Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Henry Purcell (1659-1695): «Σουΐτα αρ. 1» από την ημι-όπερα The Fairy Queen, Z. 629

Η “ημι-όπερα” (semi-opera) υπήρξε ένα αποκλειστικά αγγλικό είδος σκηνικού θεάματος, το οποίο προσέγγιζε όσο κανένα άλλο την γνήσια, ιταλικού τύπου όπερα και καλλιεργήθηκε ακριβώς την περίοδο εκείνη, κατά την οποία η τελευταία δεν είχε ακόμη κατορθώσει να επιβληθεί στο βρετανικό κοινό, δηλαδή κατά το τελευταίο τρίτο του 17ου και έως τις αρχές του 18ου αιώνος. Στο βραχύβιο αυτό είδος η θεατρική πρόζα εμπλουτίζεται με πολλή ενόργανη μουσική, τραγούδια και άλλα φωνητικά μέρη, καθώς επίσης χορούς και γενικότερα μουσική μπαλλέττου. Η σταδιοδρομία του Henry Purcell ως συνθέτη συνέπεσε με την ακμή της ημι-όπερας, γεγονός που εξηγεί επαρκώς τον λόγο για τον οποίο ο δημιουργός της πρώτης σημαντικής αγγλικής όπερας (Διδώ και Αινείας, 1689) δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το εν λόγω είδος, ενόσω από το 1690 έως το 1695 έγραψε μουσική για πέντε ημι-όπερες.

Η μουσική για το The Fairy Queen (Η βασίλισσα των ξωτικών), μια πεντάπρακτη ανώνυμη διασκευή (ίσως του Elkanah Settle) του σαιξπηρικού Ονείρου θερινής νυκτός, γράφηκε το 1692 και συνιστά την πλέον δημοφιλή συμβολή του Purcell στο είδος της ημι-όπερας. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο Dorset Garden, στις 2 Μαΐου του 1692, ενώ για το ανέβασμα του ιδίου έργου στις 16 Φεβρουαρίου του επομένου έτους ο συνθέτης ετοίμασε μια δεύτερη εκδοχή με επιπρόσθετη μουσική. Το σύνολο περιλαμβάνει πάνω από 50 ενόργανα και φωνητικά κομμάτια, αρκετά εκ των οποίων εκδίδονταν ήδη στα τέλη του 17ου αιώνος σε συλλογές που αποσκοπούσαν στην ευρύτερη διάδοση της μουσικής αυτής εκτός θεάτρου. Κάπως έτσι προέκυψαν και ορισμένες ορχηστρικές σουΐτες από την μουσική για το The Fairy Queen, τα μέρη των οποίων κάλλιστα μπορούν να προέρχονται από τελείως διαφορετικά σημεία της πρωτότυπης παρτιτούρας, σύμφωνα με το γούστο του εκάστοτε επιμελητή.

Η κατά W. L. Reed «πρώτη σουΐτα» από την ημι-όπερα The Fairy Queen του Purcell, για παράδειγμα, ανθολογεί πέντε ενόργανα κομμάτια από την πρώτη και την τρίτη πράξη του έργου. Το εναρκτήριο πρελούδιο (αρ. 1 στην πλήρη παρτιτούρα) διέπεται από ελαφρώς μελαγχολικό τόνο αλλά και σχεδόν αδιάλειπτη ρυθμική ροή. Στο πρώτο από τα δύο επαναλαμβανόμενα τμήματά του γοργές βηματικές φιγούρες εναλλάσσονται μιμητικά στις τέσσερεις πάρτες του ενόργανου συνόλου, καταλήγοντας σε μια πτώση επί της δεσπόζουσας. Από εκεί, το (εκτενέστερο) δεύτερο δομικό τμήμα του πρελουδίου στρέφεται με παρόμοια μιμητική γραφή προς την περιοχή της σχετικής μείζονος, την οποία και επικυρώνει πτωτικά, προτού ανακατευθυνθεί προς την αρχική ελάσσονα τονικότητα δίνοντας έμφαση σε ένα νέο, έμμονο (κυρίως στην γραμμή του μπάσσου) ρυθμικό μοτίβο. Το ακόλουθο ροντώ (αρ. 4) εναλλάσσει το ήπιο και ανάλαφρο αρχικό θέμα του με δύο επεισόδια: το πρώτο αναπτύσσει το δεδομένο μοτιβικό υλικό κατά τρόπον μετατροπικό και μιμητικό, ενώ το δεύτερο εξυφαίνει από αυτό ένα ευρύτερο μελωδικό τόξο στην τονικότητα της σχετικής ελάσσονος. Η αναμενόμενα ζωηρή Jig (αρ. 8), στην συνέχεια, προέρχεται από το τέλος της πρώτης πράξεως (“First Αct Tune”). Η δομή της είναι παρόμοια με εκείνη του πρελουδίου, αλλά η γραφή της είναι λιγότερο μιμητική και ο ρυθμικός της χαρακτήρας σαφώς οξύτερος. Τα ίδια χαρακτηριστικά διέπουν σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και την Hornpipe (αρ. 29), με την οποία ολοκληρώνεται η τρίτη πράξη της ημι-όπερας (“Third Act Tune”). Σε αυτήν την περίπτωση, μάλιστα, το δεύτερο τμήμα είναι διπλάσιο σε έκταση από το πρώτο και ενσωματώνει μια πλήρη τονική πορεία από την αρχική ελάσσονα τονικότητα προς την μείζονα σχετική της και τανάπαλιν. Η «σουΐτα» περατώνεται με έναν χαριτωμένο διμερή Χορό για τις νεράιδες (αρ. 22) από την τρίτη πράξη του σκηνικού έργου. Εδώ, η γραφή είναι πρωτίστως ομοφωνική και η πορεία προς κάθε ισχυρή πτώση (στην δεσπόζουσα, στην σχετική ελάσσονα και στην μείζονα τονική) ενισχύεται από την ολοένα και πιο επιτατικά κινούμενη γραμμή του μπάσσου.

26.08.2007


© Ιωάννης Φούλιας