Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Robert
Schumann (1810-1856): Τρεις ρομάντσες για πιάνο, opus 28
Οι τρεις ρομάντσες για πιάνο γράφηκαν το 1839 στην Λειψία και εκδόθηκαν το επόμενο έτος ως opus 28, με αφιέρωση στον κόμητα Heinrich II του Reuss-Köstritz. Τα τρία αυτά κομμάτια χαρακτήρος είναι λιγότερο γνωστά σε σχέση με άλλες συνθέσεις για πιάνο του Schumann της δεκαετίας του 1830, αν και με αυτά ολοκληρώνεται ουσιαστικά η πρώτη δημιουργική περίοδος του συνθέτη, πριν την στροφή του προς τα είδη του τραγουδιού, της ορχηστρικής μουσικής και της μουσικής δωματίου. Πέραν του ποιητικού τίτλου τους, εξ άλλου, δεν διαθέτουν οποιαδήποτε άλλη ένδειξη ύπαρξης εξωμουσικού περιεχομένου. Από την άλλη πλευρά, οι τονικότητες και οι μορφές τους φανερώνουν ότι στην μικρή αυτή πιανιστική ανθολογία δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί η τάση του ύστερου Schumann προς την δημιουργία κάποιου βαθμού συνάφειας και συνέχειας μεταξύ των – αυτόνομων κατά τα άλλα – κομματιών μιας συλλογής.
Η πρώτη ρομάντσα (Sehr marki[e]rt), σε σι-ύφεση-ελάσσονα, δίνει την εντύπωση σπουδής, αφού καθ’ όλην την διάρκειά της ρέει ασταμάτητα μια συνοδευτική φιγούρα τριήχων δεκάτων-έκτων στην μεσαία ηχητική περιοχή του οργάνου, μοιρασμένη σε αριστερό και δεξί χέρι. Παρά την δημιουργία αυτού του υποστρώματος για την εξύφανση μιας κύριας μελωδικής φωνής, το περιεχόμενο του δεξιού χεριού σε γενικές γραμμές δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ιδιαίτερα μελωδικής φύσεως. Ουσιαστικά λοιπόν, η παράμετρος που πρωτίστως αναδεικνύεται στο κομμάτι αυτό είναι η αρμονική. Στην πρώτη ενότητα, η οποία οργανώνεται ως μικρή τριμερής δομή με εσωτερικές επαναλήψεις, τα εξωτερικά τμήματα επικεντρώνονται στην αρχική τονικότητα και μόνο στο μεσαίο τμήμα πραγματοποιείται μια απομάκρυνση προς την περιοχή της διπλής δεσπόζουσας. Με μια εναρμόνια αλλαγή στην υψηλότερη φωνή, η δεύτερη ενότητα τίθεται χωρίς άλλη διαμεσολάβηση στην τονικότητα της Φα-δίεση-μείζονος. Το πρώτο της τμήμα (με άμεση επανάληψη) παρουσιάζει αρκετή αρμονική δραστηριότητα, η οποία διατηρείται και στο δεύτερο, παράλληλα με την αναζωογόνηση της υποτυπώδους μελωδικής γραμμής χάρη σε ένα συγκοπικό ρυθμικό μοτίβο. Η επαναφορά δε του πρώτου τμήματος, χωρίς τροποποιήσεις, ακολουθείται από την επανάληψη και του δευτέρου, η οποία όμως διακόπτεται σε ένα σημείο και ενώνεται με ένα συνδετικό πέρασμα που οδηγεί στην επανεμφάνιση της πρώτης ενότητος από την περιοχή της υποδεσπόζουσας! Το τέχνασμα αυτό υποχρεώνει βέβαια σε τονική μεταφορά τα δύο πρώτα τμήματα της αρχικής ενότητος, αλλά παράλληλα προετοιμάζει ομαλότερα πλέον την επαναφορά του πρώτου τμήματος στην αρχική τονικότητα μέσω της δεσπόζουσάς της. Το περιεχόμενο της coda, τέλος, συνιστά απλώς μιαν αναγκαία από τονικής επόψεως προέκταση του τελευταίου αυτού τμήματος, προκειμένου να επικυρωθεί η σι-ύφεση-ελάσσονα ως το αδιαμφισβήτητο τονικό κέντρο του κομματιού.
Το δεύτερο κομμάτι της συλλογής (Einfach) τίθεται στην Φα-δίεση-μείζονα, όπως δηλαδή και η μεσαία ενότητα του πρώτου κομματιού. Σε αντίθεση όμως με εκείνο, τώρα είναι στην μεσαία περιοχή του πιάνου που αναπτύσσεται μια απλή αλλά εκφραστικότατη μελωδία, η οποία κινείται σε παράλληλες τρίτες και περιβάλλεται από αρπισμούς. Η γαλήνια αίσθηση της πρώτης οκτάμετρης ενότητος αίρεται ωστόσο στην αμέσως επόμενη, όπου η βασική μελωδική γραμμή μεταφέρεται στην άνω φωνή, ο αρμονικός ρυθμός επιταχύνεται και με επίκεντρο την ντο-δίεση-ελάσσονα προκαλείται ένταση και δραματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, το σκηνικό μεταβάλλεται και πάλι με την ελάχιστα προετοιμασμένη επαναφορά της πρώτης ενότητος. Εδώ όμως ο Schumann επιφυλάσσει μια έκπληξη: η αρχική μελωδία από ένα σημείο και έπειτα χάνει τον προσανατολισμό της, δημιουργεί μια κλιμάκωση και φθάνει σε αδιέξοδο· σε αυτό το σημείο κάνει λοιπόν την εμφάνισή της μια νέα, πολύ εκφραστική μελωδική φιγούρα, η οποία μέσα από ημι-αντιστικτικούς ελιγμούς σε ευρύ ηχητικό φάσμα οδηγεί εκ του ασφαλούς σε μια τελική ανάμνηση της αρχικής μελωδίας που σβήνει μέσα σε ονειρώδη ατμόσφαιρα…
Το τρίτο κομμάτι της συλλογής (Sehr marki[e]rt) είναι το μεγαλύτερο σε έκταση, καθώς περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη τριμερή ενότητα που εναλλάσσεται με δύο “intermezzi”. Η κύρια μακροδομική ενότητα ακολουθεί το δομικό πρότυπο ενός scherzo με τρίο: το “scherzo” είναι πολύ κοφτό και αυστηρό στην έκφρασή του, σαν εμβατήριο στην Σι-μείζονα, ενώ το “τρίο” τίθεται στην Μι-μείζονα και αντιπαραθέτει δεμένα μελωδικά τόξα και πλούσιο αρμονικό ήχο χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις. Μετά την πλήρη επαναφορά του “scherzo” προστίθεται μια coda που, εμφανώς επιρρεασμένη από το “τρίο”, καταλήγει ήρεμα στην Σι-μείζονα. Μια σύντομη μετάβαση οδηγεί κατόπιν στο Intermezzo I: presto σε ντο-δίεση-ελάσσονα. Εδώ επιχειρείται ένας συνδυασμός του μελωδικού legato με την κοφτή αρμονική συνοδεία και επιπλέον λαμβάνουν χώραν έντονα αναπτυξιακές διαδικασίες: το αρχικό μοτίβο, αφού πρώτα εκτεθεί σε σταδιακά χαμηλότερη ηχητική περιοχή, παρουσιάζεται σε ευθεία και αντίθετη κίνηση ακολουθώντας μια πλούσια μετατροπική πορεία και τελικά ρευστοποιείται, έως ότου απομείνει μόνο η κεφαλή του ως συνοδευτική φιγούρα για την ανάδυση μιας πλατιάς μελωδικής γραμμής. Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται όλη αυτή η ενότητα σε μεταφορά από την φα-ελάσσονα, μόνο που η διαδικασία μοτιβικής ρευστοποίησης οδηγεί αυτήν την φορά απ’ ευθείας στην επαναφορά του “scherzo” σε Σι-μείζονα (Erstes Tempo) και μάλιστα στην δεύτερη εκδοχή του που προεκτείνεται χάρη στην coda. Το Intermezzo II: etwas langsamer, στην μι-ελάσσονα, αναπτύσσεται υπό μορφήν ενός παθητικού και αγωνιώδους (εξαιτίας των συνεχών μετρικών μετατοπίσεων) διαλόγου ανάμεσα στην μεσαία και την υψηλότερη ηχητική περιοχή του πιάνου. Στο μεσαίο τμήμα της τριμερούς αυτής δομής ο διάλογος φωτίζεται πρόσκαιρα από αποχρώσεις μείζονος τρόπου, αλλά κατά την επαναφορά του πρώτου τμήματος ορισμένες λεπτές “πινελιές” ενισχύουν την βαριά ατμόσφαιρα, που διατηρείται μέχρι την τελική επανεμφάνιση της πρώτης ενότητος του κομματιού (Wie vorher): σε αυτήν, ο Schumann επιλέγει πλέον να παραθέσει πρώτα το “τρίο” σε Μι-μείζονα και στην συνέχεια το “scherzo”, με την γαλήνια coda να ολοκληρώνει αυτήν την εκτενή και πλούσια σε αντιθέσεις ρομάντσα.
28.10.2003
© Ιωάννης Φούλιας