Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Ντούο για βιολί και βιόλα

Στον χώρο της μουσικής δωματίου ένα ντούο για βιολί και βιόλα αποτελεί εν γένει μιαν αρκετά ασυνήθιστη περίπτωση. Αφορμή της συνθέσεως του συγκεκριμένου έργου στάθηκε η γνωριμία του Σκαλκώτα (δεινού βιολονίστα, ως γνωστόν) με τον Τζων Παπαδόπουλο, έναν βιολίστα που το 1939 ήλθε από το Λένινγκραντ στην Αθήνα και προσελήφθη στην Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (την μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών). Οι δύο άνδρες συνδέθηκαν φιλικά διαπιστώνοντας ο ένας την αξία του άλλου και φαίνεται ότι αναζήτησαν κάποιο ρεπερτόριο για τον συνδυασμό των οργάνων τους (μαρτυρούνται σχετικά τα KV 423 και 424 του W. A. Mozart). Το ντούο του Σκαλκώτα γράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα το 1939 ή το αργότερο το 1940. Παρά την μικρή έκτασή του, είναι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και σημαντικά έργα μουσικής δωματίου του συνθέτη. Ενδεχομένως δε, αποτέλεσε και μια διερεύνηση εκ μέρους του Σκαλκώτα σε ό,τι αφορά στον τρόπο γραφής για τα δύο αυτά έγχορδα, τα πορίσματα της οποίας χρησίμευσαν αργότερα στην δημιουργία του Κοντσέρτου για βιολί και βιόλα της ίδιας περίπου εποχής. Το γεγονός αυτό, εντούτοις, δεν θα έπρεπε να υποβαθμίζει την αξία του ντούο ως αυτόνομου έργου.

Η γραφή, σε ελεύθερο ατονικό ιδίωμα, είναι αρκετά πυκνή και δεξιοτεχνική, πράγμα το οποίο προσδίδει στην συνολική ηχητική εντύπωση μιαν πληρότητα τέτοια που συχνά παραπέμπει σε περισσότερα των δύο οργάνων. Η τριμερής διάρθρωση του έργου και οι μορφές των μερών του, εξ άλλου, βασίζονται στην προϋπάρχουσα παράδοση, όπως το σύνολο σχεδόν της παραγωγής του Σκαλκώτα. Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, διαφαίνεται παράλληλα και η τάση για δομική πρωτοτυπία και ανανέωση των παραδοσιακών προτύπων.

Το πρώτο μέρος (Allegro vivo) ξεκινά με χαρακτηριστικά έντονα ρυθμικά μοτίβα που αναπτύσσονται ήδη εντός της πρώτης θεματικής ομάδος της μορφής σονάτας. Μια υποψία “πλαγίου θέματος” οδηγεί κατόπιν απ’ ευθείας στην ενότητα της επεξεργασίας, όπου τα κυρίαρχα μοτίβα αναπτύσσονται περαιτέρω. Η επανέκθεση είναι σύντομη και περιλαμβάνει μόνο στοιχεία της πρώτης θεματικής ομάδος, ενώ η coda κλείνει με τρίφωνες και δίφωνες συνηχήσεις στα δύο έγχορδα.

Το Andante προσφέρει την εκφραστική απόσταση που αναμένει κανείς μετά το θυελλώδες πρώτο μέρος. Η κυρίαρχη μελωδική γραμμή του βιολιού στο πρώτο τμήμα παρουσιάζεται εν μέρει σε αναστροφή από την βιόλα στο δεύτερο τμήμα και εξελίσσεται κατά τρόπον διαφορετικό. Έπειτα, σε ένα τρίτο δομικό τμήμα, αναπτύσσονται εν συντομία χαρακτηριστικές ρυθμικομελωδικές φιγούρες από τα δύο προηγούμενα.

Το τρίτο μέρος (Ben ritmato) συνδέεται σε εκφραστικό αλλά και σε μοτιβικό επίπεδο με το πρώτο. Πρόκειται και εδώ για μια μορφή σονάτας, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στην αντίθεση μεταξύ των δύο θεματικών ομάδων της εκθέσεως, το περιεχόμενο των οποίων αναπτύσσεται σε ικανή έκταση. Η επεξεργασία βασίζεται σε μια συνοδευτική κίνηση ογδόων pizzicato, επί της οποίας το βιολί πρώτα και η βιόλα έπειτα ξεδιπλώνουν μια ροή δεκάτων-έκτων εν είδει καντέντσας. Τέλος, κατά την επανέκθεση, η δεύτερη θεματική ομάδα προηγείται της πρώτης, αμφότερες δε αναδεικνύουν διαφορετικές δυνατότητες αναπτύξεως των περιεχομένων τους σε σχέση με την έκθεση, πράγμα το οποίο φανερώνει την ελευθερία στην σύλληψη του δομικού πλαισίου καθώς και την συνεχή ανοικτή αναπτυξιακή διαδικασία που χαρακτηρίζει συνολικά το έργο.

17.10.1999


© Ιωάννης Φούλιας