Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Ντμίτρι
Σοστακόβιτς (1906-1975): Κοντσέρτο για
πιάνο αρ. 1, σε ντο-ελάσσονα, opus 35
Από τα δύο κοντσέρτα για πιάνο του ρώσου συνθέτη και πιανίστα Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το πρώτο γράφηκε ουσιαστικά για τον ίδιο και μάλιστα σε μιαν ιδιαίτερα ευτυχή περίοδο της σταδιοδρομίας του, λίγα μόλις χρόνια προτού τεθεί στο στόχαστρο της καλλιτεχνικής λογοκρισίας του σταλινικού καθεστώτος. Το σχετικά μικρό αυτό έργο συνετέθη από τις 6 Μαρτίου έως τις 20 Ιουλίου του 1933 και υπό τον προσωρινό τίτλο Κοντσέρτο για πιάνο, με συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων και τρομπέτας, opus 35, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία από την πρώτη του κιόλας εκτέλεση, στις 15 Οκτωβρίου του ιδίου έτους στο Λένινγκραντ, με τον συνθέτη στο πιάνο. Συνιστά ένα έξοχο δείγμα νεοκλασσικιστικής αισθητικής, γραμμένο σε ύφος αρκετά απλό και διαπνεόμενο ως επί το πλείστον από ανάλαφρη και εύθυμη διάθεση.
Οι ιδιότητες αυτές γίνονται εξ αρχής αντιληπτές στο πρώτο μέρος σε ντο-ελάσσονα, το οποίο ανοίγει με μια σύντομη κωμική χειρονομία από το πιάνο και την τρομπέτα, προτού εκτεθεί το κύριο θέμα του – πρώτα από το πιάνο και έπειτα από τα έγχορδα – και κατόπιν αναπτυχθεί περαιτέρω με την σύμπραξη και των δύο αυτών συντελεστών. Παρά τον ελάσσονα τρόπο, ο χαρακτήρας του εν λόγω θέματος (Allegro moderato) δεν έχει τίποτε το δραματικό ή το ελεγειακό: ξεκινά ήσυχα και λυρικά, με διάφανη αντιστικτική υφή που παραπέμπει στην τεχνοτροπία του ύστερου μπαρόκ, και εξελίσσεται με μεγαλύτερη ενεργητικότητα και δυναμισμό καθώς διατρέχει αρκετά απομακρυσμένα τονικά κέντρα, έως ότου επιστρέψει τελικά στην ντο-ελάσσονα. Το ζωηρό και ανάλαφρο πλάγιο θέμα (Allegro vivace), προσέτι, που ακολουθεί σχεδόν αδιαμεσολάβητα στην σχετική Μι-ύφεση-μείζονα, δίνει αμέσως την εντύπωση μιας παρωδίας εμβατηρίου, την οποία άλλωστε επικυρώνουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο και τα όψιμα στρατιωτικά παραγγέλματα της τρομπέτας. Η επεξεργασία της μορφής σονάτας αναπλάθει εν συνεχεία με μεγάλη ζωντάνια και ένταση το διαθέσιμο μοτιβικό υλικό, όμως η ελαφρά ροπή της προς το τραγικό υπονομεύεται ακόμη και στο εσωτερικό της, προτού καν επανεκτεθεί, δηλαδή, κατά τρόπον ιδιαιτέρως συνοπτικό το – επικεντρωνόμενο μόνο στην δεύτερη, ορχηστρική του εκδοχή – κύριο θέμα (Allegretto). Αποσπασματική και περιπετειώδης, εξ άλλου, αποδεικνύεται κατόπιν και η επαναφορά του πλαγίου θέματος (Allegro), το οποίο αφ’ ενός μεν στερείται τα φαιδρά εμβατηριακά μοτίβα που το περιέβαλλαν στην έκθεση και αφ’ ετέρου εισάγεται “κατά λάθος” στην Σι-μείζονα, διορθώνοντας βέβαια λίγο παρακάτω την πορεία του με μια στροφή προς την Ντο-μείζονα. Τέλος, η σολιστική εκδοχή του κυρίου θέματος επανεμφανίζεται με αισθητή καθυστέρηση ως coda (Moderato), οδηγώντας το μέρος αυτό σε μιαν ήρεμη και αναστοχαστική κατάληξη.
Διαφορετικής αισθητικής είναι το αργό μέρος του κοντσέρτου, ένα Lento σε μι-ελάσσονα, η βασική ιδέα του οποίου συνίσταται σε ένα αργό και συγκρατημένα ελεγειακό βαλς. Παρά την αργοπορημένη του είσοδο, το πιάνο προεκτείνει το μελωδικό υλικό της πρώτης ενότητος και οδεύει προς ένα ορμητικό και εν τέλει βαρύ πέρασμα, ενώ η μετέπειτα επαναφορά της αρχικής μελωδίας, ναι μεν, ανατίθεται στην τρομπέτα, αλλά ακούγεται και πάλι πολύ απαλά, σε χαμηλή ένταση και έκταση και με την χρήση πνιγέα (“con sordino”). Έτσι, το πιάνο και τα έγχορδα προσθέτουν στην συνέχεια μια – σχετικώς εκτενή – πένθιμη και προοδευτικά άτονη κατακλείδα, η οποία ολοκληρώνει το δεύτερο αυτό μέρος κατά τρόπον απολύτως συνεπή προς τον εαυτό του.
Το ακόλουθο Moderato είναι ένα αρκετά αινιγματικό μέρος: όντας εξαιρετικά σύντομο, ξεκινά με μια γαλήνια καντέντσα του πιάνου, η οποία όμως διακόπτεται από έναν απρόσμενα θρηνητικό αναστοχασμό των εγχόρδων και κατόπιν συνεχίζεται ξανά με μάλλον ανέμελη διάθεση, καταλήγοντας σε ένα συνδετικό πέρασμα προς το τελικό μέρος του έργου. Αυτό το Allegro con brio είναι ένα χαλαρά δομημένο ρόντο που σφύζει από ζωντάνια και χιούμορ. Το βασικό του θέμα διαθέτει την κωμικότητα και την χαριτωμένη επιπολαιότητα πολλών ιδεών του Joseph Haydn και της εποχής του· αμφιταλαντευόμενο δε ανάμεσα στην ντο-ελάσσονα και την ομώνυμη Ντο-μείζονα, περιπλανάται σε διάφορες τονικότητες, εξυφαίνοντας με ακατάπαυστη ζωηρότητα το υλικό του και καταλήγοντας αναπάντεχα σε μια σχεδόν ατόφια παράθεση του αρχικού θέματος της Σονάτας για πληκτροφόρο Hob. XVI: 37 του Haydn από την τρομπέτα! Αλλά και η συνέχεια διέπεται από πνευματώδεις αναφορές σε σύγχρονα ελαφρά μουσικά είδη, νευρώδη χορευτικό παλμό και χιουμοριστικές φανφάρες (Presto), πριν από την επανεμφάνιση του βασικού θέματος σε ένα σύντομο αναπτυξιακό-μετατροπικό τμήμα με διάχυτη ειρωνεία. Ανάλογης διάθεσης είναι και ο λαϊκότροπος μελωδικός σκοπός της τρομπέτας στο επόμενο επεισόδιο (Allegretto poco moderato), που οδηγεί σε νέα επαναφορά και περαιτέρω δαιμονιώδη ανάπτυξη της αρχικής θεματικής ιδέας (Allegro con brio). Καθώς λοιπόν το έργο φαίνεται να πλησιάζει πλέον προς το τέλος του, το πιάνο κρίνει σκόπιμο να ξεκινήσει την λαμπρή του καντέντσα με σπαρταριστές υπομνήσεις του Καπρίτσιου για πιάνο, opus 129, του Beethoven (που είναι περισσότερο γνωστό με τον υπότιτλό του «Οργή για το χαμένο γρόσι»), ενώ στην coda (Presto) του τελευταίου αυτού μέρους σπινθηροβόλες θεματικές αναδρομές αλλά και τραχιές και παράφορες χορευτικές χειρονομίες εναλλάσσονται κατά τρόπον ξεκαρδιστικό με τις έμμονες φανφάρες της τρομπέτας, οι οποίες και επικρατούν πανηγυρικά έναντι όλων των άλλων καλειδοσκοπικά ανακαλούμενων ιδεών.
07.09.2008
© Ιωάννης Φούλιας