Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Heitor
Villa-Lobos (1887-1959): Κοντσέρτο για
βιολοντσέλλο αρ. 2
Ο Heitor Villa-Lobos είναι αδιαμφισβήτητα ο διαπρεπέστερος συνθέτης όχι μονάχα της Βραζιλίας αλλά και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, αφού με την πληθωρική συνθετική του παραγωγή πέτυχε να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό “εθνικό” μουσικό ύφος και να θέσει ουσιαστικά τα θεμέλια του σύγχρονου έντεχνου μουσικού πολιτισμού της Βραζιλίας. Στο ύστερο έργο του, το οποίο καλύπτει χρονικά την περίοδο από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τον θάνατό του το 1959, συγκαταλέγονται αρκετά κοντσέρτα για διάφορα όργανα, γραμμένα κατόπιν παραγγελίας από σημαντικούς δεξιοτέχνες της εποχής εκείνης, στα οποία ο Villa-Lobos δεν χάνει την ευκαιρία να ενσωματώσει τυπικά χαρακτηριστικά της λαϊκής αλλά και της “δημοφιλούς” μουσικής της πατρίδος του, τα οποία βέβαια μεταδίδουν με αυτόν τον τρόπο τον “εξωτισμό” τους σε ένα διεθνές ακροατήριο. Τέτοια είναι και η περίπτωση του Δευτέρου κοντσέρτου για βιολοντσέλλο, μιας τετραμερούς συνθέσεως του 1953 για τον βραζιλιάνο-αμερικανό τσελλίστα Aldo Parisot, ο οποίος υπήρξε ο αποδέκτης της αφιερώσεως του έργου και ήταν ο πρώτος του ερμηνευτής, σε συναυλία της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης που δόθηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1955, υπό την διεύθυνση του Walter Hendl. Μάλιστα, δεδομένης της καταγωγής του Parisot από την περιοχή του Rio Grande do Norte, στο βορειοανατολικό άκρο της Βραζιλίας, ο συνθέτης αναζήτησε ένα μέρος της έμπνευσής του σε στοιχεία της ιδιαίτερης μουσικής παραδόσεως αυτής ακριβώς της περιοχής, τα οποία στο συγκεκριμένο έργο αναμειγνύονται σε ένα ύφος που είναι συγχρόνως εθνικό και νεοκλασσικό και όπου οι προσφιλείς στον Villa-Lobos αντιστικτικές τεχνικές συνδυάζονται προσέτι με την απαιτητικότατη γραφή για το σολιστικό όργανο.
Το εναρκτήριο μέρος του κοντσέρτου (Allegro non troppo) είναι και το πιο ανεπτυγμένο από τα τέσσερα, έστω και αν από δομικής πλευράς η συνήθης μορφή σονάτας υποκαθίσταται εν προκειμένω από μια χαλαρότερης παρατακτικής λογικής μακροδομική κατασκευή. Μια πρώτη θεματική ιδέα, ελεγειακού τόνου, αναπτύσσεται διαλογικά ανάμεσα στην ορχήστρα και το τσέλλο, σε ύφος που προσλαμβάνει απαγγελτική-αυτοσχεδιαστική ποιότητα. Αντιθέτως, η δεύτερη ενότητα διακρίνεται για την λυρική της διάθεση αλλά και τις έμμονες “κιθαριστικές” φιγούρες του σολιστικού οργάνου, που αναπτύσσονται σε μεγάλη έκταση, έως ότου φευγαλέες υπομνήσεις της αρχικής ιδέας οδηγήσουν στην εμφάνιση ενός τρίτου θεματικού στοιχείου, ζωηρής φολκλορικής αλλά και εμφαντικά αντιστικτικής τεχνοτροπίας, το οποίο εξυφαίνεται παράλληλα από το τσέλλο και την ορχήστρα. Η τελική επαναφορά του αρχικού θέματος δεν πραγματοποιείται ωστόσο υπό την έννοια μιας “επανεκθέσεως”, αφού σε αυτά τα συμφραζόμενα λειτουργεί περισσότερο ως αφορμή για την ανάπτυξη εντυπωσιακών σολιστικών περασμάτων, τα οποία επιστεγάζονται με μια δυναμική ορχηστρική κορύφωση, πριν την σολιστική – και δη πολυρυθμική – κατακλείδα του μέρους επί τη βάσει (ξανά) του αρχικού μοτιβικού υλικού.
Το αργό δεύτερο μέρος του έργου (Molto andante cantabile) παραπέμπει σε ένα είδος βραζιλιάνικης άριας σαλονιού που ονομάζεται “Modinha” και η οποία χαρακτηρίζεται από έναν έντονα συναισθηματικό χαρακτήρα, συχνές τροπικές εναλλαγές και κάποια άλλα ιδιαίτερα – θρηνητικά μελωδικά αλλά και τυπικά συνοδευτικά – γνωρίσματα. Έτσι, έπειτα από μια σύντομη ορχηστρική εισαγωγή, μάλλον ιμπρεσσιονιστικού “χρώματος”, το τσέλλο εξυφαίνει την “γλυκόπικρη” μελωδική του γραμμή με λεπταίσθητη ηχοχρωματική συνοδεία, διακοπτόμενο ουσιαστικά μονάχα από την ορχηστρική έναρξη της επαναφοράς των αρχικών θεματικών περιεχομένων, στο πλαίσιο μιας συμβατικής τριμερούς μακροδομικής διαρθρώσεως.
Τα δύο τελευταία μέρη του κοντσέρτου είναι εξαιρετικά σύντομα και συνδέονται μεταξύ τους με μια σχετικώς εκτενή σολιστική καντέντσα. Το τριμερές Scherzo (vivace), κατ’ αρχάς, εντυπωσιάζει με τα πλούσια ορχηστρικά του ηχοχρώματα αλλά και τον επίμονο χορευτικό του παλμό που είναι λαϊκής βραζιλιάνικης προελεύσεως. Η καντέντσα του τσέλλου, ακολούθως, συνδυάζει αναδρομές στις κύριες θεματικές ιδέες και των τριών προηγουμένων μερών με νέα δεξιοτεχνικά περάσματα και ενεργητικές φιγούρες. Τέλος, το Allegro energico είναι ένα σύντομο λαϊκότροπο ρόντο, το πνευματώδες κύριο θέμα του οποίου εκφέρεται πρώτα από την ορχήστρα και έπειτα από τον σολίστα, ενώ στην συνέχεια εναλλάσσεται με δύο διαλογικού τύπου επεισόδια καθώς και μιαν εξόχως σφριγηλή coda.
28.11.2008
© Ιωάννης Φούλιας