Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ (1840-1893): Συναυλιακή φαντασία για πιάνο και ορχήστρα, σε Σολ-μείζονα, opus 56

Την άνοιξη του 1884 ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ άρχισε να σχεδιάζει ένα νέο έργο, δίχως ωστόσο να έχει εκ των προτέρων προσδιορίσει το είδος του. Από τα σχέδια αυτά προέκυψαν τελικά δύο έργα και μάλιστα αμφότερα σε όχι και τόσο συνηθισμένα μουσικά είδη: έτσι, αντί για μια συμφωνία είδε το φως η Τρίτη ορχηστρική σουΐτα, opus 55, ενώ στην θέση ενός κοντσέρτου για πιάνο εμφανίσθηκε η Συναυλιακή φαντασία για πιάνο και ορχήστρα, opus 56. Η τελευταία απασχόλησε τον συνθέτη διεξοδικότερα από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1884 και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 6 Μαρτίου του 1885 στην Μόσχα, με σολίστα στο πιάνο τον Σεργκέι Τανέγιεφ, τον πλέον έμπιστο μαθητή του Τσαϊκόφσκυ. Το ιδιότυπο αυτό έργο διαδόθηκε γρήγορα, χάρη και στην μεταγραφή του για δύο πιάνα που είχε κυκλοφορήσει ήδη από τα τέλη του 1884, όμως, περιέργως, με την έλευση του 20ού αιώνος εξαφανίσθηκε από το συναυλιακό ρεπερτόριο, στο οποίο επανεισάγεται περιστασιακώς κατά τα τελευταία μονάχα χρόνια.

Τα δύο μέρη της φαντασίας αυτής συγκροτούν από κοινού ένα ολοκληρωμένο – αν και αρκετά ασυνήθιστο – κοντσέρτο για πιάνο. Το πρώτο μέρος (Quasi rondo: Andante mosso), παρά τον προσδιορισμό του, έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση προς την μορφή σονάτας απ’ ό,τι με οιονδήποτε τύπο ρόντο. Ίσως το “quasi rondo” να αναφέρεται στον χαρακτήρα των θεματικών ιδεών, οι οποίες παραπέμπουν κατά μίαν έννοια περισσότερο σε ένα τελικό παρά σε ένα εναρκτήριο μέρος κοντσέρτου. Κατά τα άλλα, όμως, η ορχήστρα – συνοδευόμενη από ένα σημείο και έπειτα και από το πιάνο – εκθέτει αρχικά ένα χαριτωμένο κύριο θέμα στην Σολ-μείζονα, κατόπιν στρέφεται προς πιο ανάλαφρες μεταβατικές φιγούρες, τις οποίες επαναλαμβάνει και ο σολίστας, ενώ αργότερα ένα εκφραστικό πλάγιο θέμα στην Ρε-μείζονα παρουσιάζεται τόσο από το πιάνο όσο και από την ορχήστρα, για να ακολουθηθεί τελικά και από μια σειρά εμφαντικότερων καταληκτικών περασμάτων. Η τυπική αυτή έκθεση σονάτας βρίσκει το αντίβαρό της στο τέλος του μέρους, σε μιαν αυτούσια επανέκθεση, όπου βέβαια όλα τα πλάγια και καταληκτικά θεματικά στοιχεία μεταφέρονται πλέον στην αρχική τονικότητα (υπάρχει επίσης μια προαιρετική coda για πιάνο και ορχήστρα, η οποία όμως διαδέχεται την επανέκθεση μόνο σε περίπτωση που παραβλεφθεί καθ’ ολοκληρίαν το δεύτερο μέρος του έργου – πράγμα που συνήθως δεν συμβαίνει στις σύγχρονες εκτελέσεις του). Εντούτοις, στην θέση της αναμενόμενης κεντρικής επεξεργασίας, ο Τσαϊκόφσκυ εισάγει μιαν εκτενή σολιστική καντέντσα-φαντασία, πλούσια σε φανταχτερά δεξιοτεχνικά περάσματα αλλά και εστιασμένη παράλληλα σε μια νέα λυρική ιδέα, η οποία αναπτύσσεται και παραλλάσσεται σε πολλά διαφορετικά τονικά περιβάλλοντα, με τους πλέον ευφάνταστους τρόπους και προσλαμβάνοντας πληθώρα διαφορετικών διαθέσεων.

Οι “αντιθέσεις” (Contrastes), ήτοι το δεύτερο μέρος της Συναυλιακής φαντασίας, συνενώνουν και αντιπαραθέτουν με πρωτότυπο τρόπο ένα αργό και ένα γρήγορο τελικό μέρος κοντσέρτου. Το αργό πρώτο σκέλος (Andante cantabile) αυτού του δισυπόστατου μέρους ανοίγει με μια θαυμάσια ελεγεία σε σολ-ελάσσονα, η πρώτη δομική φράση της οποίας παρουσιάζεται αποκλειστικά από το πιάνο, ενώ στην παρεμφερή δεύτερη φράση της συμπράττει και ένα βιολοντσέλλο. Ο χαρακτήρας μουσικής δωματίου αυτού του πρώτου τμήματος αίρεται με την είσοδο της ορχήστρας στο ενδιάμεσο αντιθετικό τμήμα που ακολουθεί και όπου μια γαλήνια και απλούστατη νέα ιδέα κάνει την εμφάνισή της στην Σι-ύφεση- αλλά και στην Ρε-μείζονα, πριν την επαναφορά της αρχικής ελεγείας από το όμποε, η οποία τώρα εμπλουτίζεται με διακριτικά πιανιστικά περάσματα και στην εξέλιξή της ποικίλλεται ηχοχρωματικά με την εκλεκτική αξιοποίηση και άλλων οργάνων της ορχήστρας. Κατά τρόπον ιδιαίτερα πνευματώδη, ωστόσο, λίγο προτού ολοκληρωθεί, η ελεγειακή αυτή ιδέα διακόπτεται επανειλημμένως από σύντομες “προαναγγελίες” του ζωηρού κυρίου θέματος του επερχόμενου Molto vivace. Το δεύτερο αυτό σκέλος του μέρους δεν αργεί τελικά να εκτοπίσει ό,τι έχει προηγηθεί, εισβάλλοντας βίαια με την διονυσιακή ορμή του, προκειμένου να εκθέσει αφ’ ενός μεν ένα χορευτικό και χιουμοριστικό θέμα στην Σολ-μείζονα και αφ’ ετέρου ένα εκτενέστερο πλάγιο θέμα, που μέσα από τις συνεχείς εναλλαγές των “νευρωτικών” και των λυρικών στιγμών του οδηγείται σε παράφορες καταληκτικές χειρονομίες στην Ρε-μείζονα. Σε αυτό το σημείο έχει ήδη διαμορφωθεί μία πλήρης έκθεση σονάτας σε γρήγορη χρονική αγωγή, όμως οι πραγματικές προθέσεις του συνθέτη αποδεικνύονται εξόχως αντισυμβατικές στην συνέχεια: έτσι, ενώ με τον σολιστικό ήχο του κόρνου η πρώτη φράση της αρχικής ελεγείας ανακαλείται δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις στην σολ-ελάσσονα (Allegro moderato), κατά την μετέπειτα επαναφορά της δεύτερης δομικής φράσεως από τα ξύλινα πνευστά της ορχήστρας το πιάνο επανεκθέτει αντιστικτικά προς αυτά το κύριο θέμα του γοργού σκέλους του σύνθετου αυτού μέρους! Έπειτα από την αναπάντεχη αυτή εξέλιξη, η επανέκθεση και των υπολοίπων πλαγίων και καταληκτικών θεματικών στοιχείων στην Σολ-μείζονα σίγουρα δεν προξενεί τόση εντύπωση, όση η διόλου αναμενόμενη τονική επίλυση και της γαλήνιας ορχηστρικής ιδέας του ενδιάμεσου τμήματος της αρχικής ενότητος, με την οποία διαμορφώνεται η τελευταία έντονη αντίθεση στο πολύπτυχο αυτό μέρος, πριν την εμφάνιση της ενεργητικότατης coda (Vivace) που, εξυφαίνοντας ένα παράλλαγμα του εναρκτήριου θέματος του πρώτου μέρους, προσφέρει ένα λαμπρό καταληκτικό επιστέγασμα στο εμπνευσμένο αυτό έργο.

01.08.2008


© Ιωάννης Φούλιας