Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Μάριος
Βάρβογλης (1885-1967): Στοχασμός, για
ορχήστρα εγχόρδων
Στο πλαίσιο της περιορισμένης αλλά εκλεκτής εργογραφίας του Μάριου
Βάρβογλη, ενός από τους βασικούς εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής
Σχολής, ο αχρονολόγητος Στοχασμός για
ορχήστρα εγχόρδων παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον – όσο και άγνωστο, εν πολλοίς –
ιστορικό, το οποίο ξεκινά το 1929 και (κατά τρόπον αρκετά παράδοξο) από τον χώρο
της σκηνικής μουσικής. Την χρονιά εκείνη ανέβηκε από τον θίασο της “Ελευθέρας
Σκηνής” το δράμα του Ζαχαρία Παπαντωνίου Ο
όρκος του πεθαμένου με μουσική του Βάρβογλη, στην οποία συμπεριλαμβανόταν
μία σύντομη μουσική υπόκρουση για κουαρτέττο εγχόρδων υπό τον τίτλο “Στοχασμός
της Αρετής”. Παρά την παταγώδη αποτυχία που σημείωσε η μοναδική αυτή απόπειρα
του Παπαντωνίου στο θέατρο, η μουσική του Βάρβογλη διακρίθηκε για την ποιότητά
της, όπως άλλωστε φανερώνει και η δημοσίευση της παρτιτούρας ειδικά αυτού του
μικρού κομματιού το 1930, σε τεύχος του περιοδικού Μουσικά Χρονικά. Όμως ο συνθέτης θεωρούσε, προφανώς, ότι οι δυνατότητες
του δεδομένου μουσικού υλικού κάθε άλλο παρά είχαν εξαντληθεί. Έτσι, στα χρόνια
που ακολούθησαν – και οπωσδήποτε έως το 1936, έτος κατά το οποίο μαρτυρείται η
πρώτη συναυλιακή εκτέλεση του Στοχασμού στην
Αθήνα – ο “Στοχασμός της Αρετής” απετέλεσε την βάση ενός νέου, εκτενέστερου και
αυθυπόστατου πλέον έργου για ορχήστρα εγχόρδων, στο οποίο υπερρομαντικά και
φολκλορικά στοιχεία διαμορφώνουν από κοινού ένα αριστοτεχνικό δείγμα γραφής του
Βάρβογλη.
Η πρώτη ενότητα του Στοχασμού (Andante triste) αναπτύσσει ελεύθερα, με βαθύτατη μελαγχολία και λυρισμό, τα άκρως εκφραστικά μοτίβα του προγενέστερου κομματιού σκηνικής μουσικής, η χρωματικότητα των οποίων εισχωρεί τόσο βαθιά στον ευρύτερο πολυφωνικό ιστό, που μόλις και μετά βίας επιτρέπει να αναφανεί η τονική αφετηρία της ρε-ελάσσονος! Τουναντίον, η δεύτερη ενότητα (Allegretto ma non troppo) αίρει ευθύς εξ αρχής τον ελεγειακό τόνο της προηγούμενης “αναπόλησης” και παρενθέτει στο σημείο αυτό ζωηρότερες ελληνότροπες φιγούρες με αισθητά χορευτικό παλμό. Πρόκειται ασφαλώς για μιαν ευτυχή όσο και φευγαλέα “ανάμνηση”, καθ’ ότι τα εθνικά αυτά χαρακτηριστικά δεν αργούν τελικά να “εξαντληθούν” και να σβήσουν ολότελα υπό την συναισθηματική φόρτιση που επιφέρουν οι επανεισαγόμενες υπομνήσεις των αρχικών μοτίβων. Αυτό που απομένει, λοιπόν, στο τέλος δεν είναι τίποτε άλλο από μιαν ελάχιστα επανεπεξεργασμένη εκδοχή ολόκληρου του “Στοχασμού της Αρετής” (Molto lento), χάρη στην οποία τα θεματικά περιεχόμενα της πρώτης ενότητος φωτίζονται υπό διαφορετικό πλέον πρίσμα – σε περισσότερο ομοφωνική υφή και υπό την σαφή προοπτική του μείζονος τρόπου – έως ότου κατασταλάξουν σε ένα γαλήνιο αλλά και εμφανώς “αποξενωμένο” κλείσιμο.
03.10.2008
© Ιωάννης Φούλιας