Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Heitor
Villa-Lobos (1887-1959): Κοντσέρτο για κιθάρα
και μικρή ορχήστρα
Το Κοντσέρτο για κιθάρα και μικρή ορχήστρα του “εθνικού” συνθέτη της Βραζιλίας, Heitor Villa-Lobos, είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα και δημοφιλή έργα αυτού του είδους, καθώς έχει ερμηνευθεί επανειλημμένως σε συναυλίες αλλά και ηχογραφηθεί από δεκάδες κορυφαίους κιθαριστές. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι γράφηκε το 1951 για τον άνθρωπο που καταξίωσε όσο κανείς άλλος την κιθάρα στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα: τον Ισπανό Andrès Segovia. Ωστόσο, αυτή η “Fantasia concertante”, όπως ήταν ο αρχικός τίτλος του έργου, έμελλε να παρουσιασθεί στο συναυλιακό κοινό με σημαντική χρονική καθυστέρηση, ακριβώς επειδή ο Segovia, παρά την τιμητική αφιέρωση της παρτιτούρας στο πρόσωπό του, δήλωνε απρόθυμος να την εκτελέσει, εάν προηγουμένως ο συνθέτης δεν προσέθετε μία σολιστική καντέντσα! Όταν λοιπόν ο Villa-Lobos διεκπεραίωσε το αίτημα του ανένδοτου κιθαριστή, το “κοντσέρτο” του μπορούσε πλέον να ερμηνευθεί για πρώτη φορά, υπό την διεύθυνση του ιδίου, σε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Χιούστον στις Η.Π.Α. που δόθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1956.
Το τριμερές αυτό κοντσέρτο έρχεται αντιμέτωπο με δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο σχετίζεται με το περιβόητο ζήτημα της χαμηλής έντασης του ήχου της κιθάρας, που δυσκολεύει ιδιαίτερα την συνύπαρξη αλλά και την αντιπαράθεσή της με μιαν ολόκληρη ορχήστρα. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο συνθέτης περιορίσθηκε στην χρήση ενός μικρού ορχηστρικού συνόλου, που αποτελείται από ένα μονάχα φλάουτο, όμποε, κλαρινέττο, φαγγόττο, κόρνο και τρομπόνι, συν την καθιερωμένη ομάδα των εγχόρδων· ακόμη και έτσι, όμως, δεν κατόρθωσε εν τέλει να επιλύσει ολότελα το δεδομένο πρόβλημα, αφού η μικρή αυτή ορχήστρα εξαναγκάζεται σε αρκετά σημεία του έργου να χαμηλώσει σε υπερβολικό βαθμό την έντασή της, προκειμένου να επιτρέψει να ακουσθεί κάπως και ο σολίστας. Εντούτοις, η σημαντικότερη αδυναμία του εν λόγω έργου έγκειται στην υπέρ το δέον χαλαρή δομική οργάνωση του θεματικού του υλικού, ιδίως στα δύο γρήγορα εξωτερικά του μέρη, η οποία βέβαια δεν οφείλεται μόνο στην αρχική σύλληψη του κοντσέρτου αυτού ως “φαντασίας”, αλλά αποτελεί ένα γενικότερο και εγνωσμένο ποιοτικό πρόβλημα στην πλουσιότατη συνθετική παραγωγή του Villa-Lobos.
Σε κάθε περίπτωση, το Allegro preciso ανοίγει με ένα ολίγον μυστηριώδες πρώτο θέμα, στο οποίο αφήνει έντονο το αποτύπωμά του ένα συγκοπικό ρυθμικό μοτίβο, αλλά προοδευτικά κερδίζουν έδαφος τα ποικίλα αλυσιδωτά περάσματα που εναλλάσσονται ανάμεσα στην κιθάρα και στα όργανα της ορχήστρας. Η δεύτερη θεματική ιδέα, τουναντίον, είναι σαφώς πιο συγκρατημένη και λαϊκότροπη όταν πρωτοπαρουσιάζεται από την κιθάρα, ενώ κατά την μετέπειτα σύντομη ορχηστρική της επαναδιατύπωση καθίσταται πολύ πιο ζωηρή και δυναμική, οδηγώντας έτσι με αμεσότητα στην ελεύθερη ανάπτυξη του πρώτου θέματος από κοινού με πληθωρικά κιθαριστικά περάσματα. Ένα παράγωγο του δευτέρου θέματος έρχεται στην συνέχεια να προσδώσει πιο μελαγχολικό και συναισθηματικό τόνο στην εξέλιξη του μέρους, το οποίο κατόπιν αποπερατώνεται με καταληκτικές αναδρομές στο πρώτο θέμα αλλά και νέες εντυπωσιακές σολιστικές χειρονομίες.
Πολύ πιο επιτυχημένο από συνθετικής επόψεως είναι το αψιδωτό αργό μέρος του κοντσέρτου (Andantino e andante), που ξεκινά την πορεία του με ένα σύντομο εισαγωγικό ορχηστρικό τμήμα, έκδηλα ιμπρεσσιονιστικής διαθέσεως, προτού η βασικότερη θεματική του ιδέα εκτεθεί από την κιθάρα και επιστεγασθεί βαρύθυμα από τα έγχορδα. Η κεντρική ενότητα διαθέτει επίσης την δική της αναστοχαστική θεματική αφετηρία, η οποία μάλιστα εξυφαίνεται επί μακρόν και από την ορχήστρα, προτού επιστρέψει στο μέρος της κιθάρας. Η επαναφορά της αρχικής σολιστικής ιδέας, εξ άλλου, αντιμετωπίζεται περισσότερο ως αφορμή για μια νέα ελεύθερη εξέλιξη, η οποία καταλήγει σε εκτενή ανάπλαση του υλικού της εισαγωγής με την ισότιμη σύμπραξη του σολίστα με την ορχήστρα.
Στην αυτόνομη (και εμβόλιμη) καντέντσα για την κιθάρα που ακολουθεί, μια σειρά “αναμνήσεων” από τα δύο προηγούμενα μέρη συνδυάζεται με τα αναμενόμενα δεξιοτεχνικά περάσματα αλλά και την αξιοποίηση της ιδιαίτερης τεχνικής των αρμονικών· προς το τέλος δε, αλλεπάλληλες συγχορδίες στον ζωηρό ρυθμό της βραζιλιάνικης σάμπας προαναγγέλλουν την μικρή ορχηστρική εισαγωγή του Allegretto non troppo, την οποία σύντομα διαδέχεται μια λυρική πρώτη ιδέα που εξελίσσεται από κοινού με αδιάλειπτα σολιστικά αραβουργήματα. Μια κιθαριστική αναδρομή στο χορευτικό μοτίβο της σάμπας ανοίγει κατόπιν τον δρόμο για την παρουσίαση μιας εξόχως φολκλορικής και ενεργητικής δεύτερης θεματικής ιδέας από την ορχήστρα, ενώ η τρίτη βασική ιδέα του τελικού αυτού μέρους εισάγεται εν συνεχεία από την κιθάρα και το φαγγόττο, για να αναπτυχθεί περαιτέρω – και δη σε ικανή έκταση – με αξιοπρόσεκτη ηχοχρωματική ποικιλία και αρκετά νοσταλγική διάθεση. Όταν όμως, έπειτα και από μιαν αμυδρή ανάκληση του πρώτου θέματος (με νέες φιγούρες στο μέρος της κιθάρας), η τρίτη αυτή ιδέα επανέρχεται για να ολοκληρώσει το έργο, προσλαμβάνει πλέον πολύ επιβλητικότερο χαρακτήρα και οδηγεί σε ένα απρόσμενα (και ίσως αναίτια) “τραγικό” κλείσιμο.
22.11.2008
© Ιωάννης Φούλιας