Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Robert Schumann (1810-1856): Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 2 σε ρε-ελάσσονα, opus 121

Το πυκνό ύφος γραφής του ύστερου έργου του Schumann τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, στις δύο σονάτες για βιολί και πιάνο του 1851 που εξεδόθησαν όσο ζούσε ακόμη (μια τρίτη, η WoO 2, σύνθεση του 1853, δημοσιεύθηκε μόνο μετά θάνατον). Ο χαρακτηρισμός της δεύτερης σονάτας ως “μεγάλης”, τον οποίο ο ίδιος ο Schumann προσέδωσε στο έργο του, αναφέρεται τόσο στις διαστάσεις όσο και στην συνθετική φιλοδοξία και τις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις που αυτή εμπεριέχει· γραμμένη στο Düsseldorf μέσα σε λίγες μόνο ημέρες (από τις 26 Οκτωβρίου μέχρι τις 2 Νοεμβρίου 1851), ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά σε ιδιωτική εκτέλεση τον Μάρτιο του 1852 από τον Ferdinand David (στο οποίον και είναι αφιερωμένη) και την σύζυγο του συνθέτη Clara, ενώ ακολούθησαν η έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1853 (ως opus 121) και έναν μήνα αργότερα η πρώτη δημόσια παρουσίασή της από τους Joseph Joachim και Clara Schumann.

      Το πρώτο μέρος ξεκινά με ένα αργό εισαγωγικό τμήμα (Ziemlich langsam), στο οποίο μια απότομη ιδέα γεμάτη πάθος παραχωρεί σύντομα την θέση της σε ένα ελεγειακό πέρασμα του βιολιού. Έπεται το κατ’ εξοχήν γρήγορο μέρος (Lebhaft) σε μορφή σονάτας, όπου το κύριο θέμα αναπτύσσει το αρχικό υλικό της εισαγωγής με παθητική και αγωνιώδη έκφραση στην ρε-ελάσσονα, ενώ το πλάγιο θέμα στην σχετική Φα-μείζονα αντιπαραθέτει σε αυτό πιο ανάλαφρα αλλά παρ’ όλα αυτά ρυθμικώς ενεργητικά περιεχόμενα, προτού η αρχική ιδέα επανέλθει ως καταληκτικό στοιχείο στο τέλος της εκθέσεως με λαμπερή ηχηρότητα. Μετά την επανάληψη της εκθέσεως, η ενότητα της επεξεργασίας αναπτύσσει το μοτιβικό υλικό αμφοτέρων των θεμάτων σε περισσότερο πολυφωνική ύφανση· στην πλήρη επανέκθεση, εξ άλλου, το πλάγιο θέμα τίθεται στην ομώνυμη Ρε-μείζονα, αλλά η ακόλουθη κατακλείδα επιστρέφει στην τραγικότητα του ελάσσονος τρόπου και το κομμάτι ολοκληρώνεται με μια βαρύθυμη coda.

      Το ρωμαλέο scherzo (Sehr lebhaft) σε Σι-μείζονα εναλλάσσει την ανήσυχη και κάπως απειλητική διάθεσή του με δύο σύντομες αντιθετικές ενότητες (εν είδει “τρίο”): η πρώτη, στην φα-δίεση-ελάσσονα, είναι πιο ήρεμη, γεμάτη παράπονο· η δεύτερη, αντιθέτως, στην Σι-μείζονα, χαρακτηρίζεται από ρυθμική χαλαρότητα και αισιοδοξία. Η τρίτη εμφάνιση του scherzo ακολουθείται από σύντομη coda που ολοκληρώνει το μέρος στην αρχική τονικότητα, κατά τρόπον θετικό και πολύ εμφαντικό.

Οι ερμηνευτικές υποδείξεις για το αργό μέρος (Leise, einfach), στην Σολ-μείζονα, αναφέρονται πρωτίστως στην διάχυτη μελωδικότητα του αρχικού θέματος, όπου δεσπόζει η γραμμή του βιολιού. Το θέμα αυτό παραλλάσσεται κατ’ αρχάς δύο φορές· στην συνέχεια, στοιχεία του συνδυάζονται με υπομνήσεις από το scherzo σε μια μεσαία, περισσότερο ανήσυχη ενότητα, πριν την επιστροφή στην νηφαλιότητα που προσφέρει μια τελευταία παραλλαγή του αρχικού θέματος καθώς και μια coda, στην οποία σύντομες νύξεις του περιεχομένου της μεσαίας ενότητος εξαλείφονται προοδευτικά.

Το τελευταίο μέρος, Bewegt, αντιστοιχεί εν πολλοίς στα περιεχόμενα του πρώτου, καθώς συνίσταται στην διαλεκτική αντιπαράθεση ενός θυελλώδους κυρίου θέματος στην ρε-ελάσσονα με ένα λυρικώτατο πλάγιο θέμα στην Φα-μείζονα, τα οποία αναπτύσσονται σε μια εν γένει χαμηλόφωνη, χωρίς πολλές εξάρσεις επεξεργασία και αργότερα επανεκτίθενται, με μια απόκλιση του πλαγίου θέματος προς την περιοχή της Σι-ύφεση-μείζονος, που προετοιμάζει με ωραίο τρόπο την τελική επικράτηση της Ρε-μείζονος στο πλαίσιο μιας ενθουσιώδους coda, όπου το αρχικό θεματικό υλικό επανερμηνεύεται.

21.09.2002


© Ιωάννης Φούλιας