Μία έγρωμη οθόνη ακτινοβολεί χρώμα και συνεπώς το χρωματικό της μοντέλο βασίζεται στο RGB σύστημα. Το μελάνι στο χαρτί αντιθέτως αποροφά το χρώμα και αντανακλά το χρώμα που δεν αποροφά.
Έτσι αν στείλουμε λευκό χρώμα σε ένα κυανό χαρτί, το χρώμα που αντιλαμβανόμαστε είναι κυανό, γιατί το κόκκινο αποροφήθηκε στο χαρτί. Ομοίως η magenta αποροφά το πράσινο και το κίτρινο αποροφά το μπλέ. Τα χρώματα κυανό, magenta και κίτρινο σχηματίζουν ένα χρωματικό μοντέλο που είναι το CMY.
Ένα σημείο με συντεταγμένες στον RGB χώρο έχει συντεταγμένες στον CMY.
Ο χώρος CMY ταιριάζει περισσότερο στην περιγραφή των εικώνων που πρόκειται να τυπωθούν. Προσθήκη όλων των χρωμάτων δίνει μάυρο (δεν αφήνει τίποτα να ανακλαστεί) ενώ το άσπρο είναι απουσία χρώματος, αρκεί να τυπώνουμε - ζωγραφίζουμε σε άσπρο χαρτί!
Στην πράξη, εξαιτίας ατελιών στα χρώματα η προσθήκη όλων των χρωμάτων δεν δίνει μαύρο. Για αυτό τον σκοπό υπάρχει ένα μοντέλο που αφαιρεί λίγο από τα χρώματα κυανό, magenta και κίτρινο και το αντικαθιστά με μαύρο. To μοντέλο αυτό ονομάζεται CMYK, αυτό το μοντέλο βελτιώνει κατά πολύ την απόδωση των εκτυπωμένων εικόνων.
Το ποσό του χρώματος που θα πρεπεί να αφαιρεθεί και να αντικατασταθεί με μαύρο είναι μία πολύπλοκη διαδικασία που δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Για να δώσουμε μια ιδέα για την πολυπλοκότητα του προβήματος μπορούμε να πούμε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψην παράμετροι όπως το πόσο γρήγορα στεγνώνει ένα χρώμα καθώς και η χημική σύσταση και οι ανακλαστικές ιδιότητες του χαρτιού.