Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Robert Schumann (1810-1856): Phantasiestücke για κλαρινέττο (ή τσέλλο) και πιάνο, opus 73

Ακολουθώντας την πρακτική των ενταγμένων σε κύκλους σύντομων κομματιών χαρακτήρος για πιάνο, ο Schumann συνέθεσε αντίστοιχα έργα μουσικής δωματίου για συνδυασμούς ενός ή δύο οργάνων συν πιάνο, τα οποία συνάντησαν εξ αρχής την ευνοϊκή αποδοχή του κοινού και κατά συνέπειαν κατέλαβαν γρήγορα σταθερή θέση στο σχετικό συναυλιακό ρεπερτόριο. Τα συγκεκριμένα τρία φανταστικά κομμάτια για κλαρινέττο (ή τσέλλο) και πιάνο γράφηκαν με την χαρακτηριστική για τον συνθέτη ταχύτητα μέσα σε δύο μόλις ημέρες, στις 12 και 13 Φεβρουαρίου 1849, αλλά ο τίτλος που έλαβαν στην πρώτη τους έκδοση (που πραγματοποιήθηκε αργότερα το ίδιο έτος, υπό τον αριθμό opus 73) δεν ταυτίζεται με τον αυθεντικό Soiréestücke επί του χειρογράφου, ο οποίος παραπέμπει αμφίσημα στην διάθεση των κομματιών αλλά και στο προοριζόμενο για την ερμηνεία τους περιβάλλον μιας μουσικής βραδιάς.

      Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι η κυκλικότητα του συνολικού έργου, όπως αυτή διαφαίνεται στις τονικές και μοτιβικές σχέσεις των τριών μερών – τα οποία μάλιστα εκτελούνται χωρίς ενδιάμεσες διακοπές – εδράζεται στο πρότυπο της τετραμερούς σονάτας του ρομαντισμού, από την οποία εντούτοις μοιάζει να έχει απαλειφθεί το γρήγορο πρώτο μέρος σε μορφή σονάτας. Έτσι, το πρώτο κομμάτι στην λα-ελάσσονα αντιστοιχεί σε ένα αργό μέρος, το δεύτερο στην Λα-μείζονα διαθέτει την μορφή και τον χαρακτήρα ενός scherzo με τρίο, ενώ το τρίτο, επίσης στην Λα-μείζονα, επέχει σαφώς τον ρόλο του γρήγορου τελικού μέρους που συνιστά το επιστέγασμα ενός κύκλου χάρη στην επαναφορά θεματικών στοιχείων από τα προηγούμενα κομμάτια-μέρη του έργου.

      Από την άλλη πλευρά βεβαίως, και τα τρία κομμάτια βασίζονται στην τριμερή ασματική μορφή, την τυπικότερη δηλαδή δομική επιλογή για τα κομμάτια χαρακτήρος της ρομαντικής περιόδου. Το πρώτο (Zart und mit Ausdruck), συνοδευόμενο καθ’ όλην την διάρκειά του από τρίηχα στο πιάνο, αναπτύσσει έναν διάλογο μεταξύ των δύο οργάνων πάνω σε σύντομες ευλύγιστες μελωδικές φράσεις, ενώ ο χαρακτήρας του παραμένει θλιμμένος (στις εξωτερικές ενότητες) είτε στοχαστικός (στην μεσαία ενότητα σε Ντο-μείζονα), χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις μέχρι την εξαϋλωτική κατακλείδα. Το ακόλουθο “scherzo” (Lebhaft, leicht) επιταχύνει μεν την χρονική του αγωγή, αλλά παραμένει μάλλον ήπιο και συνεχές στην υφή του, χωρίς ιδιαίτερα ξεσπάσματα ή κορυφώσεις· στο ενδιάμεσο τρίο στην Φα-μείζονα, εξ άλλου, λαμβάνουν χώραν ζωηρές μιμήσεις ανάμεσα στα δύο όργανα με ένα μοτίβο τριήχων. Το τρίτο κομμάτι (Rasch und mit Feuer), τέλος, διαθέτει την απαιτούμενη εκείνη ενεργητικότητα ώστε να αιτιολογήσει την δεσπόζουσα θέση του ως finale του μικρού αλλά καλά οργανωμένου αυτού κύκλου: οι εξωτερικές ενότητες της τριμερούς μορφής του αντιπαραθέτουν περάσματα πυκνής μιμητικής και ομοφωνικής γραφής, ενώ στην μεσαία ενότητα σε λα-ελάσσονα επιβάλλεται προς στιγμήν συνεχής μελωδική ροή μέσα σε ήρεμη μελαγχολική ατμόσφαιρα· η τελική κορύφωση πραγματώνεται στην coda του ιδίου μέρους, με ρυθμική πύκνωση, σταδιακή επιτάχυνση της χρονικής αγωγής και εμφαντική κατάληξη.

22.01.2003


© Ιωάννης Φούλιας