Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόβσκυ [Пётр Ильич Чайковский] (1840-1893): Μελαγχολική σερενάτα, σε σι-ύφεση-ελάσσονα, για βιολί και ορχήστρα, opus 26
Στις αρχές του 1875 ο Τσαϊκόβσκυ γνώρισε προσωπικά τον ούγγρο βιολονίστα Leopold Auer (1845-1930), ο οποίος σταδιοδρομούσε με επιτυχία στην Ρωσία, και του υποσχέθηκε να γράψει κάτι γι’ αυτόν. Αμέσως λοιπόν μόλις αποπεράτωσε το περίφημο πρώτο του κοντσέρτο για πιάνο (opus 23), αφιέρωσε λίγο χρόνο, τον Φεβρουάριο του 1875, για να συνθέσει και την Μελαγχολική σερενάτα – και μάλιστα στην ίδια ακριβώς τονικότητα με το προηγούμενο έργο του για σολιστικό όργανο και ορχήστρα. Ο Auer υπήρξε εύλογα και ο αποδέκτης της αφιερώσεως στην έκδοση του εν λόγω κομματιού που κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα, καίτοι η πρώτη του εκτέλεση, στις 28 Ιανουαρίου 1876 στην Μόσχα, πραγματοποιήθηκε από έναν άλλον βιολονίστα, τον Αντόλφ Νταβίντοβιτς Μπρόντσκυ (1851-1929), προτού ο ίδιος ο Auer το παρουσιάσει δημόσια για πρώτη φορά στην Αγία Πετρούπολη, στις 18 Νοεμβρίου 1876. Επιπλέον, όταν κατά τα τέλη του 1878 ο Τσαϊκόβσκυ πρότεινε στον Auer να γίνει ο πρώτος ερμηνευτής του κοντσέρτου του για βιολί (opus 35), εκείνος όχι μόνον αρνήθηκε αλλά και επέκρινε έντονα το νέο έργο, ερχόμενος έτσι σε ρήξη με τον συνθέτη.
Η Μελαγχολική σερενάτα είναι ένα σύντομο και απέριττο κομμάτι χαρακτήρος για βιολί και ορχήστρα (ή πιάνο, σε αυθεντική μεταγραφή του Τσαϊκόβσκυ), το οποίο εντάσσεται στην παράδοση της ρομάντσας για βιολί και ορχήστρα που γνώρισε αξιοπρόσεκτη διάδοση από τον Beethoven και έπειτα. Η σύνθεση του Τσαϊκόβσκυ βασίζεται σε έναν τυπικό τριμερή μακροδομικό σχεδιασμό, αλλά ξεκινά με μια μικρή εισαγωγή από την ορχήστρα, η επικεφαλής θεματική ιδέα της οποίας διατυπώνεται αρχικά στην Ρε-ύφεση-μείζονα, για να επαναληφθεί όμως αμέσως μετά και στην κύρια τονικότητα της σι-ύφεση-ελάσσονος. Ανταποκρινόμενη, συνεπώς, σε αυτήν την αρνητικά φορτισμένη αρμονική εξέλιξη, η βασική μελωδία του βιολιού που ακολουθεί προσλαμβάνει έναν ελεγειακό χαρακτήρα, τον οποίον και διατηρεί καθ’ όλην την διάρκεια της πρώτης ενότητος του κομματιού, παρά την παροδική μεσολάβηση ενός αντιθετικού τμήματος που ανακαλεί το εναρκτήριο μοτίβο της εισαγωγής και το αναπτύσσει περαιτέρω εν είδει κανόνος ανάμεσα στο βιολί και τα τσέλλα ή – λίγο αργότερα – το πρώτο κόρνο. Απεναντίας, η επόμενη δομική ενότητα εξυφαίνει το μελωδικό της υλικό με πιο αισιόδοξη διάθεση και σε μια πορεία από την Σολ-ύφεση-μείζονα προς την Σι-ύφεση-μείζονα που σταδιακά ενεργοποιεί ολοένα και περισσότερες ορχηστρικές δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, έπειτα από ένα σύντομο σολιστικό πέρασμα εν είδει καντέντσας, τα θεματικά περιεχόμενα της πρώτης ενότητος επαναδιατυπώνονται στο σύνολό τους στην αρχική τονικότητα και με νέες ευρηματικές ενορχηστρωτικές πινελιές· ως εκ τούτου, ακόμη και η κυκλική αναδρομή στην εισαγωγική ιδέα, με την οποίαν ανοίγει η coda, μοιάζει ανήμπορη πλέον να άρει τον μελαγχολικό χαρακτήρα της σύνθεσης, που αργοσβήνει με ευάριθμες όψιμες αναμνήσεις της κεφαλής του βασικού της θέματος.
17.12.2016
© Ιωάννης Φούλιας