Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Heitor Villa-Lobos (1887-1959): “Chôros” και “Bachianas brasileiras” (επιλογή)

Ο Heitor Villa-Lobos είναι αδιαμφισβήτητα ο σημαντικότερος συνθέτης που ανέδειξε η Βραζιλία αλλά και η Λατινική Αμερική γενικότερα. Γεννήθηκε το 1887 στο Ρίου ντε Τζανέιρου και έμαθε από μικρός μουσική δίπλα στον ερασιτέχνη πατέρα του, παίζοντας κλαρινέττο, βιολοντσέλλο και κιθάρα. Αν υπήρχε κάποια προοπτική συστηματικότερων μουσικών σπουδών, αυτή εξανεμίσθηκε με τον θάνατο του πατέρα του το 1899 και τον επιτακτικό επακόλουθο μουσικό βιοπορισμό του νεαρού Heitor, που άρχισε να συμμετέχει σε σύνολα λαϊκής μουσικής (τα λεγόμενα “chôros”) στους δρόμους της γενέτειράς του και αργότερα να παίζει τσέλλο σε θέατρα, ξενοδοχεία, κινηματογράφους και νυκτερινά κέντρα. Παράλληλα, μια θεία του, ερασιτέχνις πιανίστα, του ενεφύσησε την εφ’ όρου ζωής αγάπη του για το έργο του Johann Sebastian Bach, ενώ αμέσως μετά την ενηλικίωσή του, από το 1905 έως το 1913, ο Villa-Lobos πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε δυσπρόσιτες περιοχές της πατρίδος του, γνωρίζοντας έτσι σε βάθος την παραδοσιακή μουσική της Βραζιλίας, που επρόκειτο να καταστεί αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως για το μετέπειτα συνθετικό του έργο. Εξίσου σημαντική, όμως, υπήρξε την ίδια περίοδο και η σύντομης διάρκειας φοίτησή του στο Εθνικό Ινστιτούτο Μουσικής του Ρίου, αφού του παρείχε πλέον τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για να μπορέσει να ασχοληθεί συστηματικότερα με την μουσική σύνθεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 και έπειτα.

      Από το 1915 έργα του παρουσιάζονται σε συναυλίες στην Βραζιλία, προξενώντας αρχικά την μήνιν κριτικών και εκτελεστών, αλλά διαμορφώνοντας σιγά-σιγά και ένα νεανικό κοινό θαυμαστών του αρκετά ακατέργαστου και οπωσδήποτε πρωτότυπου ιδιώματός του. Η φιλία του με τον γάλλο συνθέτη Darius Milhaud την περίοδο 1917-1918 στάθηκε πολύτιμη για την εξοικείωσή του με τα νεώτερα ευρωπαϊκά συνθετικά ρεύματα, ενώ ο μεγάλος πολωνός δεξιοτέχνης του πιάνου Artur Rubinstein συνέβαλε αποφασιστικά στην προώθηση του έργου του Villa-Lobos στην Γαλλία περί το 1920, προλειαίνοντας ουσιαστικά το έδαφος για την εγκατάσταση του συνθέτη στο Παρίσι κατά τα έτη 1923-1924 και 1927-1930, όπου συναναστράφηκε με σημαντικές προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το “εξωτικό” του ύφος γραφής, η οποία βέβαια δεν άργησε να μεταλαμπαδευθεί και στην Λατινική Αμερική. Η μετέπειτα παραμονή του στην Βραζιλία από το 1930 έως το 1945 υπαγορεύθηκε μεν από τις πολιτικές περιστάσεις του νέου καθεστώτος του Getúlio Vargas, αλλά προσέδωσε και ιδιαίτερη “εθνική” αίγλη στο πρόσωπό του, καθώς τώρα ο Villa-Lobos ανέλαβε να αναδιοργανώσει την μουσική παιδεία του τόπου του σε όλα τα επίπεδα και συνέθεσε πολλή πατριωτική μουσική και παιδαγωγικού χαρακτήρος έργα, παράλληλα με τις μεγαλύτερων αξιώσεων συνθέσεις του, στις οποίες τα εθνικά χαρακτηριστικά αναμειγνύονται με περίτεχνες συνθετικές τεχνικές και συχνές αναφορές στην μουσική του Bach. Εξαιρετικά παραγωγική υπήρξε επίσης η τελευταία δημιουργική του περίοδος, από το 1945 μέχρι το 1959, παρά την σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Απολαμβάνοντας πλέον ευρύτατη αναγνώριση, ιδίως στις Η.Π.Α. αλλά και στην Ευρώπη, συνθέτει κατά παραγγελίαν πολλά έργα για διεθνώς καταξιωμένους καλλιτέχνες και γίνεται αποδέκτης εξαιρετικών τιμών. Ο θάνατός του στις 17 Νοεμβρίου 1959 στο Ρίου ντε Τζανέιρου συνοδεύθηκε μάλιστα από κήρυξη εθνικού πένθους και από παλλαϊκή συμμετοχή στην κηδεία του.

Η συνθετική παραγωγή του Heitor Villa-Lobos είναι εντυπωσιακή σε ποσότητα: περιλαμβάνει όπερες, μπαλλέττα και μουσική για τον κινηματογράφο, πάμπολλες (μεγάλες και μικρές) χορωδιακές συνθέσεις και σολιστικά τραγούδια, 12 συμφωνίες, 21 κοντσέρτα και συναφή κομμάτια για σολίστες και ορχήστρα, πολλή επιπρόσθετη ορχηστρική μουσική (συμφωνικά ποιήματα, εισαγωγές, σουΐτες κ.ά.), πληθώρα έργων μουσικής δωματίου (συμπεριλαμβανομένων 17 κουαρτέττων εγχόρδων) και πιανιστικών συνθέσεων, καθώς επίσης αρκετά κομμάτια για κιθάρα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στο ρεπερτόριο του συγκεκριμένου οργάνου. Παρ’ όλα αυτά, η μουσική του φέρει ανεξίτηλη την σφραγίδα ενός κατ’ ουσίαν αυτοδίδακτου δημιουργού, που πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί ως «μεγαλοφυής ερασιτέχνης», αφού τα εκτενέστερα και πλέον φιλόδοξα έργα του πάσχουν από έλλειψη δομικής συνοχής και αρκετή κοινοτοπία, σε αντίθεση με τις μικρότερες συνθέσεις του, στις οποίες η πηγαία μελωδική του έμπνευση – με το ιδιαίτερο εθνικό της χρώμα – συγκαλύπτει συνήθως τέτοιου είδους τεχνικές αδυναμίες.

 

Δύο σειρές έργων του, οι οποίες φέρουν τους χαρακτηριστικούς τίτλους “Chôros” και “Bachianas brasileiras”, αποτελούνται από πολυειδείς συνθέσεις (για μεμονωμένα όργανα, για ποικίλα σύνολα μουσικής δωματίου, για ορχήστρα, για σολίστες και ορχήστρα, καθώς επίσης για χορωδία ή σόλο φωνή και ορχήστρα ή μικρότερο ενόργανο σύνολο), που είναι άκρως αντιπροσωπευτικές του ύφους του Villa-Lobos και αρκετά διαδεδομένες στο τρέχον συναυλιακό ρεπερτόριο αλλά και στην δισκογραφία. Τα “Chôros” αναφέρονται τόσο στα αστικά λαϊκά μουσικά σύνολα της Βραζιλίας (όπως έχει ήδη επισημανθεί), όσο και στο είδος της μουσικής που παίζουν οι “chorões”, ήτοι οι μουσικοί που απαρτίζουν αυτά τα σύνολα και οι οποίοι από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνος και εξής αναμείγνυαν χορούς της ευρωπαϊκής δημοφιλούς μουσικής (όπως το βαλς ή η πόλκα) με ρυθμούς αφρικανικής προελεύσεως, στο πλαίσιο επωδικών παρατακτικών μορφών και με έντονα αυτοσχεδιαστική διάθεση. Το πρώτο από τα Chôros του Villa-Lobos (όλα τα κομμάτια της σειράς αυτής κάνουν χρήση του πληθυντικού αριθμού στον τίτλο τους) γράφηκε το 1920 για κιθάρα, ενώ ακολούθησαν άλλα δεκατρία αριθμημένα, δύο δίχως αρίθμηση (bis) και μία Εισαγωγή στα Chôros από το 1924 έως το 1929. Το Chôros αρ. 2, για φλάουτο και κλαρινέττο, είναι ένα σύντομο κομμάτι του 1924, το οποίο, ναι μεν, χαρακτηρίζεται από φολκλορική ρυθμική ζωντάνια, ανάλαφρη διάθεση και αρκετό χιούμορ, αλλά παράλληλα αφομοιώνει και ένα κατ’ αρχήν σύγχρονο ιδίωμα, που παραπέμπει στην μουσική του Milhaud αλλά και του Ίγκορ Στραβίνσκυ της ιδίας περιόδου.

Πολύ πιο γνωστό είναι το Chôros αρ. 5, για πιάνο, το οποίο γράφηκε το 1925 και συνοδεύεται από τον υπότιτλο “Alma brasileira” («Βραζιλιάνικη ψυχή»): εδώ, εμφανίζεται στο προσκήνιο ο λυρικός και συναισθηματικός τόνος της “Modinha”, μιας αστικής λαϊκής σερενάτας, στην οποίαν έρχονται αργότερα να αντιπαρατεθούν δύο άλλες, πολύ πιο εξωστρεφείς, ενεργητικές και υφολογικά πολυεπίπεδες ενότητες, πριν την κυκλική επαναφορά της εκφραστικότατης βασικής μελωδίας.

Στα τελευταία κομμάτια της σειράς ανήκουν τα Δύο chôros (bis), για βιολί και βιολοντσέλλο, του 1928, που δεν φέρουν αρίθμηση, διότι έχουν συλληφθεί ως πρόσθετα “μπιζαρίσματα” στον συνολικό κύκλο των Chôros (και ως τέτοια, πράγματι, παρουσιάσθηκαν στην πρώτη τους εκτέλεση το 1930 στο Παρίσι). Πρόκειται, ωστόσο, για δύο από τα ωραιότερα δείγματα του ιδιότυπου αυτού είδους: το πρώτο (Modéré) παρουσιάζει διαδοχικά δύο απλές και “αυτοσχέδιες” θρηνητικές ιδέες, μία για κάθε όργανο, ενώ το δεύτερο (Lent) εντυπωσιάζει τόσο με τον ασυνήθιστο ηχοχρωματικό του πλούτο, όσο και με τις έντονες υφολογικές αντιθέσεις που ενσωματώνει στην σχετικά περιορισμένη έκτασή του.

 

Τα εννέα “Bachianas brasileiras” καλύπτουν χρονικά την αμέσως επόμενη περίοδο (1930-1945) και συνιστούν σουΐτες αποτελούμενες από δύο έως τέσσερα μέρη, μπαροκικής εμπνεύσεως και τεχνικής (ως απότιση φόρου τιμής στον Bach) αλλά και φολκλορικού περιεχομένου (βάσει του “εθνικού” – πρωτίστως ρυθμικού και δευτερευόντως μελωδικού – τους υλικού). Η πρώτη σουΐτα της σειράς αυτής γράφηκε κατ’ αρχάς το 1930 για μιαν “ορχήστρα (τουλάχιστον οκτώ) βιολοντσέλλων”, ανακαλώντας την μορφή του παλαιόθεν γνωστού “διπτύχου” πρελουδίου και φούγκας. Εντούτοις, το 1938 ο Villa-Lobos προσέθεσε και την τοκκατοειδή “Εισαγωγή: Embolada” ως εναρκτήριο μέρος, όπου βέβαια οι υφολογικές (κυρίως) αναφορές στο μπαρόκ αφομοιώνονται υποδειγματικά στην πληθωρική και γοητευτική μελωδική εξύφανση του κατά βάση λαϊκού είτε λαϊκότροπου μελωδικού υλικού. Από εκεί και πέρα, το “Πρελούδιο: Modinha” φανερώνει απροκάλυπτα την προέλευση της τρυφερής και αισθαντικής του φύσεως, ενώ η “Φούγκα: Conversa” αποδύεται σε μια νευρώδη αλλά και λυρική συνάμα αλληλουχία “ερωταποκρίσεων”, που αναπολούν εξίσου την αυστηρή τεχνική της φούγκας του μπαρόκ, όπως και τους διαλογικούς αυτοσχεδιασμούς των βραζιλιάνων “chorões”.

Το δεύτερο έργο του ιδίου “κύκλου” έλαβε μεν την οριστική του μορφή το 1930, ως τετραμερής σουΐτα για μικρό ορχηστρικό σύνολο, αλλά βασίζεται σε προγενέστερα κομμάτια για βιολοντσέλλο και πιάνο καθώς και για σόλο πιάνο, τα οποία είναι εμπνευσμένα από εντυπώσεις που απεκόμισε ο συνθέτης κατά την διάρκεια των νεανικών του ταξιδιών στην αχανή ενδοχώρα της Βραζιλίας. Έτσι, η “Άρια: O Canto da nossa terra” («Το τραγούδι της χώρας μας») – το δεύτερο μέρος του τελικού έργου – συνιστά ένα ακόμη δείγμα νοσταλγικής αλλά και περιπαθούς “Modinha” με ενίοτε έντονα φολκλορικό τόνο, ενώ το εναρκτήριο “Πρελούδιο” του μετέπειτα Bachianas brasileiras αρ. 2 συνοδεύεται από τον χαρακτηριστικό υπότιτλο “O Canto do capadócio («Το τραγούδι των αγυρτών»), καθώς σκιαγραφεί με ιδιαίτερη τρυφερότητα τόσο την τυπική νωχέλεια όσο και την υπολανθάνουσα ζωντάνια των μελών μιας περιθωριακής κοινωνικής ομάδος.

Το μακράν δημοφιλέστερο από τα “Bachianas brasileiras”, το πέμπτο, είναι – όπως και το πρώτο της σειράς αυτής – γραμμένο για ένα σύνολο οκτώ τουλάχιστον βιολοντσέλλων και υψίφωνο, ενώ τα δύο μέρη του συνετέθησαν το 1938 και το 1945, αντίστοιχα. Η συγκινητική “Άρια: Cantilena”, μία από τις αντιπροσωπευτικότερες μεταπλάσεις της παραδόσεως της “Modinha” στην συνολική έντεχνη μουσική παραγωγή του Villa-Lobos, περιβάλλει με τους εκφραστικούς και αρκετά “αρχαϊκούς” ελεγειακούς βοκαλισμούς της φωνής, υπό την αδιάλειπτη συνοδεία και των “κιθαριστικών” pizzicati των τσέλλων, μια πιο δραματική, απαγγελτικού ύφους μελοποίηση στίχων της τραγουδίστριας Ruth Valadares Corrêa. Από την άλλη πλευρά, ο ζωηρός και σπινθηροβόλος “Χορός: Martelo” που ακολουθεί βασίζεται σε ποίημα του Manuel Bandeira και παραπέμπει στα αυτοσχέδια λαϊκά τραγούδια “emboladas”, παρεμβάλλοντας όμως και ορισμένες μιμήσεις κελαηδισμάτων τροπικών πουλιών του Αμαζονίου.

To διμερές Bachianas brasileiras αρ. 6, τέλος, για φλάουτο και φαγγόττο, γράφηκε το 1938. Στην μελαγχολική “Άρια: Chôro”, ο συνθέτης συνδέει με επιδεξιότητα τα στοιχεία της εντόπιας αστικής λαϊκής παραδόσεως με μια διάφανη αντιστικτική ύφανση αλλά και αρκετές μελωδικές φράσεις που ανακαλούν έντονα το ύφος των δίφωνων Inventiones του Bach. Η γοργή και άκρως δεξιοτεχνική “Φαντασία”, εξ άλλου, συνιστά (παρά την απουσία σχετικού διευκρινιστικού υποτίτλου) άλλο ένα ενδιαφέρον αμάλγαμα βραζιλιάνικου “Chôro” και μπαροκικής “Inventio”, σφριγηλών χορευτικών ρυθμών και αναστοχαστικών περασμάτων, καθώς επίσης χιουμοριστικών αλλά και θλιμμένων μουσικών στιγμών.

05.12.2008


© Ιωάννης Φούλιας