Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Κοντσέρτο για κοντραμπάσσο

Αν και αρκετοί συνθέτες της κλασσικής περιόδου έγραψαν κοντσέρτα για κοντραμπάσσο, το σχετικό ρεπερτόριο εμπλουτίσθηκε ελάχιστα μετά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνος και η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά πριν το μέσον του 20ού αιώνος. Ο Νίκος Σκαλκώτας, εντούτοις, στο πλαίσιο της συστηματικής του ενασχόλησης με το είδος του κοντσέρτου (που απέφερε ένδεκα τέτοια έργα, εκ των οποίων σήμερα σώζονται τα εννέα), δεν παρέλειψε να “αφιερώσει” ένα κοντσέρτο του ακόμη και σε αυτό το πλέον βαθύφωνο και “δυσκίνητο” μέλος των τοξοτών εγχόρδων της ορχήστρας. Ο σχεδιασμός αυτού του Κοντσέρτου για κοντραμπάσσο έλαβε χώραν στην Αθήνα το 1940, αλλά η ενορχήστρωσή του αποπερατώθηκε πλήρως μόλις το 1942. Το έργο φαίνεται ότι προοριζόταν για τον κορυφαίο κοντραμπασσίστα της τότε Συμφωνικής (και μετέπειτα Κρατικής) Ορχήστρας Αθηνών, Ιωάννη Τζουμάνη, αλλά – ακολουθώντας την μοίρα των περισσοτέρων συνθέσεων του Σκαλκώτα – εκτελέσθηκε για πρώτη φορά πολύ μετά τον θάνατο του δημιουργού του, και συγκεκριμένα στις 27 Νοεμβρίου 1978 στην Κοπεγχάγη, με σολίστα τον Klaus Stoll και υπό την διεύθυνση του Γιώργου Χατζηνίκου. Το μουσικό ιδίωμα του εν λόγω κοντσέρτου είναι ελεύθερα ατονικό, η γραφή για το σολιστικό όργανο μόνον ως εξαιρετικά απαιτητική μπορεί να χαρακτηρισθεί, ενώ και η διανομή της ορχήστρας είναι εντυπωσιακή σε όγκο, καθώς περιλαμβάνει τριπλά ξύλινα πνευστά, πέντε κόρνα, τρεις τρομπέτες, τρία τρομπόνια, τούμπα, αρκετά κρουστά και έγχορδα.

Είναι απορίας άξιον πώς ο Σκαλκώτας – μόνος μεταξύ των συγχρόνων του τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη – σε όλα τα πρώτα μέρη των κοντσέρτων του παρακάμπτει την άμεση ρομαντική παράδοση του είδους και ανακαλεί τα δομικά χαρακτηριστικά του κλασσικού κοντσέρτου, λαμβάνοντας ουσιαστικά ως πρότυπό του τα ώριμα έργα του Mozart! Στην περίπτωση του εναρκτήριου μέρους του Κοντσέρτου για κοντραμπάσσο, βέβαια, η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω, καθ’ ότι της κατ’ εξοχήν μορφής σονάτας κοντσέρτου προηγείται μία αργή ορχηστρική εισαγωγή (Andante), η οποία είναι ιδιαίτερα πυκνή και αρκετά αντιστικτικής υφής, σκοτεινή αλλά και λυρική συγχρόνως. Μόλις λοιπόν η τριμερής δομή της εισαγωγής αυτής ολοκληρωθεί, το κυρίως Allegro ανοίγει με το εναρκτήριο ορχηστρικό ritornello, παρουσιάζοντας σε ικανή έκταση τα δύο βασικά θέματα: το αυστηρά ρυθμικό αλλά και εκφραστικό κύριο θέμα, αφ’ ενός, και το ήσυχο και ελαφρώς μελαγχολικό πλάγιο θέμα, αφ’ ετέρου, το οποίο μάλιστα συνοδεύεται διαρκώς από ένα ρυθμικό σχήμα που παραπέμπει σε χαμπανέρα και ενδεχομένως σε τάνγκο. Με μια καταληκτική υπόμνηση του βασικού μοτίβου του κυρίου θέματος, προσέτι, η ορχήστρα δίνει επιτέλους τον “λόγο” στο κοντραμπάσσο, που εισάγεται με ένα εμφαντικά δεξιοτεχνικό σολιστικό πέρασμα. Στην σολιστική έκθεση, εξ άλλου, το κοντραμπάσσο παραλλάσσει με περισσότερη κίνηση και επεκτείνει το κύριο θέμα, ενώ το πλάγιο θέμα υπόκειται κατ’ αρχάς σε ελάχιστες τροποποιήσεις σε σχέση με την προηγούμενη ορχηστρική του εκδοχή, αλλά κατόπιν επαναλαμβάνεται και αυτό σε ένα πιο ενεργητικό παράλλαγμα. Η έλλειψη ενός δεύτερου ritornello μετά την ολοκλήρωση της σολιστικής εκθέσεως είναι οπωσδήποτε απρόσμενη και ίσως δικαιολογείται έως έναν βαθμό από την σχετικά περιορισμένη έκταση του εν λόγω κοντσέρτου· σε κάθε περίπτωση, όμως, το γεγονός αυτό επιτρέπει στην (σύντομη) επεξεργασία να ξεκινήσει άμεσα την δική της – ιδιαίτερα ανήσυχη – πορεία, εκμεταλλευόμενη τα πιο ενεργητικά παραλλάγματα της σολιστικής εκδοχής του κυρίου θέματος, τα οποία και εξυφαίνονται με εκπληκτική δεξιοτεχνία στην γραμμή του κοντραμπάσσου. Ως απόληξη, δε, της δραματικής αυτής διαδικασίας, η ορχήστρα ξεσπά με ασυγκράτητη ορμή στην έναρξη του “τρίτου” ritornello και επαναφέρει στο προσκήνιο τα χαρακτηριστικά πρώτα μέτρα του κυρίου θέματος με πολύ δυναμισμό. Στο σημείο αυτό, η επανέκθεση έχει ήδη ξεκινήσει και το κοντραμπάσσο αναδιατυπώνει σολιστικά το σύνολο των θεματικών περιεχομένων του εναρκτήριου ritornello – και όχι της σολιστικής εκθέσεως (σύμφωνα δηλαδή με μια πρακτική που παραπέμπει ευθέως στον Mozart) – καταλήγοντας σε σφοδρές αντιπαραθέσεις προς την ορχήστρα. “Τέταρτο” ritornello δεν είναι βέβαια δυνατόν να υπάρξει, αφού το τυπικό “δεύτερο” έχει εν τω μεταξύ παραλειφθεί· ως εκ τούτου, ο Σκαλκώτας προσθέτει εδώ μία coda (Molto allegro marcato), στην οποία το βασικό μοτίβο του κυρίου θέματος αναπτύσσεται περαιτέρω, οδηγώντας το πρώτο αυτό μέρος σε ένα θυελλώδες κλείσιμο.

Το αργό μεσαίο μέρος (Andantino) βασίζεται μεν στην απλούστερη μορφή της σονάτας χωρίς επεξεργασία, όμως το μελαγχολικό κύριο θέμα του παρουσιάζει ξεχωριστό τεχνικό (“μετασειραϊκό”) ενδιαφέρον, δεδομένου του ότι η αρχική μελωδία του αγγλικού κόρνου αντιστρέφεται πλήρως από το κοντραμπάσσο και κατόπιν επαναλαμβάνεται στην αρχική της μορφή αλλά με ζωηρότερα, πλέον, ρυθμικά παραλλάγματα. Έπειτα, κατά παρόμοιον τρόπο, και το λυρικό πλάγιο θέμα εισάγεται από την ορχήστρα, προτού ανατεθεί στον σολίστα και εξυφανθεί ελεύθερα. Η έναρξη της επανεκθέσεως, προσέτι, σηματοδοτείται από την ανάδειξη του πληθωρικού ηχητικού όγκου της ορχήστρας, ενώ τα δύο επόμενα, σολιστικά τμήματα του κυρίου θέματος υπόκεινται σε νέες εντυπωσιακές ρυθμικές τροποποιήσεις αλλά και σε αντιστικτικό διάλογο με την ορχήστρα. Τέλος, το υλικό του πλαγίου θέματος ανακατασκευάζεται σε συνοπτικότερη μορφή και φθάνει σε μιαν ήσυχη αλλά και μυστηριώδη – συνάμα – κατάληξη.

Και η μορφή του τελικού μέρους του κοντσέρτου, Allegro vivo e molto ritmato, ακολουθεί – αν και με περισσότερη χαλαρότητα – τις προδιαγραφές μιας μορφής σονάτας. Στην έκθεση παρουσιάζονται τέσσερεις διαφορετικές ιδέες: η πρώτη είναι πολύ ζωηρή και αρκετά κωμική, ενώ περιλαμβάνει εξαιρετικής δυσκολίας σολιστικά περάσματα κατά την επανάληψη της βασικής μελωδικής της γραμμής από την ορχήστρα· η δεύτερη, τουναντίον, εκφέρεται με τον χαριτωμένο χορευτικό της παλμό πρώτα από την ορχήστρα, έπειτα παραλλάσσεται δύο φορές από το κοντραμπάσσο και τελικά επιστρέφει συνοπτικά και πάλι στην ορχήστρα, η τρίτη ιδέα διακρίνεται για την “μηχανιστική” της κινητικότητα αλλά και την σκωπτική της διάθεση, ενώ η τέταρτη και τελευταία, που είναι η κατ’ εξοχήν λυρική και νοσταλγική ιδέα αυτού του μέρους, παρουσιάζεται αρχικά από την ορχήστρα και στην συνέχεια παραλλάσσεται δύο ακόμη φορές από τον σολίστα. Αντί για μια κεντρική ενότητα επεξεργασίας, εντούτοις, ο Σκαλκώτας αρκείται εδώ σε ένα απλό “επεισόδιο” με επάλληλους αρπισμούς του κοντραμπάσσου πάνω από ένα ιδιαιτέρως ζοφερό ηχητικό υπόβαθρο. Όμως η εμβόλιμη αυτή εξέλιξη εξανεμίζεται αμέσως μόλις η ορχήστρα ανοίξει μεγαλόστομα την επανέκθεση με την πρώτη θεματική ιδέα, η οποία από εκεί και ύστερα όχι μόνον ακολουθεί φυσιολογικά την δεδομένη πορεία της, αλλά και προεκτείνεται αναπτυξιακά σε μιαν επίδειξη “νεοκλασσικιστικού” χιούμορ! Αντιθέτως, οι δύο επόμενες ιδέες επανεκτίθενται σε ευσύνοπτη μορφή, ενώ η τέταρτη επανεισάγεται πρώτα από τον σολίστα και έπειτα από την ορχήστρα. Τελικά, με υπομνήσεις της κεφαλής της πρώτης ιδέας στο κοντραμπάσσο και συγχρόνως της έμμονης φιγούρας του τρίτου θεματικού στοιχείου στην ορχήστρα, αλλά και με εμφαντικές αντιπαραθέσεις του σολίστα προς την ορχήστρα επί τη βάσει ξανά του υλικού της πρώτης ιδέας, η coda του τρίτου αυτού μέρους ωθείται προς μιαν άκρως δυναμική και ενεργητική απόληξη.

21.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας