Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Οκτώ Ελληνικοί χοροί για ορχήστρα

Ο Σκαλκώτας είχε την ικανότητα να γράφει παράλληλα έργα σε τελείως διαφορετική τεχνοτροπία: έτσι, δίπλα σε συνθέσεις ατονικού ιδιώματος ή σε δωδεκαφθογγική και μετα-δωδεκαφθογγική τεχνική, βρίσκει κανείς πολλά και σημαντικά τονικά έργα, ενίοτε μεν σε νεοκλασσικό ύφος και άλλοτε πάλι σε γραφή αντιπροσωπευτική της “ελληνικής εθνικής σχολής”, όπως εν προκειμένω η περίφημη συλλογή των 36 Ελληνικών Χορών. Το αριστούργημα αυτό παραμένει στο σύνολό του ουσιαστικά άγνωστο στο ευρύ κοινό, το οποίο συνήθως έχει την ευκαιρία να ακούσει μόνο μια μικρή επιλογή εξ αυτών, όπως π.χ. τους πέντε χορούς που εκδόθηκαν από τον οίκο Universal το 1954 με επιμέλεια του Walter Goehr. Η σύνθεση των χορών υπήρξε τμηματική: ο πρώτος γράφηκε το 1931 στο Βερολίνο, τρεις προσετέθησαν το 1933 στην Αθήνα, άλλοι οκτώ το 1935 συμπλήρωσαν την πρώτη σειρά, ενώ ακολούθησαν οι δύο τελευταίες δωδεκάδες χορών το 1936. Έκτοτε πραγματοποιήθηκαν επίσης ορισμένες αναθεωρήσεις καθώς και αρκετές μεταγραφές χορών για ποικίλα σύνολα από τον ίδιο τον συνθέτη μέχρι και το τέλος του σύντομου βίου του. Σήμερα, ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει η θλιβερή διαπίστωση ότι μια συνολική έκδοση των 36 χορών για ορχήστρα δεν έχει δει ακόμη το φως της δημοσιότητος…

      Το γνωστό δημοτικό τραγούδι “Ένας αητός” αποτελεί το θέμα του Τσάμικου (του πρώτου χορού της πρώτης σειράς, σύνθεση του 1933), η πλούσια εναρμόνιση του οποίου περιλαμβάνει χαρακτηριστικές διαφωνίες και αντιστικτική πλοκή, ενώ περιστοιχίζεται από σύντομο πρόλογο και επίλογο. Στον Κρητικό χορό (τον δεύτερο της πρώτης σειράς, 1933) είναι αναγνωρίσιμος ο δημοτικός σκοπός “Εμείς τα Κρητικόπουλα”, που αρχικά εναρμονίζεται με μάλλον σκωπτική διάθεση και έπειτα αναπτύσσεται περαιτέρω με χιουμοριστικές χειρονομίες. Ο Ηπειρώτικος (τρίτος χορός της πρώτης σειράς, 1933), τουναντίον, υποτίθεται ότι βασίζεται σε ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, αν και στην πραγματικότητα ένα δημοτικό μοτίβο χρησιμεύει ως κύτταρο για την ανάπτυξη ενός τελείως πρωτότυπου έργου, με ενδιαφέρουσες αντιπαραθέσεις μείζονος και ελάσσονος τρόπου καθώς και μεταξύ της κύριας μελωδικής γραμμής και χαρακτηριστικών συνοδευτικών φιγούρων. Ο Πελοποννησιακός χορός είναι ο παλαιότερος όλων (όντας γραμμένος το 1931) και εκ των υστέρων έλαβε την τέταρτη θέση στην πρώτη σειρά. Το βασικό του θέμα εκτείνεται μόλις σε ένα διάστημα πέμπτης (άλλοτε ελαττωμένης και άλλοτε καθαρής)· στην πρώτη ενότητα (η οποία επανέρχεται αυτούσια στο τέλος) ο χαρακτήρας είναι δυναμικός, ενώ στην μεσαία ο θεματικός πυρήνας παραλλάσσεται ρυθμικά και μελωδικά, με αποτέλεσμα να καθίσταται πιο εύκαμπτος και – καθώς αποδίδεται από σολιστικά όργανα – να προσεγγίζει πλέον περισσότερο τον ήχο του παραδοσιακού αυτοσχεδιασμού.

Η μελωδία του Χωστιανού (του πρώτου χορού της τρίτης σειράς, 1936) προέρχεται από τα Χώστια της Βοιωτίας, τόπο καταγωγής της μητέρας του συνθέτη. Στις εξωτερικές ενότητες, όπου κυριαρχεί η ρυθμική παράμετρος σε μέτρο 7/8, η υφή είναι συγχορδιακή, ενώ οι μελωδικές γραμμές εμφανίζονται απέριττες και κοφτές. Ενδιάμεσα, αναδεικνύονται σολιστικές φιγούρες και πτωτικοί σχηματισμοί που συνδυάζονται κατά τρόπον ειρωνικό με ρυθμικούς αντιχρονισμούς· παρόμοιο “πανδαιμόνιο” λαμβάνει επίσης χώραν και προς το τέλος του χορού. Ο δεύτερος χορός της τρίτης σειράς είναι ένας αργός Ηπειρώτικος (1936), την πηγή του οποίου δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Η γραφή του είναι πρωτίστως σολιστική, με συμπαγή συνοδεία που σε ορισμένα σημεία δημιουργεί τονικώς αμφίσημες συνηχήσεις, ενώ στον πένθιμο χαρακτήρα του υφέρπει ένα ηρωικό στοιχείο. Ο Κλέφτικος (τρίτος χορός της τρίτης σειράς, 1936) συνιστά μια πρωτότυπη δημοτικοφανή σύνθεση σε τριμερή παρατακτική δομή· τα εξωτερικά τμήματα είναι έντονα από ρυθμικής επόψεως και πολύ ενεργητικά, ενώ το πολυθεματικό και αναπτυξιακό μεσαίο τμήμα παρουσιάζει κατά διαστήματα πιο εσωστρεφή χαρακτήρα. Ο Αρκαδικός χορός (δέκατος της τρίτης σειράς, 1936), τέλος, δεν περιέχει καμμία αναφορά στην λαϊκή μουσική παράδοση: οι δύο εξωτερικές ενότητες παρουσιάζουν μια ήρεμη μελωδία ποιμενικού χαρακτήρος, η οποία στην μεσαία ενότητα μεταφέρεται σε διάφορες ηχητικές περιοχές και καταλήγει σε περάσματα διτονικότητας.

19.12.2002


© Ιωάννης Φούλιας