Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Μίκης
Θεοδωράκης (γεν. 1925): Ελεγείο και
θρήνος στον Βασίλη Ζάννο, για μεγάλη συμφωνική ορχήστρα
Την περίοδο του εμφυλίου, ο Μίκης Θεοδωράκης υφίστατο αλλεπάλληλες διώξεις και εκτοπισμούς στην Ικαρία και την Μακρόνησο εξαιτίας των αριστερών πολιτικών του φρονημάτων· παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε κατά διαστήματα τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, ενώ ουδέποτε διέκοψε την τότε πολλά υποσχόμενη ακόμη συνθετική του εργασία. Το καλοκαίρι του 1948 βρισκόταν για δεύτερη φορά εξόριστος στην Ικαρία, όταν σε διάστημα ελάχιστων ημερών πληροφορήθηκε τον θάνατο δύο ιδιαίτερα προσφιλών του προσώπων: του ανθυπολοχαγού Μάκη Καρλή, ο οποίος σκοτώθηκε από έκρηξη νάρκης, και του ομοϊδεάτη συντρόφου του Βασίλη Ζάννου, που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο συνθέτης, συγκλονισμένος από τον τραγικό χαμό των δύο αυτών φίλων του, άρχισε να σχεδιάζει ένα συμφωνικό έργο, με το οποίο επεδίωκε να εκφράσει όλη την οδύνη του για τα θύματα αμφοτέρων των αντιμαχόμενων πλευρών. Μια πρώτη γραφή του Ελεγείου αυτού παίχθηκε κατά την εξορία του στην Μακρόνησο τον Φεβρουάριο του 1949 σε διασκευή για βιολιά, μαντολίνα και κιθάρες, όμως ο Θεοδωράκης εξακολουθούσε να επεξεργάζεται το υλικό του ακόμη και κατά τα έτη 1950-1951 στην Αλεξανδρούπολη, την Θεσσαλονίκη και τελικά στα Χανιά, όπου το Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο έλαβε την οριστική του μορφή στις 23 Μαρτίου 1951. Η πρώτη δημόσια εκτέλεση του έργου πραγματοποιήθηκε με αρκετή επιτυχία στην Αθήνα, σε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη που δόθηκε στις 11 Μαΐου του 1952, παρά το γεγονός ότι την ίδια εκείνη περίοδο ο συνθέτης είχε ήδη ενσωματώσει το Ελεγείο αυτό στην Πρώτη συμφωνία του (ως μεσαίο αργό μέρος), την οποία και ολοκλήρωσε το 1954.
Το συγκινητικό αυτό ορχηστρικό κομμάτι είναι γραμμένο σε τριμερή ασματική μορφή και φέρει εμφανείς επιρροές τόσο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, όσο και από την συμφωνική γραφή του Ρώσου Ντμίτρι Σοστακόβιτς, τον οποίον ο νεαρός Θεοδωράκης θαύμαζε και εκτιμούσε βαθύτατα. Η πρώτη ενότητα του Ελεγείου ανοίγει με δύο θρηνητικές σολιστικές μελωδικές γραμμές – ενός σόλο βιολιού και ενός όμποε – που αλληλοπλέκονται με την τροπική τους ευλυγισία πάνω από ένα στατικό αρμονικό υπόβαθρο σε μι, το οποίο διαμορφώνεται από τους απόμακρους αρμονικούς και τα απόκοσμα tremoli των εγχόρδων· σύντομα, όμως, κάνει την εμφάνισή της και μια δεύτερη ελεγειακή ιδέα σε σι “ελάσσονα” στα πρώτα βιολιά, η οποία συνδυάζεται επί μακρόν με απόηχους του αρχικού μοτιβικού υλικού στα ξύλινα πνευστά και τα κόρνα, ενώ αργότερα εξυφαίνεται περαιτέρω από τα έγχορδα και τελικά επιστρέφει – κάπως απότομα – στην μι. Με ένα επιβλητικό μοτίβο των κόρνων, η βραχύτερη δεύτερη ενότητα στρέφεται κατόπιν προς την λα, όπου, πάνω από τα έμμονα, ζοφερά και απειλητικά συνοδευτικά σχήματα των χάλκινων πνευστών, των τυμπάνων, των κοντραμπάσσων αλλά και του πιάνου, δεν αργούν να αναδυθούν – εν είδει κανόνος ανάμεσα στα ξύλινα πνευστά και στα υπόλοιπα έγχορδα – πιο ενεργητικά μελωδικά αναπτύγματα του νέου αυτού μοτίβου. Η μετέπειτα επαναφορά της πρώτης ιδέας πραγματοποιείται με την συμμετοχή μόνο των εγχόρδων και σε μεταφορά στην ρε, ενώ η δεύτερη ιδέα αναδεικνύεται πλέον σολιστικά από ένα κλαρινέττο στην λα, προτού αναπτυχθεί (σε ένα νέο εμβόλιμο τμήμα) από τα έγχορδα εν είδει κανόνος στην μι και εξυφανθεί περαιτέρω, όπως ακριβώς και στην κατάληξη της πρώτης ενότητος. Τέλος, μια υπόμνηση του βασικού μοτίβου της μεσαίας ενότητος οδηγεί στους απόμακρους αρμονικούς των εγχόρδων, που ανακαλούν κυκλικά το αφετηριακό σημείο του σκοτεινού αυτού έργου.
05.09.2008
© Ιωάννης Φούλιας