Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ (1840-1893): Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1, σε σι-ύφεση-ελάσσονα, opus 23

Κατά τα τέλη Οκτωβρίου του 1874 ο ρώσος συνθέτης Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ σκεφτόταν σοβαρά την δημιουργία ενός κοντσέρτου για πιάνο, είδος με το οποίο δεν είχε μέχρι τότε καταπιασθεί. Έτσι, όταν τον Νοέμβριο η ιδέα αυτή είχε πλέον ωριμάσει αρκετά στο μυαλό του, ξεκίνησε να την υλοποιεί και, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αρχικά, στις 21 Δεκεμβρίου είχε κιόλας ολοκληρώσει τον σχεδιασμό του νέου του έργου. Τρεις ημέρες αργότερα, λοιπόν, το παρουσίαζε με υπερηφάνεια στους επιφανείς καθηγητές του Ωδείου της Μόσχας Νικολάι Ρούμπινσταϊν και Νικολάι Χούμπερτ, έχοντας την πρόθεση να το αφιερώσει στον πρώτο εξ αυτών. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν διόλου όπως τα υπολόγιζε ο συνθέτης· απεναντίας, ο Ρούμπινσταϊν προέβη σε μια σφοδρότατη κριτική, στηλιτεύοντας το έργο ως κοινότοπο, κακογραμμένο, ανεπαρκές, συνθετικά φτωχό και εν τέλει μη εκτελέσιμο, και προτείνοντας μια σειρά θεμελιωδών αλλαγών επί των σχεδιασμάτων, τις οποίες ο Τσαϊκόφσκυ απέρριψε – βαθιά πληγωμένος από την στάση και τα σχόλια του Ρούμπινσταϊν – και αποπεράτωσε το κοντσέρτο του όπως το είχε ο ίδιος φαντασθεί έως τις 9 Φεβρουαρίου του 1875. Στην συνέχεια, έστειλε την παρτιτούρα του έργου στον μεγάλο δεξιοτέχνη του πιάνου Hans von Bülow, ο οποίος δεν περιορίσθηκε μονάχα στο να εκφράσει τα θερμά του συγχαρητήρια προς τον Τσαϊκόφσκυ, αλλά ήταν και ο πρώτος που το παρουσίασε ενώπιον κοινού, στις 25 Οκτωβρίου 1875 στην Βοστώνη, με εξαιρετική επιτυχία. Ήδη πριν το τέλος του ιδίου έτους, το Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκυ είχε προλάβει να εκτελεσθεί τόσο στην Αγία Πετρούπολη όσο και στην Μόσχα, ενώ κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια καθιερώθηκε διεθνώς ως μία από τις δημοφιλέστερες συνθέσεις του, βρίσκοντας μάλιστα έναν από τους ιδανικότερους ερμηνευτές της στο πρόσωπο του… μεταμελημένου Νικολάι Ρούμπινσταϊν! Η παρτιτούρα του έργου εκδόθηκε αρχικά το 1875 με αφιέρωση στον Hans von Bülow, αλλά επανακυκλοφόρησε το 1879, έπειτα από μια πρώτη αναθεώρηση εκ μέρους του συνθέτη, και τελικά έλαβε την οριστική της μορφή τον Δεκέμβριο του 1888. Δίχως αμφιβολία, το κοντσέρτο αυτό συνιστά ένα από τα κορυφαία έργα στο είδος του, καθώς επιτυγχάνει να συνδυάσει αριστοτεχνικά τον μεστό συμφωνισμό του Τσαϊκόφσκυ με ένα εξαιρετικά απαιτητικό πιανιστικό μέρος, που ουδέποτε έπαυσε να αποτελεί μια πρώτης τάξεως πρόκληση για κάθε μεγάλο δεξιοτέχνη εκτελεστή του οργάνου. Η τεράστια επιτυχία αυτού του έργου είχε πάντως και μια δυσάρεστη παρενέργεια: την επισκίαση όλων των υπόλοιπων συνθέσεων για πιάνο και ορχήστρα του Τσαϊκόφσκυ, οι αρετές και η πρωτοτυπία των οποίων προσκρούουν συνήθως στην άγνοια του κοινού, της συντριπτικής πλειονότητας των σολιστών αλλά και πολλών ειδημόνων.

Το πρώτο μέρος του περίφημου αυτού κοντσέρτου ανοίγει παραδόξως με μιαν εκτενή και ασυνήθιστη εισαγωγή, σε γοργή χρονική αγωγή (Allegro non troppo e molto maestoso) και με την σχεδόν άμεση ορχηστρική και σολιστική παρουσίαση ενός πασίγνωστου μουσικού θέματος στην Ρε-ύφεση-μείζονα, δηλαδή στην σχετική της βασικής τονικότητος του έργου! Το θέμα αυτό είναι μάλιστα τόσο επιβλητικό, που έχει εντυπωθεί στην συνείδηση των απανταχού ακροατών ως το αντιπροσωπευτικότερο όλου του έργου, παρ’ ότι εμφανίζεται μόνον εντός του (λειτουργικά δευτερεύοντος) εισαγωγικού τμήματος του πρώτου μέρους, το οποίο συνεχίζεται με μιαν άκρως επιδεικτική καντέντσα του πιάνου, έπειτα αποκαθιστά με λαμπρότητα το αρχικό του θέμα και τελικά στρέφεται προς την δεσπόζουσα της σι-ύφεση-ελάσσονος, προετοιμάζοντας έτσι φυσιολογικά το αναμενόμενο Allegro con spirito σε μορφή σονάτας. Το ζωηρό και αγωνιώδες κύριο θέμα, που εκτίθεται κατ’ αρχάς από το πιάνο, έπειτα εξυφαίνεται στα ξύλινα πνευστά και τελικά επιστρέφει παρηλλαγμένο (με ιδιαίτερη ορμή, αν και σταθερά σε χαμηλή δυναμική ένταση) στο σολιστικό μέρος, είναι εμπνευσμένο από μιαν ουκρανική λαϊκή μελωδία, την οποία ο Τσαϊκόφσκυ έτυχε κάποτε να ακούσει τραγουδισμένη από έναν τυφλό επαίτη. Ακολουθούν δύο πλάγιες θεματικές ιδέες στην Λα-ύφεση-μείζονα (την σχετική της ελάσσονος δεσπόζουσας!), οι οποίες χαρακτηρίζονται από ήπιο λυρισμό αλλά και από μια φυγόκεντρη αρμονική ροπή που καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα την μετέπειτα εξύφανση της πρώτης από αυτές με μιαν αναπάντεχη κατάληξη στην ντο-ελάσσονα, όπου παρεμβάλλεται ένα εξόχως δραματικό ξέσπασμα πριν την γαλήνια επιστροφή της δεύτερης πλάγιας ιδέας και την οριστική επανεδραίωση της Λα-ύφεση-μείζονος. Όμως και η τελευταία αυτή ιδέα υπόκειται αμέσως μετά σε εντυπωσιακή ανάπτυξη, όταν στο αμιγώς ορχηστρικό πρώτο τμήμα της επεξεργασίας έρχεται σε αντιπαράθεση με τα μοτίβα του κυρίου θέματος, αφομοιώνοντας γρήγορα όλη την παράφορη ενέργειά τους. Η τρομακτική κλιμάκωση της ορχήστρας διακόπτεται, παρ’ όλα αυτά, από τον σολίστα, ο οποίος σύντομα αναστοχάζεται με νοσταλγία την πρώτη πλάγια θεματική ιδέα και διαμορφώνει σταδιακά από το μοτιβικό της υλικό μια νέα μελωδική φράση, την οποία κατόπιν αναπτύσσει διαλογικά με την ορχήστρα σε συνεχή επίταση. Τελικά, η επεξεργασία ολοκληρώνεται περίπου όπως άρχισε, ήτοι με εναλλαγές της δεύτερης πλάγιας ιδέας και του κυρίου θέματος, τα στοιχεία του οποίου αποδεικνύονται πλέον επικρατέστερα και οδηγούν σε μια συνοπτική επανέκθεσή του (με την ανάκληση μόνο του τελευταίου τμήματος της αυθεντικής τριμερούς εκδοχής του κυρίου θέματος) στην σι-ύφεση-ελάσσονα. Αντιθέτως, αμφότερες οι πλάγιες θεματικές ιδέες διευρύνονται κατά την επαναφορά τους στην ομώνυμη Σι-ύφεση-μείζονα και εμφανίζονται πλέον τελείως ανεξάρτητα η μία από την άλλη: η πρώτη, μάλιστα, οδηγείται εκ νέου σε κλιμάκωση, η οποία όμως δεν εκφεύγει τώρα του δεδομένου τονικού πλαισίου και χρησιμεύει περισσότερο ως προετοιμασία μιας εμβόλιμης σολιστικής καντέντσας (η οποία περιλαμβάνει περαιτέρω αναφορές στις δύο πλάγιες θεματικές ιδέες), ενώ η δεύτερη προεκτείνεται – εν είδει coda – από ένα σημείο και έπειτα, με μια σειρά θεαματικών σολιστικών περασμάτων και ηχηρών “επιδοκιμασιών” εκ μέρους της ορχήστρας.

Τα άλλα δύο μέρη του έργου είναι πολύ συντομότερα του πρώτου. Το Andantino simplice σε Ρε-ύφεση-μείζονα, ειδικότερα, είναι γραμμένο σε τριμερή ασματική μορφή και το βασικό θέμα του έγκειται σε μια ποιμενικού χαρακτήρος μελωδία, η οποία αρχικά παρουσιάζεται από ένα φλάουτο και από το πιάνο με λιτότατη συνοδεία, έπειτα εκτοπίζεται από νέες, πιο ρευστές και ενεργητικές φιγούρες στο πλαίσιο ενός ενδιάμεσου αντιθετικού τμήματος, για να επανεισαχθεί αργότερα – συνοδευόμενη μέχρι ενός σημείου και από τις φιγούρες αυτές – από δύο βιολοντσέλλα και ένα όμποε. Τελείως διαφορετικής διάθεσης, απεναντίας, είναι η ζωηρή και τονικώς ασταθής κεντρική ενότητα (Allegro vivace assai), η οποία φέρει εμφανή χαρακτηριστικά ενός scherzo, με τα ανάλαφρα αστραπιαία περάσματα του πιάνου και την παράθεση ενός εύθυμου γαλλικού τραγουδιού από την ορχήστρα, προτού η μεμονωμένη επαναφορά της αρχικής μελωδίας από το πιάνο και η μετέπειτα ρευστοποίησή της στην coda αποκαταστήσουν πλήρως τον αρχικό τόνο του αργού αυτού μέρους.

Φολκλορικού χαρακτήρος – και, συγκεκριμένα, ουκρανικής προελεύσεως – είναι το σπινθηροβόλο επωδικό (κύριο) θέμα του τελικού Allegro con fuoco σε σι-ύφεση-ελάσσονα, που παρουσιάζεται κυρίως από το πιάνο. Με την ολοκλήρωση της τριμερούς δομής του, η ορχήστρα ανοίγει με πολύ δυναμικό τρόπο μια μετάβαση προς το σύντομο πλάγιο θέμα που ακολουθεί στην τονικότητα της Ρε-ύφεση-μείζονος και διέπεται από βαθύ μελωδικό λυρισμό, ιδίως όταν εκτίθεται για πρώτη φορά από τα βιολιά. Καθώς το μέρος αυτό είναι γραμμένο σε μια μεικτή μορφή ρόντο και σονάτας χωρίς επεξεργασία, το εναρκτήριο τμήμα του κυρίου θέματος δεν αργεί να διαδεχθεί το πλάγιο θέμα, πλην όμως τα υπόλοιπα τμήματά του υποκαθίστανται κατά την (ημιτελή) πρώτη αυτή επαναφορά του από ανάπτυξη του μοτιβικού του υλικού, η οποία μάλιστα γίνεται σε συνδυασμό και με μια νέα, πολύ χαρακτηριστική παρεστιγμένη φιγούρα. Η αρχική διαδοχή των θεματικών στοιχείων αποκαθιστάται πάντως με την επανεμφάνιση του μεταβατικού τμήματος και την ελαφρώς τροποποιημένη μεταφορά του πλαγίου θέματος στην Μι-ύφεση-μείζονα, ενώ η μετέπειτα δεύτερη επαναφορά του επωδικού θέματος είναι πλέον πλήρης. Όμως το μέρος έχει ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει στο πλαίσιο μιας αναλογικά τεράστιας coda, η οποία ξεκινά την πορεία της με εναλλαγές αποσπασματικών αναφορών στο πλάγιο και στο κύριο θέμα πάνω από ένα ατέρμονο “μουρμουρητό” του πιάνου, στην συνέχεια ανακαλεί και την παρεστιγμένη φιγούρα του εμβόλιμου αναπτυξιακού τμήματος, συνδυάζοντάς την με μιαν ανιούσα αλυσιδοποίηση του επικεφαλής μοτίβου του πλαγίου θέματος και, τελικά, με την μεσολάβηση ενός ορμητικού σολιστικού περάσματος, βρίσκει το επιστέγασμά της σε μιαν αποθεωτική αναδρομή στο πλάγιο θέμα στην Σι-ύφεση-μείζονα, λίγο προτού περατωθεί πανηγυρικά, με επάλληλες λαμπρές δεξιοτεχνικές χειρονομίες του πιάνου αλλά και σποραδικές ορχηστρικές υπομνήσεις του κυρίου θέματος.

14.10.2008


© Ιωάννης Φούλιας