Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ίγκορ Στραβίνσκυ (1882-1971): Σουΐτα από το μπαλλέττο Pulcinella

Το 1917 ο Στραβίνσκυ ακολούθησε τα περίφημα Ρωσσικά μπαλλέττα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ σε μια περιοδεία τους στην Ιταλία, όπου, μεταξύ άλλων, ανέβηκε με επιτυχία μια παράσταση, η μουσική της οποίας προήλθε από ανάπλαση κομματιών του Domenico Scarlatti σε επιμέλεια του Vincenzo Tommasini. Κατόπιν αυτού, ο Ντιαγκίλεφ πρότεινε στον Στραβίνσκυ μιαν ανάλογη εργασία, βασισμένη σε μουσική ενός άλλου σημαντικού δημιουργού του πρώτου μισού του 18ου αιώνος, του Giovanni Battista Pergolesi. Ο Ντιαγκίλεφ βρήκε το θέμα του σχεδιαζόμενου μπαλλέττου σε ένα ναπολιτάνικο χειρόγραφο του 1700 με ιστορίες του Pulcinella, ενός από τους χαρακτήρες της παραδόσεως της Commedia dell’arte, και από κοινού με τον Στραβίνσκυ και τον χορογράφο Léonide Massine διεμόρφωσε ένα μονόπρακτο χορόδραμα υπό τον τίτλο Pulcinella. Για την μουσική επένδυση του έργου αυτού ο Στραβίνσκυ μελέτησε χειρόγραφες και έντυπες πηγές και τελικά κατέληξε στην χρησιμοποίηση αποσπασμάτων από δύο όπερες, μία καντάτα δωματίου και ορισμένες τρίο-σονάτες, έργα όμως τα οποία, σύμφωνα με την σύγχρονη μουσικολογική έρευνα, δεν μπορούν να αποδοθούν στο σύνολό τους στον Pergolesi.

Το γεγονός αυτό δεν είχε βέβαια την παραμικρή συνέπεια ως προς την ενασχόληση του Στραβίνσκυ με το δεδομένο αυτό υλικό κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελβετία κατά τα έτη 1919-1920. Η αντιμετώπιση της μουσικής του ώριμου μπαρόκ από τον ρώσσο συνθέτη δεν υπήρξε άλλωστε “επιστημονική”, με σεβασμό δηλαδή στο πρωτότυπο μουσικό κείμενο, αλλά αντιθέτως “καλλιτεχνική”, καθώς χρησίμευσε ως αφορμή για μια κατά το μάλλον ή ήττον προσωπική δημιουργία. Ο Στραβίνσκυ δεν αρκείται κατά συνέπειαν σε μια απλή ενορχήστρωση: πολύ περισσότερο, παρεμβαίνει στην αρμονική γλώσσα των πρωτότυπων θεμάτων καθιστώντας οξύτερες αρκετές συνηχήσεις σε αυτά, συντομεύει διάφορα μουσικά τμήματα ή συνδέει κάποια από αυτά μεταξύ τους κατά τρόπον αυθαίρετο όσο και ευφυή, χρησιμοποιεί συχνά έντονα ρυθμικά σχήματα και αρέσκεται σε ποικίλους ευρηματικούς συνδυασμούς οργάνων, ενίοτε μάλιστα ιδιαιτέρως εκκεντρικούς, όπως π.χ. το τρομπόνι σε ομοφωνία με ένα σόλο κοντραμπάσσο! Η ορχήστρα που χρησιμοποιεί, πάντως, είναι στα μέτρα της εποχής του Pergolesi, καθώς διαθέτει έναν περιορισμένο αριθμό πνευστών (2 φλάουτα, 2 όμποε, 2 φαγγόττα, 2 κόρνα, 1 τρομπέτα και 1 τρομπόνι) και ένα σώμα εγχόρδων χωρισμένο σε concertino (ομάδα σολιστών) και ripieno (τα υπόλοιπα έγχορδα), εφαρμόζοντας έτσι την συνθετική αρχή του concertante της περιόδου του μπαρόκ, δηλαδή την αντιπαράθεση ανάμεσα σε σολίστες και στο σύνολο των ορχηστρικών δυνάμεων· αυτό βέβαια δεν τον εμποδίζει στο να αξιοποιήσει και ορισμένες σύγχρονες εκτελεστικές τεχνικές, τις οποίες φυσικά αγνοούσε η συνθετική δημιουργία του μπαρόκ.

Με το μονόπρακτο αυτό μπαλλέττο με τραγούδι, για τρεις τραγουδιστές και ορχήστρα δωματίου, ο Στραβίνσκυ επισημοποίησε ουσιαστικά την στροφή του προς τον νεοκλασσικισμό, αποκτώντας μια νέα δημιουργική οπτική για την μουσική του ιστορικού παρελθόντος, αποξενωμένη από την σχετική παράδοση. Το έργο ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στις 15 Μαΐου 1920 στο Παρίσι, από τα Ρωσσικά μπαλλέττα του Ντιαγκίλεφ, σε μουσική διεύθυνση του Ernest Ansermet, χορογραφία του Massine, ενώ τα σκηνικά και τα κουστούμια ανέλαβε ο Pablo Picasso. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, ο Στραβίνσκυ συνέθεσε και την σουΐτα αυτού του μπαλλέττου, η οποία παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1922, ενώ το 1947 ακολούθησε μια νέα επεξεργασία της ίδιας σουΐτας. Η σύντομη αυτή συναυλιακή εκδοχή του Pulcinella αποτελείται κατ’ ουσίαν από το ήμισυ περίπου της μουσικής του μπαλλέττου, διαρθρωμένο σε μια ακολουθία 8 μερών που παραπέμπουν στην γαλλικού τύπου ορχηστρική σουΐτα του μπαρόκ (Ouverture): I. Sinfonia (Ouverture)· II. Serenata· III. Scherzino – allegro – andantino· IV. Tarantella· V. Toccata· VI. Gavotta con due variazioni· VII. Vivo· VIII. Minuetto & finale. Τα λίγα φωνητικά μέρη της πρωτότυπης εκδοχής εδώ έχουν αντικατασταθεί από όργανα (αυτή είναι η μοναδική σχεδόν διαφοροποίηση της σουΐτας σε σχέση με την μουσική του μπαλλέττου), ενώ και η συντόμευση της διάρκειας εκτέλεσης καθιστά την σουΐτα – ως αντιπροσωπευτικό δείγμα του πλήρους χοροδράματος – πρόσφορη για ένα πρόγραμμα συμφωνικής συναυλίας, γεγονός που εξασφαλίζει την δημοτικότητα του έργου σε ένα ευρύ κοινό.

30.09.2001


© Ιωάννης Φούλιας