Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ίγκορ Στραβίνσκυ (1882-1971): Κοντσέρτο σε ρε, για ορχήστρα εγχόρδων

Το 1946 ο ελβετός αρχιμουσικός Paul Sacher απευθύνθηκε σε αρκετούς σύγχρονους συνθέτες για την δημιουργία έργων προς τιμήν της Ορχήστρας Δωματίου της Βασιλείας, ενός συνόλου που ο ίδιος είχε ιδρύσει πριν από είκοσι χρόνια και το οποίο είχε εν τω μεταξύ καταξιωθεί διεθνώς για την σημαντική συμβολή του στην προώθηση της νέας μουσικής. Ο Ίγκορ Στραβίνσκυ ανταποκρίθηκε με προθυμία σε αυτήν την πρόσκληση γράφοντας το Κοντσέρτο σε ρε, για ορχήστρα εγχόρδων, το οποίο ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά σε συναυλία του συνόλου υπό τον Sacher, στις 27 Ιανουαρίου 1947, στην Βασιλεία. Πρόκειται για ένα σχετικώς όψιμο νεοκλασσικιστικό δείγμα γραφής του Στραβίνσκυ, που εκ πρώτης όψεως παραπέμπει σε κοντσέρτα για έγχορδα της μπαροκικής περιόδου. Βέβαια, οι ηχοχρωματικοί περιορισμοί, τους οποίους θέτει εξ αρχής ένα σύνολο αποτελούμενο αποκλειστικά από έγχορδα, παρότρυναν τον συνθέτη να εκμεταλλευθεί εν προκειμένω μια πληθώρα ιδιαίτερων εκτελεστικών τεχνικών και δυναμικών αντιθέσεων, που παράλληλα με τις διασταυρώσεις επτατονικών και οκτατονικών κλιμάκων, τον χειρισμό ζωηρών ρυθμικών μοτίβων και τις έντονες υφολογικές διαφοροποιήσεις διατηρούν αναλλοίωτο το ενδιαφέρον κατά την ακρόαση ενός έργου “απόλυτης” – κατ’ εξοχήν – μουσικής.

Το εναρκτήριο Vivace, που είναι γραμμένο σε μορφή σονάτας, ανοίγει με ένα εμφαντικό (αλλά και κάπως μυστηριώδες) εισαγωγικό τμήμα, τα μοτίβα του οποίου μετασχηματίζονται λίγο παρακάτω στο πλαίσιο ενός γεμάτου ενέργεια κυρίου θέματος. Παρ’ όλα αυτά, η εξέλιξη του θέματος αυτού χάνει προοδευτικά την αρχική της ορμητικότητα και επισκιάζεται από ηπιότερου χαρακτήρος μελωδικές φράσεις, οι οποίες οδηγούν πολύ ομαλά στην έκθεση και ενός αρκετά λυρικού πλαγίου θέματος, που δίνει μάλιστα την εντύπωση της ειρωνικής αποσύνθεσης ενός βιεννέζικου βαλς. Μόλις λοιπόν ολοκληρώσει και αυτό την ασθμαίνουσα πορεία του, η ενότητα της επεξεργασίας εισέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο αναπτύσσοντας με σφοδρότητα επιλεγμένα μοτίβα του κυρίου θέματος, έως ότου καταλήξει σε ένα ιδιαίτερα αναστοχαστικό τμήμα, λίγο πριν από την συνοπτική επανέκθεση αμφοτέρων των θεμάτων αλλά και τους μετέπειτα καταληκτικούς απόηχους των εναρκτήριων μοτιβικών στοιχείων του μέρους. Το ακόλουθο Arioso: andantino αναπολεί με νοσταλγία αλλά και έκδηλη σκωπτικότητα τον λυρισμό μιας παραδοσιακής ιταλικής σερενάτας – τουλάχιστον στα εξωτερικά τμήματα της τριμερούς μορφής του, αφού το εσωτερικό του μοιάζει να αναφέρεται περισσότερο στο ύστερο ρομαντικό ύφος του όψιμου 19ου αιώνος και των αρχών του 20ού. Με το τελικό Rondo: allegro, εντούτοις, ο Στραβίνσκυ αποκαθιστά την αστείρευτη ζωτικότητα του αρχικού μέρους του Κοντσέρτου σε ρε, προσδίδοντας προσέτι μιαν εξόχως σκοτεινή και απειλητική απόχρωση στο αδιάλειπτο ρυθμικό υπόβαθρο της μάλλον ελεγειακής βασικής θεματικής ιδέας. Το πρώτο επεισόδιο διακρίνεται για την χαριτωμένη του μελωδικότητα, αλλά εγκαταλείπεται σύντομα για μιαν αναπτυξιακή επαναφορά του αρχικού θεματικού υλικού. Από την άλλη πλευρά, το δεύτερο επεισόδιο διέπεται από εμφανώς σαρκαστική διάθεση, ενώ η τελική (και πλήρης) επαναφορά του βασικού θέματος του ρόντο καταλήγει σε πολύ εξωστρεφείς και λαμπερές χειρονομίες.

02.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας