Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

(Giuseppe) Michele Stratico (1728-1783): Sinfonia σε ντο-ελάσσονα και Sinfonia σε Ντο-μείζονα

Ο ενετός βιολονίστας και συνθέτης Michele Stratico τυγχάνει ελληνικής καταγωγής, καθώς ο πατέρας του, Giovanni Battista Straticò [Στρατηγός ή Στρατίκος], προερχόταν από την Κρήτη. Ο ίδιος, βέβαια, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην τότε Zara της Δημοκρατίας της Βενετίας (το σημερινό Ζαντάρ της Δαλματίας, εξ ού και οι μεταγενέστερες αναφορές στο όνομά του ως Josip Mihovil Stratik), ενώ αργότερα σπούδασε στην Πάδοβα τόσο την νομική επιστήμη όσο και την τέχνη της μουσικής, μαθητεύοντας στην περίφημη σχολή του Tartini. Παρ’ ότι μνημονεύεται ως έξοχος βιολονίστας και κατέλιπε πλούσιο συνθετικό έργο (πάνω από 170 σονάτες για βιολί και basso continuo, περί τις 50 τρίο-σονάτες, 61 κοντσέρτα για βιολί, 35 sinfonie κ.ά.) καθώς και δύο θεωρητικά συγγράμματα περί μουσικής, η κύρια επαγγελματική του ιδιότητα ήταν αυτή του βικαρίου (και ειδικότερα του συμβούλου επί ποινικών ζητημάτων) στην κωμόπολη του Sanguinetto, όπου έζησε για δύο τουλάχιστον δεκαετίες μέχρι τον θάνατό του.

Οι sinfonie του Stratico, όπως και κάθε άλλου ιταλού δημιουργού στα μέσα του 18ου αιώνος, προορίζονταν για μικρά σύνολα εγχόρδων, αποτελούνταν από τρία σύντομα μέρη (γρήγορο – αργό – γρήγορο) και γράφονταν βιαστικά και μαζικά προκειμένου να χρησιμεύσουν ως εναρκτήρια – κατά κανόνα – κομμάτια σε κάθε είδους μουσική περίσταση, είτε στο θέατρο (ως εισαγωγές σε όπερες), είτε στην εκκλησία, είτε ακόμη στην αυλή· έτσι, σε αυτήν την πρώιμη φάση της εξέλιξής του, το είδος της συμφωνίας απείχε ακόμη παρασάγγας από την μετέπειτα ανάδειξή του – δια της καθοριστικής συμβολής του Haydn και του Beethoven – σε κορωνίδα της ενόργανης μουσικής…

Οι δύο επιλεγμένες sinfonie του Stratico παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, τόσο ως προς το ιδίωμα όσο και ως προς την μορφή τους. Η γραφή τους είναι ως επί το πλείστον ομοφωνική, με περιστασιακές απλές μιμήσεις μεταξύ των διαφορετικών φωνών, ενώ η αξιοποίηση ενός περιορισμένου αριθμού μοτίβων παράγει σύντομες θεματικές ιδέες χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα ή έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, το δεδομένο υλικό αποδεικνύεται επαρκέστατο για την διαμόρφωση μιας διμερούς μορφής σονάτας σε αμφότερα τα εναρκτήρια μέρη (Presto και Allegro assai), όπου η πρώτη δομική ενότητα (η έκθεση) προσανατολίζεται τυπικά από την κύρια τονικότητα προς την συγγενέστερη δευτερεύουσα (την σχετική Μι-ύφεση-μείζονα και την δεσπόζουσα Σολ-μείζονα, αντίστοιχα), ενώ η δεύτερη ενότητα ανακατασκευάζει κατόπιν τα αρχικά θεματικά συμφραζόμενα με παροδικές παρεκκλίσεις και προς άλλα τονικά κέντρα, προτού επαναφέρει τις καταληκτικές φράσεις της εκθέσεως σε μεταφορά στην κύρια τονικότητα.

Για τα αργά και εκφραστικώς ηπιότερα μέρη των δύο αυτών έργων έχουν επιλεγεί επίσης οι συγγενικές τονικότητες της σχετικής και της δεσπόζουσας, αλλά ως κύριες πλέον. Η μορφή του Largo andante της πρώτης sinfonia τείνει προς έναν διμερή μη σονατοειδή σχεδιασμό, καθώς εδώ η πρώτη ενότητα στρέφεται προς την ντο-ελάσσονα, όπου και ολοκληρώνεται με εμφαντικό τρόπο, ενώ η δεύτερη συνοψίζει τα περιεχόμενα της πρώτης εμμένοντας στο περιβάλλον της κύριας τονικότητος. Αντίθετα, στο Andante της δεύτερης sinfonia διακρίνεται μία τριμερής μορφή σονάτας, με σχετικώς εκτενή έκθεση που καταλήγει στην τονικότητα της Ρε-μείζονος, στοιχειώδη μεσαία ενότητα και ευσύνοπτη αλλά πλήρη επανέκθεση.

Το ίδιο δομικό πρότυπο αποτελεί την βάση και για το τελικό μέρος (Presto) της Sinfonia σε ντο-ελάσσονα, του οποίου μάλιστα η έκθεση κατανέμεται με σαφήνεια σε τρεις περιοχές, ήτοι του κυρίου θέματος (στην ντο-ελάσσονα), της μεταβάσεως (μια μετατροπική ανάπλαση του προηγούμενου υλικού) αλλά και του πλαγίου θέματος (στην σολ-ελάσσονα)· εν συνεχεία, η επεξεργασία ανατρέχει στα περιεχόμενα της πλάγιας, της κύριας (αυτήν την φορά στην Μι-ύφεση-μείζονα) και πρωτίστως της μεταβατικής περιοχής, ενώ στην ακόλουθη επανέκθεση αποκαθίστανται – σε πλήρη έκταση και αποκλειστικά στην ντο-ελάσσονα – μόνο τα κύρια και πλάγια θεματικά μορφώματα. Από την άλλη πλευρά, το Non presto της Sinfonia σε Ντο-μείζονα προβάλλει περισσότερο τον ανάλαφρο χαρακτήρα ενός τρίσημου χορού και προσλαμβάνει την μορφή μιας τυπικής διμερούς σονάτας, ανακαλώντας συνεπώς τις δομικές προδιαγραφές του εναρκτήριου μέρους του ιδίου έργου, αν και σε πιο περιορισμένη έκταση.

06.02.2017


© Ιωάννης Φούλιας