Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Béla Bartók (1881-1945): Ραψωδία για βιολί και ορχήστρα αρ. 1, Sz. 87

Ο Béla Bartók, επιφανής ούγγρος συνθέτης και εθνομουσικολόγος, διεμόρφωσε την ώριμη και εντελώς προσωπική συνθετική του τεχνοτροπία χάρη στις εμπειρίες που απεκόμισε από την συστηματική μελέτη των λαϊκών μουσικών παραδόσεων της κεντροανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Το 1928, παράλληλα με την δημιουργία δύο εκ των κορυφαίων αλλά και πλέον απαιτητικών έργων του, δηλαδή των Κουαρτέττων εγχόρδων αρ. 3 και 4 (Sz. 85 και 91, αντίστοιχα), συνέθεσε και ισάριθμες Ραψωδίες για βιολί και πιάνο (Sz. 86 και 89, αντίστοιχα), με την προοπτική να προσφέρει στους φίλους του βιολονίστες Joseph Szigeti και Zoltán Székely κομμάτια που θα μπορούσαν να γίνουν με σχετική ευκολία αποδεκτά από το ευρύ κοινό. Αμφότερες οι ραψωδίες βασίζονται σε λαϊκούς χορούς και έχουν γνωρίσει ιδιαίτερη δημοτικότητα, ιδίως στην μεταγραφή τους για βιολί και ορχήστρα (Sz. 87 και 90, αντίστοιχα) που ετοίμασε ο ίδιος ο συνθέτης λίγο μετά την σύνθεσή τους.

Η Ραψωδία αρ. 1 παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά δημοσίως στις 22 Νοεμβρίου 1929 στην Βουδαπέστη, από τον Szigeti στο βιολί και τον Bartók στο πιάνο. Η ενορχηστρωμένη εκδοχή της πλεονεκτεί κατά τι σε σχέση με την αυθεντική, αφού στα δεδομένα μελωδικά και ρυθμικά φολκλορικά στοιχεία έρχεται να προστεθεί η ευφυής αξιοποίηση του τσιμπάλου (του αποκαλούμενου και ως “λαϊκού πιάνου”), με το οποίο η ηχοχρωματική παλέττα μιας τυπικής συμφωνικής ορχήστρας εμπλουτίζεται κατά τρόπον αξιοπρόσεκτο. Ως προς την δομή, ο συνθέτης αναπαράγει (όπως άλλωστε είχε κάνει νωρίτερα και ο Franz Liszt, μεταξύ άλλων) το διμερές πρότυπο του παραδοσιακού χορού τσάρντας, που ξεκινά με το αργό εισαγωγικό Lassú και καταλήγει στο γρήγορο Friss. Επιπροσθέτως, το πρώτο μέρος (Moderato) αυτού του διπτύχου αρκείται στην παρουσίαση δύο μόνον ιδεών, εκ των οποίων μάλιστα η έντονη πρώτη επανέρχεται αψιδωτά στο τέλος, προβάλλοντας τις πολυφωνικές δυνατότητες του σολιστικού βιολιού και περιορίζοντας στο ελάχιστο την συνοδεία του, ενώ το δεύτερο μέρος (Allegretto moderato) παρατάσσει πολλές διαφορετικές θεματικές ιδέες στην σειρά και – εξαιρουμένης μιας αναστοχαστικής “παρενθέσεως” λίγο πριν το τέλος – οδεύει με συνέπεια προς ένα πολύ ζωηρό κλείσιμο.

14.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας