Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Γιώργος Σισιλιάνος (1920-2005): Συμφωνία αρ. 1, opus 14

Την περίοδο 1955-1956, ο Γιώργος Σισιλιάνος ολοκλήρωνε τις μουσικές του σπουδές στην Σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης, όταν ήλθε σε επαφή με τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τον διάσημο αρχιμουσικό της περίφημης Φιλαρμονικής Ορχήστρας της πόλεως, ο οποίος εξετίμησε ιδιαίτερα ορισμένες από τις πρώτες συνθέσεις του πολλά υποσχόμενου νεαρού συμπατριώτη και ομοτέχνου του και δεν δίστασε να του αναθέσει την σύνθεση μιας συμφωνίας. Ο Σισιλιάνος ανταποκρίθηκε, όπως ήταν φυσικό, με ενθουσιασμό σε αυτήν την σπάνια ευκαιρία ανάδειξης του έργου του στο διεθνές μουσικό προσκήνιο, φέρνοντας εντός του 1956 εις πέρας την δημιουργία της πρώτης του συμφωνίας, opus 14, την οποίαν ο Μητρόπουλος πράγματι διηύθυνε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση τον Μάρτιο του 1958 στην Νέα Υόρκη, σημειώνοντας μάλιστα αξιοσημείωτη επιτυχία. Το συγκεκριμένο έργο συνιστά, άλλωστε, ένα από τα κορυφαία συμφωνικά επιτεύγματα στο ευρύτερο πλαίσιο της έντεχνης ελληνικής μουσικής, καθώς αφομοιώνει με πολύ εύστοχο και ώριμο τρόπο επιρροές από τον ύστερο ρομαντισμό, τον δωδεκαφθογγισμό αλλά και το προσωπικό ιδίωμα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς στον παραδοσιακό (κυκλικό) τετραμερή σχεδιασμό του περίβλεπτου είδους της συμφωνίας, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πλούσιο σε εναλλαγές, πυκνό σε σκέψη, σφριγηλό και – πάνω απ’ όλα – συνεκτικό όλον.

      Κεντρικής σημασίας για ολόκληρη την συμφωνία είναι η δωδεκάφθογγη μελωδική ιδέα των ξύλινων πνευστών που αναδύεται με ήρεμη διάθεση μέσα από το σκοτεινό, μυστηριώδες και ενίοτε απειλητικό υπόβαθρο της αργής εισαγωγής (Lento assai) του πρώτου μέρους, προτού η ίδια αναζωογονηθεί ρυθμικά και οδηγήσει κατά τρόπον δραματικό στο Allegro ma non troppo. Η μορφή της σονάτας υλοποιείται εν προκειμένω λαμβάνοντας ως αφετηρία ένα αγέρωχο και σφοδρό κύριο θέμα, που παραπέμπει σε πολλά σημεία της εύπλαστης εξύφανσής του στην ορχηστρική γλώσσα του Richard Strauss. Το βασικό μοτιβικό του υλικό, προσέτι, εναλλάσσεται με δύο σύντομους λυρικούς μονολόγους του φλάουτου και του κλαρινέττου στην μετάβαση της εκθέσεως, ενώ αμέσως μετά συνοδεύει με ευθυμία και την πλατιά μελωδική γραμμή ενός “επικού” χαρακτήρος πλαγίου θέματος, το οποίο από εκεί και ύστερα εξελίσσεται αυτόνομα, με δυναμισμό και ευφάνταστη ενορχήστρωση. Όμως η κυρίαρχη διάθεση μεταβάλλεται άρδην με την έλευση της επεξεργασίας, όπου η μελωδία της εισαγωγής έρχεται πλέον σε θυελλώδη αντιπαράθεση με το κύριο θέμα και αναπτύσσεται από κοινού με αυτό, οδηγώντας το σε μια τραγική ορχηστρική κλιμάκωση, η οποία μάλιστα περιλαμβάνει και μια συγκλονιστική αναδρομή στην έναρξη του κυρίου θέματος, λίγο προτού αυτό επανεκτεθεί στην πληρότητά του, ανακτώντας αυτοστιγμεί την αρχική του λαμπρότητα και συνδεόμενο απ’ ευθείας με την επαναφορά του – επίσης μεγαλειώδους – πλαγίου θέματος. Τουναντίον, οι χαρακτηριστικές μεταπτώσεις της μεταβάσεως μετατίθενται στο τέλος της επανεκθέσεως, όπου εξυφαίνονται σε μεγαλύτερη έκταση, προετοιμάζοντας παράλληλα την επιβλητική καταληκτική ανάκληση της μελωδικής ιδέας της εισαγωγής στο τρομακτικό επιστέγασμα του μέρους.

Το Scherzo (Allegro preciso) είναι γραμμένο στο πνεύμα του Σοστακόβιτς, διαθέτει αρκετό χιούμορ και ειρωνεία και ακολουθεί τις προδιαγραφές μιας τυπικής τριμερούς διαρθρώσεως, στο πλαίσιο της οποίας το σπινθηροβόλο βασικό του θέμα αναπτύσσεται εξαντλητικά, με πλούσιες ηχοχρωματικές αντιθέσεις αλλά και απότομες δυναμικές εξάρσεις. Από την άλλη πλευρά, το ενδιάμεσο τρίο του δεύτερου αυτού μέρους της συμφωνίας εισάγει πολύ διστακτικά την δική του απέριττη μελωδική ιδέα και την εξυφαίνει κατόπιν με λεπτότητα που θυμίζει ανάλογα σημεία σε παρτιτούρες του Gustav Mahler. Η τελική επαναφορά του scherzo είναι αυτούσια.

Το αργό τρίτο μέρος (Largo) ξεκινά την πορεία του με τελείως διάφανη υφή, καθώς μια ελεγειακή μελωδία εκτίθεται σολιστικά από επιλεγμένα ξύλινα πνευστά πάνω από ένα επίμονο στοιχειώδες συνοδευτικό σχήμα. Η βασική αυτή μελωδική ιδέα παρουσιάζεται στην συνέχεια τόσο από τα έγχορδα, όσο και από μέλη της ομάδας των χάλκινων πνευστών, προτού οδηγηθεί σε μια δυναμική κλιμάκωση από ολόκληρη την ορχήστρα, η οποία καταλήγει ανακαλώντας μια φρικιαστική ηχητική “εικόνα” από την επεξεργασία του πρώτου μέρους. Σε αυτό το σημείο κάνει την ζοφερή εμφάνισή του – κατά δήλωση του συνθέτη – ένα αφηρημένο παράθεμα από την πασίγνωστη άρια του Giacomo Puccini “E lucevan le stelle” («Και έλαμπαν τ’ αστέρια», από την τρίτη πράξη της Τόσκα), το οποίο γενικότερα πλαισιώνει μια δεύτερη ενότητα που αφιερώνεται πρωτίστως στην δραματική αντιστικτική ανάπτυξη του επικεφαλής μοτίβου της μελωδίας της εισαγωγής του πρώτου μέρους. Αντίστοιχα τριμερής είναι όμως και ο μακροδομικός σχεδιασμός του Largo, χάρη στην ψυχορραγούσα καταληκτική επαναφορά της εναρκτήριας μελωδικής του ιδέας.

Η μορφή του Finale (Allegro vivacissimo quasi presto) δεν βασίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο δομικό πρότυπο, όπως συνέβαινε σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, αλλά σε μιαν ελεύθερη, ραψωδική κατασκευή που ενσωματώνει και αρκετές θεματικές αναφορές στα προηγούμενα μέρη. Η πρώτη, πάντως, ενότητα του τελικού αυτού μέρους επικεντρώνεται στην πληθωρική εξύφανση μιας ιδιαίτερα ανήσυχης νέας ιδέας, που δεν αργεί να προσλάβει δαιμονικές διαστάσεις καθώς εξελίσσεται για αρκετή ώρα με αστείρευτη ενέργεια και σθένος. Έμμεσες αναδρομές στο πρώτο μέρος επιτείνουν το ηχητικό αυτό “πανδαιμόνιο”, έως ότου – έπειτα και από την σαφή ανάκληση τόσο του παραλλάγματος της άριας του Puccini από το τρίτο μέρος, όσο και του μελωδικού περιγράμματος του κυρίου θέματος του πρώτου μέρους – η ξέφρενη αυτή πορεία αφομοιώσει με υπέρτατο δέος και την εναρκτήρια δωδεκάφθογγη μελωδία της συμφωνίας. Παρ’ όλα αυτά, το έργο στρέφεται τελικά με αποφασιστικότητα προς μια θριαμβευτική ολοκλήρωση, “ενθυμούμενο” σε αδρές γραμμές και το πλάγιο θέμα του πρώτου μέρους, πριν τις χειμαρρώδεις καταληκτικές χειρονομίες της ορχήστρας.

22.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας