Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Jean Sibelius (1865-1957): Rakastava, σουΐτα για ορχήστρα εγχόρδων, τύμπανα και τρίγωνο, opus 14

Παρ’ ότι γεννήθηκε σε οικογένεια που μιλούσε την σουηδική γλώσσα στο τότε ρωσικό Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας, ο Jean Sibelius απετέλεσε τον κυριότερο εκπρόσωπο του μεταρομαντικού εθνικού μουσικού ρεύματος που αναπτύχθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνος στην πατρίδα του (η οποία αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος μόλις το 1917-1918) και έχει καθιερωθεί διεθνώς ως ο μεγαλύτερος φινλανδός συνθέτης. Η σουΐτα Rakastava (Ο εραστής) βασίζεται σε έναν κύκλο τριών τραγουδιών για ανδρική χορωδία που γράφηκε το 1893-1894, πάνω σε κείμενα από την ανθολογία λαϊκής φινλανδικής ποιήσεως Kanteletar, με αφορμή έναν διαγωνισμό σύνθεσης του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, στον οποίον ο Sibelius κέρδισε το δεύτερο βραβείο. Αν και σύντομα ακολούθησαν δύο ακόμη φωνητικές διασκευές του κύκλου αυτού, το 1894 (για ανδρική χορωδία και ορχήστρα εγχόρδων) και το 1898 (για μεικτή χορωδία δίχως συνοδεία), η ευρύτερα διαδεδομένη “εκδοχή” του έργου – κατ’ ουσίαν μια ριζική ανασύνθεση του διαθέσιμου υλικού – σε μορφή σουΐτας για ορχήστρα εγχόρδων, τύμπανα και τρίγωνο (opus 14), είδε το φως πολύ αργότερα, στα 1911-1912, και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 16 Μαρτίου του 1912 στο Ελσίνκι, υπό την διεύθυνση του συνθέτη.

      Σε αυτήν την ενόργανη τελική “εκδοχή”, το εξωμουσικό περιεχόμενο του Rakastava υποδηλώνεται πλέον πρωτίστως από τους προγραμματικούς τίτλους των τριών μερών του και – σε πολύ περιορισμένο βαθμό – από τις ηχητικές “εικόνες” που αυτά ενσωματώνουν. Το πρώτο μέρος, «Ο εραστής» (Andante con moto), διέπεται από μιαν απέριττη φολκλορική μελωδικότητα και έναν ελεγειακό λυρισμό που συχνά, πάντως, υπονομεύονται από το σαθρό, γεμάτο συγκοπές, ρυθμικό υπόβαθρο. Το “σκηνικό” που υποβάλλει η συνεχής εξύφανση δύο μελωδικών φράσεων εκ περιτροπής αποπνέει ψυχρότητα, όπως εξ άλλου και οι εμβόλιμες αναπτύξεις μιας ζωηρότερης συνοδευτικής φιγούρας υπό τον υπόκωφο ρούλο των τυμπάνων. Το δεύτερο μέρος της σουΐτας, «Ο δρόμος της αγαπημένης» (Allegretto), είναι μεν πιο “φωτεινό” και εξωστρεφές, αλλά βασίζεται και πάλι στην απλή εναλλαγή δύο – ελαφρώς αντιτιθέμενων μεταξύ τους – μελωδικών φράσεων, με λεπταίσθητες παραλλαγές που ωστόσο περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στον πυκνό ιστό των συνοδευτικών φωνών· μόνον η ύστατη παράθεση της δεύτερης φράσεως μεταπίπτει σε άλλη τονική βάση και εμπλουτίζεται ηχοχρωματικά με την διακριτική παρέμβαση του τριγώνου, λίγο προτού μια ισχνή ανάμνηση της πρώτης φράσεως σβήσει χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω της. Το τελευταίο μέρος, «Καληνύχτα… Έχε γεια!», συγκεράζει σε ένα “τρίπτυχο” τους διαφορετικούς χαρακτήρες των δύο προηγουμένων. Έτσι, στην αργή εναρκτήρια ενότητα (Andantino), ένα βιολί εκθέτει σολιστικά την εκφραστική λαϊκότροπη μελωδία του (η οποία εμπεριέχει και σποραδικές αναφορές σε εκείνη του πρώτου μέρους), πάνω από το αργόσυρτο και παθητικό υπόβαθρο των άλλων εγχόρδων. Εντούτοις, το μελωδικό αυτό υλικό δεν αργεί να εξαντληθεί και να ρευστοποιηθεί ολότελα (Doppio più lento), οδηγώντας σε μια πιο ανήσυχη δεύτερη ενότητα (Vivace), όπου τα τύμπανα κάνουν την επανεμφάνισή τους, υποστηρίζοντας τις ενεργητικές συνοδευτικές φιγούρες μιας νέας – έντονα τροπικής, αλλά εξαιρετικά σύντομης – μελωδικο-χορευτικής ιδέας. Τέλος, στην τρίτη ενότητα του μέρους (Lento assai), επικρατεί πλήρως μια σιγαλή “βραδυνή” ατμόσφαιρα, δια της καινοφανούς αναπλάσεως επιλεγμένων μοτίβων της αρχικής μελωδίας σε μελαγχολικά μουσικά συμφραζόμενα.

09.01.2009


© Ιωάννης Φούλιας