Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Κουαρτέττο εγχόρδων αρ. 3

Το 1935, έτος σύνθεσης του έργου, υπήρξε ένα από τα κρισιμότερα στην συνολική σταδιοδρομία του Σκαλκώτα. Μόλις τότε, ο συνθέτης βρήκε και πάλι το κουράγιο να ασχοληθεί με την μουσική δημιουργία, την οποία είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει από το 1931, εξαιτίας ενός πλέγματος προσωπικών, οικονομικών και άλλων λόγων που τον οδήγησαν σε μακροχρόνια κατάθλιψη. Το τρίτο κουαρτέττο εγχόρδων γράφηκε στην Αθήνα· σε αντίθεση με τα προηγούμενα κουαρτέττα της περιόδου του Βερολίνου, αυτό φαίνεται πως δεν εκτελέσθηκε ποτέ όσο ζούσε ο συνθέτης, αλλά μετά θάνατον γνώρισε καλύτερη τύχη από τα υπόλοιπα, τόσο στον συναυλιακό όσο και στον δισκογραφικό χώρο. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι ανάλογη υπήρξε λίγο-πολύ η μοίρα όλων των “απαιτητικών” έργων του Σκαλκώτα από το 1935 μέχρι το 1949, αφού και ο ίδιος συνέθετε περισσότερο από προσωπική ανάγκη, χωρίς να υφίσταται κάποια ρεαλιστική προοπτική παρουσίασης της “δυσνόητης” δημιουργίας του στο κοινό.

Το εν λόγω κουαρτέττο εγχόρδων είναι ένα έργο σε δωδεκαφθογγική τεχνική, μετρίων διαστάσεων και ως εκ τούτου αρκετά πυκνό ως προς τα περιεχόμενά του. Το πρώτο μέρος (Allegro moderato), σε μορφή σονάτας, ανοίγει με μια εντυπωσιακή παράθεση του σειραϊκού υλικού εν είδει “νεφελωμάτων” που συγκροτούνται από αλλεπάλληλες εισόδους των οργάνων σε αποστάσεις ημιτονίου, τόνου και τριημιτονίου, στο πλαίσιο μιας αρχικά καθοδικής και έπειτα ανοδικής πορείας. Η πρώτη θεματική ομάδα της εκθέσεως περιλαμβάνει πέραν τούτου και μια μελωδική πραγμάτωση του σειραϊκού φθογγικού υλικού στο πρώτο βιολί, που συνοδεύεται από ενεργητικές χειρονομίες στα υπόλοιπα έγχορδα. Η δεύτερη θεματική ομάδα, αντιθέτως, έχει διάθεση λυρική: τα περιεχόμενά της προκύπτουν από την ανάπτυξη και τους μετασχηματισμούς ενός επίμονου μοτίβου τεσσάρων κατιόντων φθόγγων, που συνιστά ένα “τονικό στίγμα” μέσα στα ατονικά του συμφραζόμενα. Η ακόλουθη κατακλείδα όμως, με τις πυκνές και “παράφωνες” κραυγές της, έρχεται να διαλύσει δίχως οίκτο την παραπάνω προοπτική! Στην επεξεργασία, ο συνθέτης αναπτύσσει κατά τρόπον αντιστικτικό κυρίως το υλικό της πρώτης θεματικής ομάδος και συγχρόνως επικεντρώνεται στον σχηματισμό ευέλικτων και έντονα συγκινησιακών μελωδικών πτυχών. Η επανεμφάνιση του επίμονου “τονικού” μοτίβου σηματοδοτεί την έναρξη της επανεκθέσεως από την δεύτερη θεματική ομάδα, η οποία ακολουθείται εκ νέου από την “αμείλικτη” αρνητική κατακλείδα. Στην συνέχεια, η επανέκθεση της πρώτης θεματικής ομάδος προσλαμβάνει μιαν εξαϋλωμένη διάσταση, μιαν αίσθηση αποστασιοποίησης, η οποία εντούτοις αίρεται στο τέλος του μέρους με την (πλεονάζουσα) τρίτη εμφάνιση της φρενήρους και λυσσώδους κατακλείδας.

Ό,τι στο γρήγορο πρώτο μέρος εμφανιζόταν μόνον ως εμβόλιμος υπαινιγμός, στο αργό δεύτερο μέρος βρίσκει πλέον το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθεί σε μεγάλη έκταση: τόσο η πρώτη όσο και η μεσαία ενότητα της τριμερούς ασματικής δομής του Andante περιλαμβάνουν εκφραστικότατους διαλόγους μεταξύ δύο ή τριών (σπανιότερα και των τεσσάρων) οργάνων, ενώ ειδικά στην μεσαία ενότητα ο Σκαλκώτας δεν διστάζει να συνοδεύσει τις καλλίγραμμες μελωδικές ιδέες του με “προκλητικά” εύηχες, παραδοσιακού τύπου συγχορδίες! Οξεία παραφωνία στα παραπάνω έρχεται να αποτελέσει μόνον η “εξπρεσσιονιστική” ανάταση κατά την επαναφορά της αρχικής ενότητος, αν και στο τέλος επικρατεί εκ νέου μια συγχορδιακή γραφή γεμάτη ζέση, ως νοσταλγική αναπόληση ενός απωλεσμένου παρελθόντος…

Το τελικό μέρος του κουαρτέττου – Allegro vivace (Rondo) – βασίζεται, παρά τον τίτλο του, πρωτίστως στις δομικές προδιαγραφές της μορφής σονάτας, με τις οποίες συνδυάζονται σε δεύτερο επίπεδο ορισμένα στοιχεία που ανήκουν στην παρατακτική οργάνωση ενός ρόντο. Η κύρια θεματική ομάδα αρχικά παραθέτει το σειραϊκό φθογγικό υλικό της σε ταυτοφωνία και κατόπιν το αναπτύσσει εξατομικευμένα στα τέσσερα έγχορδα με λεπτότητα και ευαισθησία. Η πλάγια ομάδα χαρακτηρίζεται τουναντίον από δυναμισμό και έντονα χορευτική αίσθηση· αμφότερα τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν βεβαίως μιαν εξωστρέφεια, που γίνεται ακόμη πιο ανάγλυφη μόλις αντιπαραβληθεί με την ακόλουθη “συνεσταλμένη” επαναφορά της κύριας θεματικής ομάδος. Η μεσαία ενότητα του μέρους εκκινεί από ένα νέο λυρικό θέμα, γρήγορα όμως επικεντρώνεται στην διεξοδική ανάπτυξη του συνόλου των θεματικών ιδεών, στο πλαίσιο μιας πορείας με έντονες αντιπαραθέσεις υφάνσεων και διαθέσεων καθώς και στιβαρών κορυφώσεων. Η επανέκθεση ξεκινά – όπως και στο πρώτο μέρος – από την πλάγια θεματική ομάδα, συνεχίζεται με τμήμα της κύριας καθώς και με το λυρικό θέμα που είχε εισαχθεί ακριβώς πριν την επεξεργασία, ενώ ειδικά το υποβλητικό εναρκτήριο πέρασμα σε ταυτοφωνία φυλάσσεται για το ορμητικό κλείσιμο ολόκληρου του έργου.

21.11.2003


© Ιωάννης Φούλιας