Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Νίκος
Σκαλκώτας (1904-1949): Δύο χορωδιακά (“Ενύχτωσε, ποιόνε θα ιδώ” και “Η
Καραγκούνα”)
Η διασκευή του “Ενύχτωσε, ποιόνε θα ιδώ” – ενός αυθεντικού δημοτικού τραγουδιού της Ρούμελης, το οποίο ο Σκαλκώτας ενέταξε αρχικά στην σκηνική μουσική του για το παραμυθόδραμα του Χρήστου Ευελπίδη Με του Μαγιού τα Μάγια (σύνθεση: 1943-1944 / ενορχήστρωση: 1949) – υπάρχει σε πολλές διαφορετικές εκδοχές: ως σολιστικό τραγούδι, για σοπράνο και ορχήστρα ή πιάνο, αλλά και ως χορωδιακό τραγούδι, αφ’ ενός μεν για πεντάφωνη μεικτή χορωδία χωρίς συνοδεία ή με συνοδεία πιάνου (πιθανόν και ορχήστρας) και αφ’ ετέρου για τρίφωνη γυναικεία χορωδία χωρίς συνοδεία. Σε όλες αυτές τις διαφορετικές γραφές, πάντως, το παραδοσιακό μουσικό υλικό με τα χαρακτηριστικά μελίσματά του διατηρείται απαράλλακτο, κατά κανόνα στην φωνή της σοπράνο. Η εναρμόνιση του Σκαλκώτα είναι στατική και ιδιαίτερα τολμηρή, αν και πάντοτε βασισμένη σε συγκεκριμένο αρμονικό σκελετό. Οι χαρακτηριστικές διάφωνες συνηχήσεις, εξ άλλου, προσδίδουν ένα σκοτεινό χρώμα που αντιστοιχεί στο ποιητικό περιεχόμενο του τραγουδιού. Η ίδια η δημοτική μελωδία κινείται εντός του δωρίου τρόπου (του “διατονικού τρόπου του ρε”) σε μεταφορά στην άνω πέμπτη, με λίγους χρωματικής φύσεως καλλωπισμούς, με έντονη λειτουργική ανάδειξη της βαθμίδος της υποτονικής καθώς και με μεγάλη ποικιλία στους φθόγγους των ατελών καταλήξεων. Στην πεντάφωνη χορωδιακή επεξεργασία του Σκαλκώτα, η φωνή της άλτο ακολουθεί ως επί το πλείστον ρυθμικώς την κυρίαρχη φωνή της σοπράνο (σε ένα μόνο σημείο από κοινού και με την φωνή του τενόρου), συχνά μάλιστα σε διαστηματική απόσταση τρίτης, αλλά και καθιστώντας εντονότερη την παρουσία χρωματικών περασμάτων. Από δομικής επόψεως, διακρίνονται δύο τμήματα, καθένα εκ των οποίων συνίσταται σε δύο φράσεις συγγενικές μεταξύ τους και με καθολικό γνώρισμα ένα εναρκτήριο πήδημα πέμπτης ή τετάρτης προς την κορυφή του τετραχόρδου λα-ρε και έπειτα μια πεποικιλμένη βηματική κατιούσα πορεία προς την εκάστοτε κατάληξη. Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος του ποιητικού κειμένου («Ενύχτωσε, ποιόνε θα ιδώ, ποιόνε να χαιρετήσω» και «Να χαιρετήσω τα βουνά, χιόνια είναι σκεπασμένα») ταυτίζονται με το πρώτο δομικό τμήμα του τραγουδιού, ενώ ο δεύτερος και ο τέταρτος στίχος («Να χαιρετήσω τα κλαριά, δροσιά είναι γιομισμένα» και «Να χαιρετήσω τις ξανθές, χολιάν’ οι μαυρομάτες») αντιστοιχούν στο δεύτερο τμήμα. Στις εκδοχές με συνοδεία πιάνου ή ορχήστρας, περαιτέρω, το πρώτο τμήμα επαναλαμβάνεται ως ενόργανο ιντερλούδιο, προ του πέμπτου και τελευταίου στίχου του κειμένου («Να χαιρετήσω ανύπαντρες, χολιάν’ οι παντρεμένες»), ο οποίος μελίζεται κατά το δεύτερο τμήμα του ρουμελιώτικου αυτού δημοτικού άσματος.
Ο πασίγνωστος αργός τετράσημος θεσσαλικός σκοπός της “Καραγκούνας” εναρμονίσθηκε από τον Σκαλκώτα για τρίφωνη γυναικεία χορωδία χωρίς συνοδεία περί το 1941 με άγνωστη αφορμή. Η ίδια δημοτική μελωδία, εξ άλλου, συναντάται και σε πιανιστική διασκευή που τοποθετείται στα 1947, αλλά η οποία δεν σχετίζεται με την χορωδιακή αυτή επεξεργασία. Στην τελευταία περίπτωση, η εναρμόνιση είναι λιτή και τονικά εντελώς σαφής (παρά τις αρκετές αλλά φευγαλέες διάφωνες συνηχήσεις), ενώ η ίδια η δημοτική μελωδία είναι εξίσου απέριττη και ρυθμικώς “τετραγωνισμένη”. Ο τρόπος είναι ο “χρωματικός του ντο” (με χαρακτηριστικό το διάστημα του τριημιτονίου ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη βαθμίδα), σε μεταφορά στην υπερκείμενη πέμπτη. Ο Σκαλκώτας αντιμετωπίζει όμως το απλό αυτό κομμάτι με ένα ενδιαφέρον ηχητικό τέχνασμα: η κύρια μελωδική γραμμή του πρώτου τμήματος του τραγουδιού εκφέρεται κατ’ αρχάς από την μεσαία φωνή του χορωδιακού συνόλου και μάλιστα σολιστικά, ενώ κατά την άμεση επανάληψή της μετατίθεται στην υψηλότερη φωνή, γεγονός που οδηγεί σε αναδιάταξη των υπολοίπων δύο συνοδευτικών γραμμών στις διαθέσιμες φωνές της χορωδίας. Η ίδια πρακτική ακολουθείται και στο δεύτερο τμήμα του δημοτικού σκοπού, ούτως ώστε, παρά την αυτούσια επανάληψη του μουσικού κειμένου, να επιτευχθεί μια διττή διαφοροποίηση, τόσο ως προς την τοποθέτηση του ήχου στον χώρο όσο και ως προς την αντίθεση σολιστικής και χορωδιακής εκφοράς του πρωτογενούς μελωδικού υλικού. Επιπλέον δε, η επανάληψη του δευτέρου δομικού τμήματος εμπλουτίζεται με φωνητικά τινάγματα (ανιόντα glissandi) σε απόσταση ογδόης καθώς και με μιαν επιτάχυνση της χρονικής αγωγής προς το τέλος της σύντομης αυτής χορωδιακής επεξεργασίας.
18.10.1999
© Ιωάννης Φούλιας