Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ (1840-1893): Ρωμαίος και Ιουλιέττα, εισαγωγή-φαντασία για ορχήστρα

Στα τέλη της δεκαετίας του 1860, όταν ο Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ ήταν ακόμη ένας πολλά υποσχόμενος συνθέτης και καθηγητής αρμονίας στο Ωδείο της Μόσχας, συναναστρεφόταν εκπροσώπους της Ρωσικής Εθνικής Μουσικής Σχολής και ιδίως τον πρωτεργάτη της “Ομάδας των Πέντε”, τον Μίλι Αλεξέγιεβιτς Μπαλακίρεφ, ο οποίος επιδείκνυε ζωηρό ενδιαφέρον για το έργο των νεαρών ταλαντούχων ομοτέχνων του. Θέλοντας λοιπόν να εκφράσει την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη του προς αυτόν, ο Τσαϊκόφσκυ τού έστειλε το 1868 την παρτιτούρα της συμφωνικής του φαντασίας Fatum (Πεπρωμένο), την οποία είχε συνθέσει λίγο νωρίτερα, με αφιέρωση στο πρόσωπό του. Ο Μπαλακίρεφ δέχθηκε με ευχαρίστηση την αφιέρωση αυτή, δίχως όμως να παραλείψει να επισημάνει και τις σοβαρές αδυναμίες του νεανικού αυτού έργου, ενώ ο Τσαϊκόφσκυ, από την άλλη πλευρά, εκτιμώντας ιδιαίτερα την ειλικρινή και εποικοδομητική κριτική του εμπειρότερου συναδέλφου του, συνέχισε να αλληλογραφεί τακτικά μαζί του. Έτσι, τον επόμενο χρόνο, ο Μπαλακίρεφ πρότεινε στον Τσαϊκόφσκυ – ο οποίος, εν τω μεταξύ, μεμψιμοιρούσε πως είχε χάσει πια την έμπνευσή του – να γράψει ένα συμφωνικό έργο βασισμένο στον Ρωμαίο και Ιουλιέττα του Σαίξπηρ, συνιστώντας του ως πρότυπο την δική του Εισαγωγή στον Βασιλέα Ληρ (από την σκηνική μουσική που είχε συνθέσει για το ομώνυμο σαιξπηρικό δράμα) και δίνοντάς του πολλές – και μάλιστα καθοριστικής σημασίας – ιδέες γύρω από την δομή και τα περιεχόμενα του σχεδιαζόμενου έργου. Ο Τσαϊκόφσκυ αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την πρόκληση αυτή και, ενστερνιζόμενος αρκετές από τις υποδείξεις του Μπαλακίρεφ, ολοκλήρωσε εντός του 1869 την πρώτη εκδοχή της προγραμματικής του εισαγωγής, την οποία και αφιέρωσε στον μέντορά του. Όμως οι εντυπώσεις του τελευταίου ήταν ανάμεικτες και οι περισσότερες από τις αρνητικές του επισημάνσεις φάνηκαν εύλογες και στον Τσαϊκόφσκυ μετά την πρώτη εκτέλεση του έργου του στις 16 Μαρτίου 1870 στην Μόσχα. Ως εκ τούτου, ο συνθέτης αναθεώρησε σε σημαντικό βαθμό την παρτιτούρα του την ίδια κιόλας χρονιά και της έδωσε μια νέα μορφή, την οποία ο Μπαλακίρεφ βρήκε εμφανώς βελτιωμένη αλλά και κάπως αδύναμη στην κατάληξή της. Η δεύτερη αυτή εκδοχή παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 17 Φεβρουαρίου 1872 στην Αγία Πετρούπολη και σύντομα άρχισε να διαδίδεται και στο εξωτερικό, συναντώντας εντούτοις μάλλον χλιαρή υποδοχή. Δέκα χρόνια μετά την πρώτη αναθεώρηση του έργου του, λοιπόν, ο Τσαϊκόφσκυ επανεπεξεργάσθηκε την κατάληξή του και προσέθεσε σε αυτό τον διττό προσδιορισμό “εισαγωγή-φαντασία”. Η τελική αυτή εκδοχή του 1880 ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά μόλις την πρωτομαγιά του 1886 στην Τιφλίδα, αλλά σιγά-σιγά καθιερώθηκε στο διεθνές ρεπερτόριο (εκτοπίζοντας την αμέσως προηγούμενη) και έφθασε να αποτελεί πλέον ένα από τα γνωστότερα και δημοφιλέστερα έργα του Τσαϊκόφσκυ.

Ένα “στοίχημα” που κέρδισε ο συνθέτης στην προκειμένη περίπτωση ήταν η δημιουργία ενός προγραμματικού έργου με “αυστηρή” δομική οργάνωση. Πράγματι, η εισαγωγή-φαντασία Ρωμαίος και Ιουλιέττα, παρ’ ότι βασίζεται σε μιαν αρκετά τυπική μορφή σονάτας (που περιβάλλεται από αργό εισαγωγικό τμήμα και εκτενή coda), επιτυγχάνει την ίδια στιγμή να αποδώσει γλαφυρά ορισμένα από τα ουσιαστικότερα “σημεία” της ομώνυμης σαιξπηρικής τραγωδίας. Η αργή εισαγωγή (Andante non tanto, quasi moderato) ανοίγει ευλαβικά με ένα ήσυχο χορικό στην φα-δίεση-ελάσσονα, αντιπροσωπευτικό της σεβάσμιας μορφής του Πατέρα Λαυρέντιου, συνεχίζεται με ζοφερές χειρονομίες των εγχόρδων που παραπέμπουν στην τελική σκηνή του τάφου και καταλήγει σε ένα τρίτο θεματικό στοιχείο, η γαλήνια όσο και υπερβατική διάθεση του οποίου κατανοείται πρωτίστως σε συνάφεια με την τελική έκβαση του έργου. Οι τρεις αυτές ηχητικές απεικονίσεις επαναλαμβάνονται στην συνέχεια παρηλλαγμένες και σε μεταφορά κατά ένα ημιτόνιο χαμηλότερα, προτού οι δύο πρώτες εξυφανθούν περαιτέρω, προσλαμβάνοντας συγχρόνως περισσότερη ένταση καθώς το αργό αυτό εισαγωγικό τμήμα τείνει να ολοκληρωθεί. Έτσι, με την έναρξη του Allegro giusto κάνει την θυελλώδη εμφάνισή του το κύριο θέμα στην σι-ελάσσονα, το οποίο δεν περιγράφει μόνο τις τεταμένες σχέσεις και την αντιπαλότητα των Μοντέγων και των Καπουλέτων, αλλά αναπαριστά έξοχα και όλο το μένος της βεντέτας στην οποίαν έχουν εμπλακεί οι δύο αυτές οικογένειες, που κορυφώνεται με τις σχεδόν ρεαλιστικές κλαγγές των σπαθιών τους και την τρομακτική παλινόρθωση του αρχικού θεματικού πυρήνα! Μόλις όμως η σφοδρότητα του κυρίου θέματος καταλαγιάσει, έρχεται η ώρα για την παρουσίαση μιας από τις διασημότερες μελωδίες στην συνολική ιστορία της μουσικής: του ερωτικού θέματος, που εκτίθεται σκόπιμα στην απομεμακρυσμένη τονικότητα της Ρε-ύφεση-μείζονος, αφού τα αισθήματα που τρέφουν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα είναι τελείως αποστασιοποιημένα από την εχθρική ατμόσφαιρα που τους περιβάλλει. Το πλάγιο αυτό θέμα εξελίσσεται με λυρισμό και ηδυπάθεια, προτού τελικά σβήνει τρυφερά σε μιαν αιθέρια αύρα.

Η ακόλουθη επεξεργασία αφιερώνεται αποκλειστικά στην διαρκή διένεξη των δύο αντιμαχόμενων οικογενειών και έτσι τα μοτίβα του κυρίου θέματος υπόκεινται εδώ σε νέους μετασχηματισμούς, ενόσω συνδυάζονται αντιστικτικά και με την πρώτη θεματική ιδέα της εισαγωγής, η οποία πλέον μεταμορφώνεται από ήσυχο χορικό σε κραταιό θούριο. Καθώς δε η μετατροπική πορεία επαναπροσεγγίζει την αρχική τονικότητα, οι μουσικές χειρονομίες γίνονται ολοένα και δριμύτερες, οδηγώντας φυσιολογικά στην επανέκθεση μόνο των λυσσαλέων και στιβαρών τελευταίων τμημάτων του κυρίου θέματος. Από την πλευρά του, το πλάγιο θέμα επανεκτίθεται κατόπιν στην σχετική Ρε-μείζονα, συνοδευόμενο όμως και από ανήσυχα μοτίβα του κυρίου θέματος, τα οποία τελικά διακόπτουν την ερωτική έκσταση της αλησμόνητης μελωδίας, λίγο προτού αυτή ολοκληρωθεί πτωτικά, και συμπαρασύρουν τα κομμάτια της στην δίνη της οικογενειακής βεντέτας. Η coda του έργου έχει ήδη ξεκινήσει και το κύριο θέμα επανακάμπτει στην σι-ελάσσονα με όλη του την βιαιότητα, οδηγώντας τους δύο απελπισμένους εραστές στην αυτοκτονία. Υπομνήσεις του ερωτικού τους θέματος εξακολουθούν, παρ’ όλα αυτά, να ηχούν σε ένα είδος πένθιμου εμβατηρίου (Moderato assai), που παράλληλα ανακαλεί και την υφή της δεύτερης ιδέας της αργής εισαγωγής, ενώ έπειτα και από την επιτάφια “περισυλλογή” ενός συνόλου πνευστών, το μελωδικό του περίγραμμα αναπολείται για τελευταία φορά στην Σι-μείζονα, σε συνδυασμό με στοιχεία της τρίτης ιδέας του εισαγωγικού τμήματος, ως σύμβολο της εξιλέωσης των εγκόσμιων παθών δια του τραγικού θανάτου των δύο νεαρών πρωταγωνιστών.

07.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας