Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Hubert Stuppner (γεν. 1944): Concert Musique KV 1991 “Amadeus”, για φλάουτο, κλαρινέττο και ορχήστρα εγχόρδων

Ο σύγχρονος ιταλός συνθέτης Hubert Stuppner υπήρξε αρχικά ένας από τους θιασώτες της μουσικής πρωτοπορίας υπό την αιγίδα της Σχολής του Darmstadt, έχοντας μαθητεύσει δίπλα στους Stockhausen, Ligeti και Ξενάκη. Μετά το 1975 ωστόσο, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, εγκατέλειψε τον σειραϊσμό και στράφηκε στην δημιουργία μιας “νέο-νεοκλασσικής μουσικής περί μουσικής”, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Η μεταμοντέρνας αισθητικής τεχνοτροπία του συνίσταται κατ’ ουσίαν στην παράφραση και συχνά στην σκωπτική θεώρηση του ιστορικού ρεπερτορίου, αν και συνήθως χωρίς αυτούσια παραθέματα, αλλά με την επίκληση “ουδέτερων” στοιχείων ενός συγκεκριμένου κάθε φορά μουσικού ύφους του παρελθόντος.

      Με αφορμή τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Mozart, ο Stuppner έστρεψε το βλέμμα του στην τεχνοτροπία του βιεννέζου κλασσικού, συνθέτοντας μεταξύ των ετών 1989-1990 τα έργα Divertimento KV 1991 “Amadeus” για σόλο όργανα, Serenade KV “Amadeus” για ορχήστρα εγχόρδων και Concert Musique KV 1991 “Amadeus” για φλάουτο, κλαρινέττο και ορχήστρα εγχόρδων. Το τελευταίο έργο αποτελεί μια τετραμερή ανάπλαση του είδους της sinfonia concertante, του κλασσικού δηλαδή απογόνου του concerto grosso της εποχής του μπαρόκ (ενός “πολλαπλού” κοντσέρτου, για 2 είτε περισσότερους σολίστες και ορχήστρα).

      Με την βοήθεια ορισμένων επιμέρους παρατηρήσεων μπορούμε να προσεγγίσουμε καλύτερα την τεχνική, το ύφος και την αισθητική του Stuppner. Το πρώτο μέρος (Allegro) μιμείται ελεύθερα την μορφή σονάτας κοντσέρτου, περιλαμβάνοντας μάλιστα προς το τέλος και μια καντέντσα για τους δύο σολίστες. Το αρχικό θέμα συνιστά μια παρωδία του αντίστοιχου θέματος της σονάτας για πιάνο KV 300d / 310 του Mozart, το οποίο αφ’ ενός μεν επιμηκύνεται μελωδικά, αφ’ ετέρου δε υπονομεύεται αρμονικά από μια παράφωνη και πολυεπίπεδη συνοδεία. Η γραφή των εγχόρδων είναι ως επί το πλείστον σολιστική, με πυκνές μιμήσεις που δημιουργούν πυκνώματα και αραιώματα χρησιμοποιώντας στοιχειώδη μοτίβα του κλασσικού ύφους. Το αργό μέρος (Adagio) παρωδεί την μορφή θέματος με παραλλαγές, στην βάση ενός σύντομου και απλοϊκού θέματος, το οποίο αντί να παραλλάσσεται μελωδικά (όπως κατά κύριον λόγο συνέβαινε στον κλασσικισμό) υπόκειται μόνο σε μεταβολές της συνοδείας του. Ανάλογη σκωπτική διάθεση κυριαρχεί και στα δύο τελευταία μέρη του έργου, στο έντονα ρυθμικό και μάλλον πυκνό αντιστικτικώς μενουέττο με τρίο καθώς και στο παιδαριώδες Rondo-finale, με τις εμφαντικές αλλά τελείως κενές καταληκτικές φιγούρες και την χαρακτηριστική ασυμβατότητα τονικής και δεσπόζουσας στο πλαίσιο της τελικής πτώσεως.

Μελωδικά, ρυθμικά και αρμονικά στοιχεία του κλασσικού ύφους μετατρέπονται ως εκ τούτου σε καρικατούρες που προσφέρουν μια “χιουμοριστική” θεώρηση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, σύμφωνα με το πνεύμα του μεταμοντερνισμού. Αν ωστόσο συνεκτιμηθεί εδώ η παραδοχή του Stuppner ότι η μουσική ανάπτυξη έχει πλέον φθάσει στο τέλος της, τα ερωτήματα περί της σκοπιμότητος του όλου εγχειρήματος καθίστανται αμείλικτα: Άραγε, για πόσο καιρό ακόμα θα τρεφόμαστε από τις σάρκες του “ένδοξου” παρελθόντος, δημιουργώντας έργα καθ’ εαυτά θνησιγενή; Και εν τέλει, όταν ένας συνθέτης δεν έχει πλέον τίποτε καινούργιο να “πει”, μήπως είναι σκοπιμότερο να προτιμήσει την σιγή από την αισθητικά αμφιλεγόμενη διαστρέβλωση του μουσικού παρελθόντος και την καταστροφή των αριστουργημάτων της τέχνης του;

16.12.2002


© Ιωάννης Φούλιας