾γγόνας μου, νὰ φτάσει νὰ κλειδώνει τὴ θύρα καὶ νὰ ξεκλειδώνει, τότε θὰ πάω κι ἐγὼ στὰ παιδιά μου». Τὸ σκαμνάκι της ἐκείνη, στὸ βαρέλι δίπλα. Τῆς Μεταμορφώσεως, 6η τοῦ μηνός, Αὔγουστος τοῦ ῾40, ἔφυγε ἡ νύφη στὴ σταφίδα, τρυγούσανε. Φεύγοντας ὁ πεντάχρονος μικρὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸν εἶδε νὰ κλειδώνει τὴν πάνω θύρα καὶ νὰ παίρνει τὸ κλειδί. «Ξανακάνε το», εἶπε. Ὁ μικρός ξεκλείδωσε καὶ κλείδωσε, ἔφυγε. Ἐκείνη ἀπάγκιασε στὸ βαρέλι τοῦ κατωγιοῦ.

Ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιὰ ὁ μικρός, μὲ παντελόνι ντρίλινο καλὸ καὶ πάνινα παπούτσια. «Τράβα στ᾿ ἁλώνι, φώναξε τὴ μάνα σου» ἔκανε ἡ γρηά. «Πές της, τὸ γιόμα θὰ πεθάνω, νά ῾ρθει νωρίς». «Τί λές, Μανάκω;» «Τράβα!» Ἐκείνη στὸ σκαμνί.

Βγῆκε ὁ μικρὸς στ᾿ ἁλώνι, φώναζε, «Μάνα ἔλα, ἡ γιαγιὰ θὰ πεθάνει· ἔλα, τώρα...». Τσακίστηκε ἡ χήρα, εἰκοσιτριῶ χρονῶ, νὰ γυρίσει. «Γρηά, τί λές, τί ἔπαθες»;

Μετὰ τὸ μεσημέρι, ζήτησε τὸ καλό της ροῦχο, μαντήλα καθαρή, ἔπεσε στὴν κλίνη. Τοὺς μάζεψε, ἔδωκε τὴν εὐχή της. Ὁ μικρὸς ἔκλαιγε μόνον, γοερά. Σταυροκοπήθηκε. «Νύφη σ᾿ ἀφήνω τὸ παιδὶ προστάτη». Χαιρέτισε πέρα τὶς ἐληές· ἀμπέλια καὶ βουνά. Τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφταν τ᾿ ἀπόσκια, ἀναστέναξε καὶ συγχωρέθηκε.

Τὸ τάσι της, τὸ βρῆκε μέσα στὸ δέντρινο κασόνι ὁ δισέγγονός της, ἀρχὲς τοῦ ῾80, ὅταν ξανάφτιαχναν τὸ σπίτι. Τώρα λάμπει μὲς στοῦ γυαλιοῦ τὰ κύματα ἡ φωτογραφία της, τὶς νύχτες ποὺ λαλεῖ ὁ Γκιώνης.



ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, 2005

Ἡ ὕψωσις τῶν Εἰκόνων

Μετὰ κατέβασα ὅλα τὰ ρολόγια ἀπὸ τοίχους καὶ προθῆκες
ἄλλα τὰ ἔφαγα, ἄλλα τὰ ἔκαψα
Κι ὅταν πιά, Μάνα μου ραγισμένη, ἀναστήλωνα τοὺς βράχους
κι ἄφησα νὰ φυσᾶνε μὲ χιλιάδες πουλιὰ
τὰ ἀρχαῖα κλέη τῶν ποταμῶν
Ἐπινόησα ἕνα δέντρο, νὰ στεγαστῶ κι ἐγὼ
ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλά, εἴπανε, δὲν ὑπῆρχε γιὰ μένα
τόπος γιὰ καταφύγιο, οὔτε στεγαστικὸ δάνειο

Ἔτσι τὸ φύτεψα στὰ μάτια μου
κι ἔκτοτε μεγαλώνει πρὸς τὰ μέσα
ὅπως ἕνα τραγούδι χρώματος κυανοῦ ποὺ τριγυρνᾶ
σκυλὶ δαρμένο στὴν ἀθηναϊκὴ ἔρημο
κι ὅλοι τὸ κλωτσοῦν καὶ τὸ διώχνουν
γιατὶ τοὺς θυμίζει ἕναν ἀλλοιώτικο καιρό

Χαιρέτα μου, ὁπότε, τοὺς σιδερᾶδες τῆς θάλασσας
καὶ τοῦ βουνοῦ τὰ φεγγαρόψαρα
Θὰ συνεχίσω, πές τους, νὰ ὑπάρχω ἐρήμην τῆς λύσσας
κι ὅταν ὑψώνω τὶς νύχτες τὶς ἱερὲς Εἰκόνες προσκυνώντας
«βαρειὰ ἡλίαση τὸν ἔχει σβήσει», θὰ λένε, πάλι, οἱ γιατροὶ —
Ὅμως Ἐσὺ θὰ γνωρίζεις, τὰ παιδιά μου θὰ ξέρουν.


Ὀρθρινὸ τῆς Δευτέρας

Ἄσπρα καλοκαίρια, κόκκαλα
χειμῶνες μου, δέντρα γυμνά.
Πιάνω τὸ τραγούδι μου ξανὰ
πίσω ἀπ᾿ τὶς ὀθόνες καὶ τὰ κρόταλα

ποὺ στραγγίζουν τὴν ζωή μου βυθισμένη,
σκεπασμένη φοβερὲς εἰκόνες.
Κατάφορτη χρόνια κι αἰῶνες
Δευτέρα. Κιόλας φαγωμένη

Ἀπὸ τὴ μαύρη τρύπα, τ᾿ ἄγριο στόμα.
(Ἔχω φύγει ἢ ἐδῶ εἶμαι ἀκόμα;)
Εἶμαι στὴ Μάνα μου κοντά· Δευτέρα.

Χαράζει ἡ σιωπή της πλατυτέρα.
Ἡ γλώσσα τοῦ ἴσκιου της, βαθύ μου σῶμα
ἡ δρόσος τοῦ καλοκαιριοῦ, τὸ θάλπος τοῦ χειμώνα.


Ἀψευδοῦς, Μάρτυρος

Μὲ πέννες δώδεκα λογιῶν καὶ μ᾿ ἑκατὸ μελάνια
ζωγράφισε χωριὸ Βαθύ, τὴν γῆ τοῦ Παιδεμένου. Καιρός του
Μία πέτρα ἀπὸ τὴν Ἐφεσο. Ἀπὸ τ᾿ ἀρχαῖα λιμάνια
οἱ πάπυροι, τὰ γραφικὰ καὶ τὸ χρυσὸ νερό του.

Μὲ τὰ τερτίπια τοῦ νεροῦ, ποὺ σπάει τὸν βράχο, μαῦρο
τὸ γέλιο τὸν ξερρίζωνε καθρέφτες καὶ χορδὲς
ξεπήδαγε, ἄγριος κρουνός, σὲ στέπες δεινοσαύρων
καὶ χάριζε τὰ χρώματα ἀτῶν ἴσκιων τὶς ὀρδές.

Οἱ σκιές του αὐτὲς μὲ σέρνανε σὰν τὸ γυαλὶ σπασμένο
καὶ δάσος ννχτοβότανα μὲ πέτρωσαν κοντά του.
Ὅμως ἀκόμα τὸ ἀσυλλάβιστο γράμμα τὸν περιμένω.
Τὸ ἄκοπο νόμισμα. Τὴν χαραγμένη λάμψη τοῦ θανάτου.


Ὁδός, περίπου Κηφισίας

Πάλι στὸν ὕπνο μου ὁ Σταμάτης. Σ᾿ ἕναν δρόμο ὅπως ἡ Κηφισίας, καταμεσήμερο. Μὲ φώναξε μέσα στὸ βουητό, ἀπὸ τὸ ἀπέναντι πεζοδρόμιο. Στέντωρ, ἀκούστηκε ἡ φωνή του ἠχηρή, ὅπως πάντα: «Παράφρονα! Περίμενέ με». Ὅμως βιαζόμουνα πολὺ καὶ τοῦ λέω «γρήγορα, πέρνα, ἔχω δουλειά». Ἦρθε, ὑπόπτερος σχεδόν, πετώντας πάνω ἀπὸ τ᾿ αὐτοκίνητα. Κίτρινος ἤτανε, τὸν φίλησα. «Γρήγορα, τρέχα στὴ μάνα σου, στὴν ἀδελφή σου, νομίζουν ὅτι σκοτώθηκες μαλάκα», φώναζα. Ἄρχισε ν᾿ ἀπομακρύνεται αἰωρούμενος πάνω ἀπ᾿ τὸ πεζοδρόμιο, γελώντας ζωηρά, κι ὅπως χανότανε πρὸς τὴν ἀπέναντι πλευρά, μοῦ ἀπάντησε τρυφερά: «Πές τους νὰ μὴν ἀνησυχοῦν, ἐγὼ πάω νὰ βασιλέψω». Μαῦρο μεσημέρι, ὁλόπικρον τὸν εἶδα πάλι.


Ἀγαθὰ τῆς κινητῆς τηλεφωνίας

Καιρὸς χειμώνας, παγωμένο σίδερο, μαχαίρι. Παίρνω κι ἐγὼ τὸν πατέρα μου στὸ κινητὸ «Εἶμαι —μοῦ λέει— στὰ Κρυορέματα, ρίχνω λίπασμα στὶς ἐληές, τὸ ποτάμι φέρνει μέχρι τὸν λαιμό, βρέχει, γῆ κι οὐρανὸς ἕνα...» Μετὰ τὸν χάνω, κι ἄκουγα στρόβιλο μέσ᾿ ἀπὸ τὰ παράσιτα Ἠχὼ τοῦ δάσους, πόνο τοῦ βουνοῦ, τοῦ ποταμιοῦ φαρμάκι

Κι ὅλο ἀποκάτω τῶν φωνῶν, ἀπὸ τοὺς πεθαμένους
Τὴν ἀγρύπνια
Κι ὕστερα, τὸν ξανάνιωσα στὸ βάθος «Πρόσεχε λέω—
Μὴν μουσκέψεις (Κι ἀπὸ μέσα μου:
Γύπα, στοιχειό, κρυφὸ γεράκι μου,
Ἀγριοπούλι)» — «Μὴν σκιάζεσαι» ἄκουσα
Ἀλλὰ τὸν ἔχασα· τὸν ἔπιανα κάτω ἀπὸ κύματα
Κι ἐρχόταν μοναχὰ τ᾿ ἀερικὸ
Τῆς Μάνας μου σὰν ὅλη ἡ θλίψη —

(Ἡ πόλη σήμερα θὰ μὲ τελειώσει)


Ἀμερικανὶς λοχίας
στὴν φυλακὴ τοῦ Ἀμποῦ-Γράιμπ

Δὲν μοιάζει ὁ Τίγρης μὲ τὸν Μισσισιπῆ.
Μυρίζει φοινικόκλαρα κι ἀρχαῖο πηλό.
Ὕστερα, κάθε νύχτα πέφτουν ἀστερόφυλλα
ἀπ᾿ τὸ μεγάλο δέντρο τ᾿ οὐρανοῦ. Ρουκέτες
δὲν τὰ πιάνουν. Στὴ γλώσσα ποὺ μιλῶ

δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ πῶ τὴν φράση «Ἀμποὺ-Γράιμπ».
Οὔτε κι ὁ Πρόεδρός μας, λένε, τά ῾χει καταφέρει.
Κι αὐτὸ τὸ βράδυ ὁ ἀέρας θὰ φέρει
κραυγὲς καὶ βογγητὰ σὲ σκηνὲς λάιβ,

ἀπὸ τὶς ταινίες ὅπου συνάμα βλέπω καὶ πρωταγωνιστῶ.
Κάποτε σὲ ρόλο κεντρικό. Ὅταν παρουσιαστῶ
στὴν ἐξεταστικὴ ἐπιτροπή, θὰ ἀναφέρω
πὼς κάνω πράξη ὅλα τὰ θρίλερς ποὺ ὑποφέρω

Ὅ,τι ἔβλεπα ἀπὸ πολὺ μικρὴ ὅταν ἔμενα μόνη
κι ἀργότερα μὲ οὐΐσκυ, χάπια, βότκα μὲ λεμόνι.
Θὰ ἀναφέρω ἐπίσης ὅτι συμπονῶ
ὅσους σέρνω μὲ λουριὰ καὶ ἠλεκτρικὰ καλώδια.
Θολώνει ὁ νοῦς μου ποὺ δὲν γίνονται ὅπως κι ἐγώ.
Ὅταν τοὺς μαστιγώνω, αἱμορραγῶ.

Ὅμως ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ἔμοιαζε μὲ μένα.
Ἔδερνα τὴν Μητέρα του καὶ μὲ κοιτοῦσε
ὅπως κοιτάζω, Μάμμυ, τὴν φωτογραφία σου
ἐδῶ στὰ ξένα.



ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ, 2008

Ὁ Ἀμλετ στὴν Ρώμη

Κρατᾶνε τὰ κομμένα τους κεφάλια, στοῦ σοῦπερ-μάρκετ τὶς σακκοῦλες.
Κι ἐγὼ σφίγγω τὰ χέρια μου. Οἱ τσέπες μου γεμάτες πέτρες.
Γιέ μου Ἀντριοῦσα, ντρέπομαι νὰ σ᾿ ἀντικρύσω. Παντοῦ κλαδεύουνε ζωοῦλες.
Ἡ ζωή σου στὴν ψυχή μου. Ἡ ψυχή μου συννεφιάζει. Μετράει
Κύριε, τοῦ βίου μου ἡ φωτιά; Ὦ Κύριε, μὲ τὴν ἀρρώστειά μου, γιατρέ.

Καὶ μὲ τὸν πόνο μου, ξερὸ ψωμί, στάλαξε μέσα μου ἡ δρόσος τοῦ Θεοῦ.
Βάρος πανάλαφρο στερεώνει τὴν καρδιά μου. Τοῦ Θεοῦ προσκυνῶ.
τὴν Δόξα. Νοιώθω τὸν ἅγιό μου χαμό. Νερό, βροχή, ποτάμια, χιόνι—
ἄνεμος ἀπ᾿ τὰ δάση τῆς πατρίδας, σαπίζει ἐντός μου. Στὸ ταβάνι
ἀστροφεγγιά. Κι ἡ νύχτα, ὁ θάνατος ὁ θηρευτής, μὲ χάνει.

Ἥλιος, ἂν εἶναι ἰταλικός, χλωμὸς μὲ τὴν καρδιά του σιδερόφυλλη
ὅμως εἶναι κι ὁ Ἥλιος ὁ μεσάνυχτα, ἱλαρὸ νερὸ καὶ ρόδου συντριβάνι.
Κύριε, Ἄρχοντα τοῦ βίου μου, ἔλαβα τ᾿ ὄνομά σου ἄμφιο καὶ παλτό. Ποιὰν ὀφειλὴ
νὰ ξεπληρώσω ὀρφανὸς στὰ σταυροδρόμια, ἀχνός, καιόμενο λιβάνι.
Μία βασιλεία νοστάλγησα, καρβουνιασμένο ἀποκερο, κι ἡ αὔρα σου στολή μου.


Ὀφηλία

Στὸν καναπὲ κουρνιάζοντας καὶ μισομουδιασμένη
μὲ χέρι νὰ λιγοθυμᾶ ἀπ᾿ τὸ τηλεκοντρὸλ
δὲν θὰ τὸν δεῖς.
Ὄμορφη καὶ κρυστάλλινη σὰν τὰ νερὰ τοῦ καταρράχτη
ἔσχαβε μέχρι νὰ σ᾿ ἐλευθερώσει,
στὴν θάλασσα νὰ περπατᾶς τοῦ ἀληθινοῦ σου χρόνου
Ἔσκαβε μὲς στὸ ψέμμα τῶν εἰκόνων.
Κόλλα τὸ αὐτὶ στὸ μαξιλάρι,
στὸν βρύα γιομᾶτο τῆς βελανιδιᾶς
ἑκατόχρονο κορμό.
Ἀχοῦσε τὴν ἀνάσα του.
Φωνοῦλες παιδικὲς κυλιοῦνται στὸ χορτάρι,
τὰ χρόνια, τὰ κουρέλια τῆς ψυχῆς.

Καὶ θὰ συναντηθεῖτε. Στὸ φέγγος
τοῦ κριοῦ. Στοῦ μαρτυρίου
τὸ σέλας.


Vino di toscana

San Gregorio, † 10.7.84

Πολύφυτο, βαθύτατο, στῆς σιγανῆς λαμπάδς;
—καθὼς ἀρχίζει μάχη σκιῶν στὴν βραδυνὴ θαμπάδα—
στὸ λαδικὸ τὸ φῶς, στὸ ῥεῖθρο τῆς ψυχῆς
χωριό, πλατειὰ φυλλώθηκες, νὰ μὲ δεχθεῖς.

Πηλόχτιστο ἔχω τὸ κορμὶ κι ἕνα σακκούλι χώμα—
μ᾿ ὅλα τὰ σύμφωνα μιᾶς γλώσσας ἄγνωστης— καρδιά.
Ἕνα σταφύλι χῶμα κι ἀπὸ φῶς μία καρυδιὰ
στὸν πόνο ψήνονται. Ψυχὴ καὶ σῶμα.

Κι ὁ θάνατος ἀκόμα.


Κύκνειο

Παληὰ παραθυρόφυλλα τῆς μνήμης μου κι ἀνοίγουν.
Χρυσῆ, σταρένια θάλασσα στὸ βουλιαγμένο καλοκαίρι.
Ἡ πέτρα καὶ τὸ ξύλο σφιχταγκαλιασμένα.
Μέσα μου τοῖχοι, παραθύρια ἀλλοτινά.
Φτάνουν χοροὶ τῆς ἄνοιξης, μὲ πετροκότσυφα καὶ θαμνοψάλτες.

Φτάνει ἕνας τόπος ποὺ τὸ χιόνι σπάνια τὸν ἀφήνει. Ἕνας
ἀέρας νὰ ἡσυχάσει δὲν μπορεῖ. Παληὰ τοῦ χρόνου μου
παραθυρόφυλλα. Ρουφῆχτρες.

Βγαίνω κι ἀφήνω τὴν ψυχὴ στὰ πόδια σου. Ὅπως
ἡ νύχτα γονατίζει μπρὸς στὸν ἥλιο.

Νύχτα ρωσίδα, γεωγραφία. Λαβωμένη.
Ὅμως ὁ θάνατος γεμάτος ἥλιο.


Ὕμνος

Ὁ ὕπνος εἶναι μικρὸς θάνατος.
Ὅμως ὁ θάνατος, γλυκὸς ὕπνος.

Κοιμᾶται ὁ σπόρος, ἥσυχα, στὸ χῶμα.
Μέχρι τὴν Ἄνοιξη.

«Μὴν τὰ κοιτᾶς τὰ μαῦρα δέντρα.
Στὸ χῶμα κοίτα, τὰ πράσινα βλαστάρια».
Εἶπε ἡ χαροκαημένη.

Μυρίζει ξοδεμένο παρελθὸν καὶ σάπια φύλλα.
Μυρίζει Ἀνάσταση.


3η Δεκεμβρίου 1986, Paris

Συνάντησα ξανὰ στὸν διάδρομο τοῦ νοσοκομείου, τὸ φαλακρό, μικρὸ παιδί. Ἔχει λευχαιμία. Ἡ χλωμάδα του ἔκαιγε τὸ γκρίζο πρωινὸ κι εἶχε γιὰ μάτια δύο γαλάζιες στάλες. Μοῦ ψιθύρισε: «Ξέρεις γιατί βασανιζόμαστε; Γιατὶ ὁ Χριστὸς εὐλόγησε νὰ μᾶς μάθει τὰ βάσανα ποὺ πέρασε ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο. Ἐγὼ κατάλαβα τί τράβηξε. Γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκα». Στὴν κρύα νύχτα, σπάζει τὸ τζιτζίκι τῆς φωνῆς του μέσα στὸ κεφάλι μου.

Ἔρχεται μεσημέρι τοῦ Ἰβάν, νὰ κάψει ὅλους τοὺς ἴσκιους.


Πάροδος

«Ὁ τόπος του ξημέρωμα Παρασκευῆς,
μέσα στὶς λίμνες ξεψυχώντας, στὰ νερά.
Μαζεύονται τὰ σύννεφα κι Ἐκεῖνος ἀνεβαίνει
στῆς ἐρημιᾶς τὸ χιόνι· σὰν κουραστοῦνε οἱ σταυρωτὲς
στέκει τοὺς περιμένει.
Παρασκευὴ μὲ ξύδι ἀέρα καὶ πικρὸ οὐρανὸ
γδαρμένη ἀπὸ φωνὲς Μανάδων ποὺ τοὺς παίρνουν τὰ παιδιά τους»,
εἶπε τὸ φυλλοθρόισμα στὸ πατρικὸ τὸ δάσος
τοῦ Ἀνδρέα Ταρκόφσκι.
«Ὁ τόπος του εἶναι Κυριακὴ ξημέρωμα,
φυτρώνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι ἀπὸ τὴν μαύρη πίσσα,
μὲ τὰ ξερὰ τῆς δόξας τὰ χορτάρια προσανάμματα.
Κατάμαυροι οἱ Ἑσπερινοί, μ᾿ ἀνασασμοῦ κεράκι,
κι εἶναι χρυσὸ τὸ δάκρυ του μὲ γεύση τῆς θαλάσσης»,
ριγήσανε μὲ τρόπο Ἀνοίξεως οἱ καπνισμένες πλάκες
κατὰ τὰ μέρη Διονυσίου Ἱερομονάχου Σολωμοῦ.
«Ρίχνει χαλάζι πετρωτό»,
σφύριζε ὁ μετανάστης τ᾿ οὐρανοῦ
πουλί, σπιρτοχελίδονο, στὸ περιβόλι τὸ δικό μου.
Ποὺ μοῦ ἔστρωναν οἱ δυό τους Δεῖπνο, βράδυ Πέμπτης
μυστικῆς, κι ἀργοῦσε Ἐκεῖνος νά ῾ρθει.



ΒΡΑΧΥ ΧΡΟΝΙΚΟ, 2009

ΦΥΣΗΜΑ

I

Ἔρχεται μούσκεμα τινάζοντας τὰ φύλλα ἀπ᾿ τὸ παλτὸ ποὺ πέφτουνε στρῶμα καὶ γίνεται τὸ πάτωμα δασωμένο μονοπάτι. «Σὲ φάγανε τὰ κρύα» θέλω νὰ τῆς πῶ, ἀλλά,
μ᾿ ἕνα χαμόγελο, μοῦ γνέφει νὰ σωπάσω. Ὀσμὲς ἀπὸ δάσος παιδικὸ γεμίζουν τὸ δωμάτιο. Κοιταζόμαστε. «Ἔλα» τῆς λέω «νὰ σοῦ δείξω τὰ παιδιά, κοιμοῦνται μέσα». Στρώνει τραπέζι κι ἡ φωνή της γελαστή: «Πέρασα καὶ τὰ σκέπασα, μὴν τὰ ξυπνᾶς». Ἔξαφνα, ἀνάμεσά μας ὁ τόπος τρέμει καὶ ξεσπάει θολὸ νερό, ποτάμι. «Μὴ φοβᾶσαι» μιλάει μὲ τὴν ἴδια φωνή, ἁπλώνει χέρι σὰν πουλὶ κι ἀμέσως πιάνομαι κι ἀνεβαίνω, πρωινὸ τῆς 23ης Δεκεμβρίου 1970, μὲ πῆρε τὸ θολὸ νερὸ τοῦ ποταμιοῦ, κι ἐκείνη μὲ τὸ χέρι της φτερούγα, ἦρθε νὰ μὲ μαζέψει.
«Δὲν εἶσαι δῶ, ἀλλὰ μὴν φύγεις», τὴν παρακαλῶ.

II

[Βραχογραφία]

Ἐλᾶτε νὰ σᾶς δείξω — ὅσοι ἀγαπᾶτε λέξεις ὀρφανές, κρυμμένες σ᾿ ἐρημιές, σὲ ξεχασμένους τόπους. Μὲ λίγο καστανόμαυρο βερνίκι τῆς ἐρήμου, τὸ μάτι λάμπει πιὸ γαλάζιο καί, σ᾿ ὥρα κυκλοφοριακῆς αἰχμῆς, πέφτει, γκρεμίζεται στὶς χαρακιὲς τῶν μέσα βράχων. Σ᾿ ἀμμόλοφους μ᾿ ἀσφακερὰ καὶ σὲ σπηλιές. Ἐκεῖ μὲ πῆρε ὁ διακαμὸς καὶ τ᾿ Ὄνομά σου, Τίμιε Πρόδρομε. Κι ἂν σ᾿ ἔνιωσα στὰ μέρη μου καὶ σ᾿ ἄλλες ξένες πολιτεῖες θαλάσσια ἀνεμώνη, νὰ σκιρτᾶς καὶ νὰ δακρύζεις. Γι᾿ αὐτὸ μὲς στὴν σαβάνα τῶν ἐργοστασίων, τῶν μηχανῶν κι ὅταν ἡ ἄσφαλτος ριγεῖ στῆς νύχτας τὶς σιωπὲς — γι᾿ αὐτὸ μὲ λίθινα ἐργαλεῖα, σηκώνω πέτρινα γλυπτά. Ἡ τέχνη μου τῶν βράχων. Τοῦ κόκκινου, τῆς ὤχρας, τοῦ λευκοῦ. Ἐλᾶτε νὰ σᾶς δείξω.



ΚΡΟΥΣΜΑ, 2011

Τὸ Κροῦσμα, εἶναι τὸ ἕκτο ποιητικὸ βιβλίο τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἑνιαῖο ποίημα σὲ εἴκοσι τέσσερα μέρη, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα γράφτηκαν ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο ἕως τὰ τέλη Νοεμβρίου τοῦ 1989 στὴν Σκιάθο. Τὸ ποίημα ὁλοκληρώθηκε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2009. Ἡ σχέση τοῦ Κοσμόπουλου μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, χρονολογεῖται παιδιόθεν. Στὰ προηγούμενα ποιητικά του βιβλία ἄλλωστε, ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι διαρκῶς παρών. Στὸ Κροῦσμα -τίτλος ποὺ παραπέμπει σὲ παπαδιαμαντικὰ διηγήματα- ὁ Κοσμόπουλος χρησιμοποιώντας σύμβολα, ὀνόματα καὶ τόπους ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ Σκιαθίτη, ἄλλοτε καταφεύγει στὸν ᾀσματικὰ εὐρὺ διασκελισμὸ ἑνὸς ἐσωτερικὰ ἐμπλουτισμένου ἔμμετρου στίχου καὶ ἄλλοτε στὰ θραύσματα ἐξιστορήσεων ἀπὸ τὴν προσωπική του περιπέτεια καὶ τὶς ματαιώσεις τῆς γενιᾶς του. Σὲ μίαν ἀπόπειρα ὅπου τὸ προσωπικὸ τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὰ ἀπηχήματα τοῦ συλλογικοῦ καὶ οἱ λέξεις φωτίζονται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφικὴ παράδοση καὶ τὴν ἀναστάσιμη παπαδιαμαντικὴ ἐκφραστική. Βιβλίο

Τῌ ΕΠΙΦΩΣΚΟΥΣῌ

Μνήμη Γιώργου Σ. Ἀντωνόπουλου

Ἀπ᾿ ὅλα πού ῾χε ἡ μαύρη γῆ, φευγαλητά, ὁ πιὸ μεγάλος ἴσκιος
εἶναι πάνω ἀπ᾿ τὸ μέλλον μας, σύννεφο, ὅσοι ἔχουν κοιμηθεῖ.
Ἀναδροσίζουσα σκιά, γιατί μοῦ γίνηκες κι ἐσύ, καὶ σ᾿ ἔχω χρεωθεῖ
ἀλάφρωμα βαρύτερο ἀπὸ κάθε θλίψη, πρόσωπο ἄψευστο καὶ δίκαιο.

Κυπαρισσὶ πουλόβερ τῆς ἀγάπης κι ἀπ᾿ τὸν πόνο σου φωτιὲς καὶ φύλλα
φτεροῦγες γιὰ τὸν ὕπνο σου κι οἱ νεοσσοὶ μίας παιδικῆς φωνῆς,
«Πατέρα, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ φύλλα σου, ἔλα μου καὶ μίλα» -
μὰ ὁ μέγας τῶν νεκρῶν ὁ φωνητὴς ἐδιάταξε σιωπή· δὲν μίλησε κανείς.

Χρόνος ὁ πρῶτος τοῦ θανάτου ὑποτακτικός, γνέθει σὲ κύκλους τὸ σκοτάδι
κι ὁ γρανιτένιος κὺρ-Βορηᾶς τῶν θλίψεων καὶ τῶν πειρασμῶν χιονοκρατεῖ.
Μὰ σήμερα δὲν ἔφεξε πρωί, καὶ κάτω ἀπὸ τὰ λόγια ἕνα σημάδι
μᾶς καίει ὅτι ἔχει φύγει τὸ νερὸ κι οὔτε ρυάκι νὰ τὸ περπατεῖ.

Ἔλαβες τὴν ἀσθένεια κι ἐβάστασες τὴν νόσο, ὁ κατώδυνος λυωμένος
καὶ ποιὰ χορτάτη χριστιανόφατσα θὰ χαμπαριάσει τοῦ κορμιοῦ σου τὸν Σταυρό.
Κι ἐγὼ ποὺ δίψασα νὰ ζήσω ἀληθινὰ κι ἂς εἶναι νὰ πεθαίνω
δὲν μπόρεσα νὰ εἰσακουστῶ, παρὰ σοῦ ψέλλισα: «ἔχει κι ἄλλο νερό».

Στὸ βύθος μου ἂς ἀξιωνόμουνα νὰ ψάλλω «χοῦς εἰμί», ἀλλὰ καὶ πάλι
φοβᾶμαι, ὅπως κι ἐσύ, τ᾿ ἄλογο τοῦτο νὰ καβαλλικέψω.
Βασανισμένο Ἀρνί, μὲ σκελετὸ οἰνοφόρο τῆς ἀμπέλου
γίνε μου δέντρο στὴν ψυχὴ καὶ στεῖλε μου τῆς καταπαύσεως φῶς νὰ δρέψω.

†12, 19 Δεκεμβρίου 2007


ΣΛΑΒΟΝΙΚΟ ΔΙΑΨΑΛΜΑ
(Ἐπιστολὴ τοῦ Α. Σολζενίτσιν στὸν Γ. Ρίτσο)

Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ manifesto, τ.25, Ἄνοιξη 2009

«Ἕνα ἀστέρι ἀπὸ πάγο, ἕνα κίτρινο δάκρυ στὸ θολὸ παράθυρο.
Ἐρημιὰ στῆς ψυχῆς μου τὸ κρύο χάραμα κι ἡ τρεμούλα μου λάφυρο.
Ἀναμονὴ σειρῆνας πρωϊνοῦ ἐγερτηρίου. Τὸ σφυρὶ νὰ χτυπάει τὴν σκέψη
Ἄστρο ὡραῖο σὰν ψεύτικο, ὅπως ἀληθινή, στὸ πρόσωπό μου, φλόγα θὰ χορέψει.

Πονῶ ἀπὸ χτές. Λογικὰ ζῶ ἀκόμη -ἄ, ἡ λογική, πάντα ἐπισφράγιση θανάτου.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἔχω ξοφλήσει μ᾿ ἂν ζῶ εἶναι γιατὶ εἶμαι μαζί σας
ἀδέρφια μου, ἐν κοινωνίᾳ μελλοθάνατοι, ἀφοῦ στὰ κρύα δεσμά του
δέθηκε ὁ ἴδιος ὁ σκυλάχαρος, γιατὶ ἡ ἀγάπη ἀνέστη στὴν ψυχή μας.

Χρεία δὲν ἔχω ἀπὸ μελάνι καὶ χαρτί. Τὸ αἷμα τῆς σιωπῆς στὴν προσευχή μου
γίνεται πίδακας καὶ λίμνη καθαρὴ γιὰ νὰ καθρεφτιστεῖ, καπνός, ἡ ζωή μου
ὅπως σπαργανωμένο νοιώθω, στὴν γκρίζα ὁμίχλη, τὸν ἴσκιο σου, στὴν λάσπη καὶ τὴν φυλακή.
Ἀναμονὴ σειρήνας βραδυνοῦ σιωπητηρίου μυρίζει κρίνα πασχαλιᾶς ἡ ὑλακή.

Ἐγώ, ὁ Ἀλεξὰντρ Ἰσάγεβιτς Σολζενίτσιν, στρατιώτης τῆς Ἀνεξάρτητης Μεραρχίας
βλέπω τὸ χελιδόνι ποὺ φωλιάζει μὲ φτερούγα ματωμένη στὸ κυανὸ ὄνειρό σου
κρούγω στὰ στήθη μου μετάλλια, πορφυρὲς πληγὲς καὶ δέομαι ἡ Ἀγγελικὴ Ταξιαρχία
νὰ παραστέκει ὅταν δὲν πρέπει νὰ λυγίσεις μὲ Ἀλφαμῖτες νὰ σκούζουν στὸ πλευρό σου».

Ἕνα κερὶ ἀπὸ χιόνι, μ᾿ ἕνα ἄστρο φλόγα εἶδε νὰ περνᾷ στὸν οὐρανὸ
νύχτα τοῦ σαρανταοχτώ, ὁ Ἰωάννης τῆς Ἐλευθερίας, ὁ Παλαιογιάννης
καὶ σκέφτηκε, «σὲ μία χρυσὴ ταβέρνα θά ῾σαι, κι ὅταν θὰ περνῶ
θὰ μπῶ νὰ κλάψουμε, Ἀλεξάντρ, φορώντας τῆς ἀγάπης τὸ ἀκάνθινο στεφάνι».

(Κι ἐκεῖνος πού ῾γραφε μὲ τὸ μελάνι σ᾿ ἄπατο χαρτὶ
-καὶ τὰ σκατόπαιδα τοῦ γαύγισαν, χορτάτοι σκύλοι-
ἠχήθηκε νὰ ματωθοῦν οἱ λέξεις καὶ στὴν παρτί-
δα ποὺ κληρώθηκε, νὰ πέσει σὲ οὐράνιο τριφύλλι).


ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ἑκάτη

Φεγγάρι σὰν ἡμέρα,
εἶπε ὁ πατέρας μου
καὶ γυάλισε τὸ χρυσό του δόντι.

Ἔξω
Πλατάγιζαν τῆς νύχτας τὰ φτερά.


Ὄστρακο

Τριγυρνῶ ἄσκοπα στὴν πέτρινη πολιτεία. Κουράστηκα νὰ περιμένω. Σαρκοβόρα φυτὰ κρέμονται ἀπ᾿ τὰ παράθυρα σὰν δάκρυα, πλημμυρίζουν τοὺς δρόμους. Χιονίζει ὁ ἥλιος ἀνελέητα κι ὅλα τὰ μαρμαρώνει. Δὲν ἔμεινε κανείς. Μονάχα ὁ Ἄργος, τοῦ πατέρα τὸ σκυλί, ξεδοντιασμένος καὶ κουτσός, μὲ συνοδεύει μυξοκλαίγοντας. Νὰ φτιάξω μία σχεδία, ἕνα σκαρί. Ἢ μήπως ν᾿ ἀνέβω στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, κι ὅπως μικρὸς ὀνειρευόμουνα, νὰ πάρω ἕνα καλάμι ν᾿ ἀκουμπήσω τὸν οὐρανό; Ἂν πέθανε ὁ πατέρας μου, θὰ βρῶ ἕνα σίδερο νὰ τὸν ξεθάψω.

Μικρός, ὅταν ἔβρεχε ὁ καιρός, ἔβγαινα καὶ γινόμουν μούσκεμα κι ἔλεγα οἱ ἀστραπὲς καὶ τὰ μπουμπουνητὰ εἶναι σήματα σταλμένα ἀπ᾿ τὸν πατέρα. Δὲν ἔμεινε κανείς. Θὰ φύγω, νὰ πλατύνω. Ἡ προσδοκία εἶναι τὸ σπίτι καὶ τὸ δέντρο μου.

Ὀδυσσέα, ἀνεμογκάστρι καὶ λυκόπιασμα, σοῦ ἀφήνω τοῦτα τὰ λόγια, σὲ βότσαλο τοῦ Γιαλοῦ χαραγμένα. Μπὰς καὶ γυρίσεις.

Μπῆκα ψυχοπαίδι στ᾿ οὐρανοῦ τὸ πένθος κι ἡσύχασα.


Τὸ ἄλογο

Στὸν Μιχάλη Γκανᾶ

Πάλι τὸ γνωστὸ ἄλογο, μαῦρο καὶ λαμπερό, στὸ μικρὸ πάρκο ἀπέναντι, τὴν ὥρα πού, ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποιοὺς συμφωνημένο, ἔπαψαν νὰ περνοῦν, λυσσασμένα κύματα, τ᾿ αὐτοκίνητα.

Μὲ κοίταξε μασώντας τὰ πυκνὰ φύλλα τοῦ μεσημεριοῦ καὶ ἔνευε μὲ κινήματα περήφανά της κεφαλῆς του σὰν νὰ μοῦ ἔλεγε: «Θυμᾶσαι;»

Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι ἔβλεπα μία κατακόκκινη ἀνοιχτὴ πληγὴ στὴν ἀριστερή του παρειὰ καὶ σταγόνες αἷμα νὰ πέφτουν στὸ ταλαίπωρο χῶμα, πάνω σε σκουπίδια καὶ χαρτιά.

Ὅμως τὸ παράπονο τῆς ὑπομονῆς του παλληκαρίσιο, καυτὸ ὅπως ἡ μεσημεριανὴ ἀλκή. Μασώντας αὐτὰ τὰ ἀόρατα φύλλα, μπαίνει στὸν δρόμο κι ἀρχίζει νὰ τὸν διασχίζει ἀποφασιστικά, τὴν ὥρα ποὺ ξεχύνεται, οὐρλιάζοντας, ἡ αὔρα τῆς ἀστυνομίας.

Στὰ μάτια του σπιθίζουν δάκρυα σκληρά, διαμάντια. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἀνέβηκα κι ἐγὼ στὸ λεωφορεῖο, μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἄλογο σπάραζε κάτω ἀπ᾿ τοὺς τροχοὺς καὶ μὲ τὸ βλέμμα ἔψελνε τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία.

Αὔριο, ἴσως νὰ τὸ προλάβω.



Η ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΤΟΥ ΙΟΝΙΟΥ

Η ΕΠΑΡΑΤΟΣ ΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΟΣ

Τὰ μάτια του ὥσπου νὰ σκεπάσει τὸ δασὺ τοῦ ἀρχάγγελου φτερὸ
κι ὥσπου νὰ τοῦ τ᾿ ἀνοίζει στὴν ζωὴ τὴν ἄλλη πάλι,
στὸ στῆθος του βαραίνουν ἴδιες πέτρες καὶ κρυφὸ νερὸ
φλεγόμενο τῶν πρωτοπλάστων. Κι ἀπ᾿ τῶν προγόνων τὸ μαγκάλι

σπαρμένη θράκα, πορφυρή, κάτω ἀπ᾿ τὴν ἄσφαλτο τῆς μέρας
κατάκαψε τὰ πέλματα καὶ τὸ ἄπιαστο τοῦ χρόνου ἀγρίμι
σαγήνεψε, πυρπόλησε τὸ λαμπερό του δέρας.
Φτερουγιασμένος Μάης γυρίζει στὴν καρδιὰ του· ἕνα συντρίμμι.

Μὲ μικροκύματα πλησιάζει ὁ ἀόρατος ψιθυριστὴς
τὸν περιζώνει μέσα στὰ ποτάμια τῶν αὐτοκινήτων —
«εὐμάραντον. καταστραφθέν...»— τῶν κινητῶν
δέντρων ποὺ τὸν φρουροῦνε, ρήματα πυκνὰ θὰ τυλιχτεῖ.


ΣΟΦΙΑ

Ἔτσι περπάτησε χρόνια καὶ χρόνια,
στὴν λύπη, μὲ τὴν ρίζα της κλειστή.

Σὲ παραλίες δίχως θάλασσα στεκόταν. Δέντρο-Ὑδρία,
Δέντρο-Καταρράκτης. Γενέτειρα κυμάτων.

«Μ᾿ ἀρέσεις πέτρινη γυναίκα, στὰ χέρια μου θὰ κελαηδήσεις»,
τῆς εἶπε ὁ ἄνεμος.

Γερμένη στὸ ποτάμι τοῦ μεγάλου ὕπνου, τὴν βλέπω κάποτε
πῶς ξεδιψάει, ὡραία, μὲ τὰ μαλλιά της στὰ νερὰ σὰν ἄγριο ἄλογο.


ΣΟΦΙΑ, II

Πῶς πέρασες, Σοφία, ἀπὸ τοῦτο τὸν καιρό.
Τὰ μαῦρα μέρη σκίρτησαν, διψώντας τὸ ὄνομά σου.
Πῶς κάρπισες ὁλολάμπη, πῶς βγῆκες πρωτογέννημα

Κι ἔρχεσαι κι ὅλο φεύγεις, δὲν μ᾿ ἀκοῦς.

Ἡ πίκρα ποιᾶς παρηγοριᾶς πυρώνει τὴν θωριά σου
δώδεκα χρόνια, τώρα, σοῦ μιλῶ, στὸ ὄνειρο μέσα μιᾶς σιωπῆς
ποὺ μπόρεσε νὰ γίνει τοῦ ὀνόματός σου τόπος.

Τί γίνεσαι, Σοφία, τῆς ἀγάπης μου ψυχή, ἀλλόκοτη σὰν δέντρο
λιγνή μου, μὲς στοὺς πέντε ἀνέμους, θημωνιά, χρυσοχεριὰ τοῦ Ἅδη —
Ἔφτασε πιὰ γιὰ μένα ἡ ἐποχή, κι εἶναι τὸ ἴδιο νὰ μιλῶ
καὶ νὰ βουβαίνομαι, Σοφία

Στολίζω τὸ ἄλογο μὲ προπατορικὰ ἐμβλήματα
καλπάζοντας πάνω στὰ μαραμένα φύλλα
στίχων ποὺ δὲν θὰ γραφτοῦν ποτέ

Νὰ βγῶ, γιὰ νὰ σὲ βρῶ, στὰ σωθικὰ τῆς σκοτεινῆς σπηλιᾶς
κι ἂς ἔρθει Ἰούνιος θεριστὴς νὰ μὲ κλαδέψει
στοὺς πέντε δρόμους, στὶς ἐθνικὲς ὁδοὺς
στὴν γῆ τοῦ ὁποὺ μὲ γέννησες, μὲ οὐρανὸ καὶ μὲ αἵματα, Σοφία,
στὸ στόμα.


ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΟΥ

Μολύβι μὲ σκασμένη μύτη
δὲν στάζει φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.
Ὑπὸ τὸν μόδιο τῆς σιγῆς
γαλήνεψε, ὅσο κι ἂν ριγεῖς.

Ὅταν τοὺς κλάδους ἁπαλώσει
τὸ δέντρο σου καὶ πρασινίσει
κι ὅταν στὸ αἷμα σου ἁπλώσει
θάλασσα, γιὰ νὰ ροκανίσει

τὴν ἄμμο πού ῾χει μαζευτεῖ,
Κι ὅλα πιὰ θὰ χουνε χαθεῖ—
τραυλὸ παιδὶ θὰ σὲ διδάξει
τὰ λόγια του νεροῦ, τὴν ἅγια πράξη.


ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

Χρυσὸ τὸ χρῶμα νὰ γεμίσει μάτι καὶ ψυχή.
Ἐρέβια, μαύρη πεταλούδα, δῶσ᾿ μου τὸν ὕπνο νήδυμο
σκαμμένο ἀπὸ τῶν τζιτζικιῶν τὰ λεπιδόπτερα τραγούδια.
Ροδάκινο, μαλαματένιο μεσημέρι, μὲ κουκούτσι μαῦρο χῶμα.

Κατρακυλᾶνε οἱ τενεκέδες ἄδειες σημασίες.

«Τώρα νὰ ζήσεις σὰν θαμμένος στὴν δική μου γῆ»,
μοῦ εἶπε μὲ τὰ μάτια τοῦ τὰ περιστέρια, ὁ Πρόδρομος ὁ Στάφυλος,
«τὴν μέρα ποὺ γεννήθηκα ν᾿ ἀνακατώνεις μὲ τὰ δάχτυλα
τὶς ἅγιές μου φωτιές».

Τὰ στάχυα ἐξανεμίζονται στὰ πέτρινα ἁλώνια
κι οἱ φαλκονέρες τοῦ ἕλους, οἱ νερόβραστοι μουλιάπες
δίχως ποτέ τους νὰ νηστέψουν, ψάχνουν περιστέρια ψηφιακά.


ΚΡΟΤΙΣΜΑ

Γεμάτος νύχτα ὡς τὴν ψυχή, ἀνάβω τὰ κεριά μου,
Χριστομαρτύρητε θὰ ρθεῖς, μὰ κούφιο εἶμαι καρύδι.
Εἶναι χακὸς τόπος αὐτός. Στὴν ψίχα τῆς καρδιᾶς μου
δὲν ἔχει στάλαγμα νεροῦ καὶ σέρνεται τὸ φίδι.

Καρβουνιασμένος οὐρανὸς χιονίζει ὅλο βαμβάκι,
χῶμα, βαμβάκι πούπουλο, βαρὺ σὰν τὸ μολύβι.
Κόπιασε, Ἑσπερώτατε, διῶξε μου τὸ φαρμάκι
τὸ κάθε κύμα, ἕνα νησί, στὰ σωθικά του κρύβει.

Ἀπὸ φυλλώματα νυχτὸς κι ἀπὸ καπνοῦ τολύπες
τί κρυσταλλένια ἀλόγατα, δροσιᾶς μαργαριτάρια
περνοῦν στὸν σάπιο ὕπνο μου κι ἀνάβουνε τὶς λύπες —
μὰ οἱ νεκρωτὲς καραδοκοῦν μὲ βέλη καὶ κοντάρια.

Ἄνοιξε χρυσοχώραφο στὶς ἄραχλες τὶς ὧρες
πετραδερό μου διάφωτο τῆς μέσα προσευχῆς.
Κροτίζει ὁ τόπος ὁ κακός. Πὼς ἔρχεσαι ταχὺς
τὸ βλέπω μαῦρος καὶ στὶς κάψες καὶ στὶς μπόρες.


Ο ΞΕΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

3.1.1911, 3.1.2008

«Ἐγώ, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἤμουνα γιὰ τὰ χαράμια
καὶ τὰ τυφλοφώμια, ἀλλὰ μονάχα

γιὰ νὰ κρατήσω ἀσημωμένα τὰ βουνά μου μὲ ἐλιὲς κι ὅλους μου
τοὺς κόρφους χλωρὰ στρωμένους βελάσματα ἀθώων κι ἀγριάδες

ἀπὸ παίδι μικρὸ σκέπασα τὴν ψυχὴ μὲ μαῦρο ράσο
κι ἐκεῖνοι βλέπανε λερωμένο πανωφόρι

Τί στέκεσαι κι ἀναμετρᾶς μὲς στῆς φυγῆς μου τὸν ἀντίλαλο,
ὅπως ὁ βράχος,
στὰ κάματα διψάει φύλλα καὶ δροσερὰ πουλιά, τέτοια ποὺ μόνο βάσανα
φωλιάζουνε στῶν λέξεών μου τὰ ἔγκατα

Ὅλος ὁ βίος Τετράδη κι εἴδησις θανάτου
κι ὅ,τι εἴπαμε καὶ γράφαμε οὔτε μισὴ ὀκὰ
τσιγαρέττα ψιλὰ Ἀγρινίου τοῦ Βάρκα

Νὰ κάμεις νόμο-τρόπο νὰ περνᾶς μὲ δέντρου ἀλκὴ
ποὺ τὸ ποτίζει στάλασταλα ἡ προσδοκία τῆς ἐπιστροφῆς

Τί θέλεις, ναί, Χριστούγεννα, κι οἱ λίθοι τοῦ ἀναθέματος,
μαζεύονται στὸ στῆθος μου (αὐτὸ ὁ γιατρὸς τὸ λέει βήχα)
μὲ τὸ κερὶ στὸ στόμα θὰ ψάλω τὴν καταβασία
καὶ μ᾿ ἕνα δάκρυ θὰ ἀνασάνει ὁ κόσμος τελευταία φορά, κι ὕστερα
Ὁλόφωτα —
Γιατὶ ἀλλοῦ γεννήθηκα, οὔτε θὰ φύγω οὔτε θὰ ξανάρθω»

Ἀνάδευε τὸ δάχτυλο στὴν στάχτη καὶ τὸ βλέμμα
σπασμένο γυαλικὰ ὅπως κατεβασιὰ τῆς μνήμης ποὺ φυσάει
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐφάνη τῶν ὑδάτων
κι ἔγραφε μὲ τὸ δάχτυλο στὴν ἀμμουδιὰ
ὅσα δὲν γίνεται ἄνθρωπος νὰ γράφει καὶ νὰ πεῖ.

Ὁ τίτλος τοῦ ποιήματος εἶναι δάνειο ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο διήγημα τοῦ Στέφανου Δάφνη.