Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975): Κουαρτέττο εγχόρδων αρ. 10 σε Λα-ύφεση-μείζονα, opus 118

Το καλοκαίρι του 1964 ο Σοστακόβιτς ασχολήθηκε με την σύνθεση δύο κουαρτέττων εγχόρδων, των υπ’ αριθμόν 9 (opus 117) και 10 (opus 118), τα οποία παρουσιάσθηκαν σε πρώτη εκτέλεση από το “Κουαρτέττο Beethoven” στις 20 Νοεμβρίου του ιδίου έτους στην Μόσχα. Το δεύτερο από αυτά, γραμμένο μεταξύ 9 και 20 Ιουλίου 1964, είναι ένα από τα πλέον γαλήνια έργα του Σοστακόβιτς, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν οι χαρακτηριστικές του ύφους του εντάσεις, που εκδηλώνονται κυρίως στο δεύτερο μέρος. Η παρτιτούρα αφιερώθηκε στον συνθέτη Μωυσέι Σαμουήλοβιτς Βάινμπεργκ, φίλο του Σοστακόβιτς, και εκδόθηκε το 1965. Έκτοτε όμως το κουαρτέττο αυτό έχει διαδοθεί ευρύτατα και σε διασκευή για ορχήστρα εγχόρδων του Ρούντολφ Μπορίσοβιτς Μπαρσάι, υπό τον τίτλο Συμφωνία δωματίου.

      Το αργό πρώτο μέρος είναι εξαιρετικά απλό και ήρεμο, δίνοντας έτσι περισσότερο την εντύπωση μιας εισαγωγής στο ακόλουθο scherzo. Η πρώτη ιδέα του Andante είναι διερευνητικού χαρακτήρος και παρουσιάζεται μόνο από το πρώτο βιολί. Σε αυτήν απαντούν τα υπόλοιπα έγχορδα με μια πολύ πιο στατική δεύτερη ιδέα. Έπειτα από μια παρηλλαγμένη επαναφορά των δύο αυτών ιδεών, εισάγεται ένα ανήσυχο μοτίβο με επαναλαμβανόμενες νότες και εξελίσσεται στο πλαίσιο μιας αντιθετικής ενότητος, μέχρι την επαναφορά των δύο αρχικών ιδεών και μάλιστα σε αντίστροφη σειρά. Ένα μυστηριώδες πέρασμα της βιόλας οδηγεί κατόπιν στην τελική παρουσίαση των δύο θεματικών ιδεών και στο γαλήνιο κλείσιμο του πρώτου μέρους.

      Το ενεργητικότατο scherzo (Allegretto furioso) κυριαρχείται από έναν σπασμωδικό μοτιβικό πυρήνα που, αμέσως μετά την εναρκτήρια εμφαντική του παρουσίαση, αναπτύσσεται υπό την συνοδεία επίμονων ρυθμικών φιγούρων που δημιουργούν έντονες διαφωνίες. Σε μια δεύτερη ενότητα, η ρυθμική κίνηση επιταχύνεται και παράλληλα πυκνώνουν οι διάφωνες συνηχήσεις. Η κορύφωση της εξέλιξης αυτής έρχεται στην τρίτη ενότητα του μέρους, όπου αρχικά ο μοτιβικός πυρήνας τίθεται στα χαμηλά έγχορδα και συνοδεύεται από επίμονες φιγούρες των βιολιών, ενώ έπειτα συνδυάζεται με το υλικό της δεύτερης ενότητος, φθάνοντας σε δραματικώτατες παραφωνίες που ακολουθούνται από μια πολύ δυναμική και απότομη ομοφωνική κατάληξη.

      Το αργό τρίτο μέρος (Adagio) αρχίζει με ένα λυρικό θέμα που εκφέρεται από το τσέλλο και χρησιμεύει ως βάση για την ανάπτυξη μιας πασσακάλιας. Πράγματι, η επανάληψή του συνδυάζεται με την ελεγειακή και ρευστή μελωδική γραμμή του πρώτου βιολιού, ενόσω οι μεσαίες φωνές διατηρούν ένα σταθερό συνοδευτικό υπόβαθρο. Στην πορεία, ένα πιο σκοτεινό και ομοφωνικό πέρασμα ακολουθείται από την εμφάνιση του θέματος του μπάσσου στο πρώτο βιολί – σε μείζονα πλέον τόνο – καθώς και από την τελική επιστροφή του στα χαμηλά έγχορδα, η οποία μάλιστα “πλατειάζει”, προκειμένου τα βιολιά να παρενθέσουν σύντομους “στοχασμούς”.

      Χωρίς διακοπή, ξεκινά το τελευταίο μέρος του έργου (Allegretto), μια μεικτή μορφή σονάτας-ρόντο που λειτουργεί ως σύνοψη όλων των προηγουμένων μερών. Το κύριο θέμα, έντονου ρυθμικού χαρακτήρος, εκτίθεται αρχικά από την βιόλα και έπειτα από το δεύτερο βιολί. Έπειτα από την παράθεση – και πάλι από την βιόλα – ενός πλαγίου θέματος, περισσότερο στατικού αλλά καταφανώς φολκλορικού χαρακτήρος, το κύριο θέμα επανέρχεται, εκδηλώνοντας αυτήν την φορά την χορευτική του προδιάθεση. Η ενότητα της επεξεργασίας συνιστά το επιστέγασμα ολόκληρου του έργου: ένας ήπιος μετασχηματισμός του μοτιβικού πυρήνα του scherzo συνδυάζεται αρχικά με ένα νέο αντίθεμα συνεχούς ροής ογδόων και αργότερα με το κύριο θέμα του τέταρτου μέρους· η περαιτέρω κλιμάκωση έχει εξ άλλου ως αποτέλεσμα την πύκνωση του ηχητικού όγκου και την ρευστοποίηση του δεδομένου μοτιβικού υλικού, ενώ στο απόγειό της συνδυάζει το κύριο θέμα του τέταρτου μέρους με το θέμα της πασσακάλιας του αργού τρίτου μέρους! Οι εντάσεις αυτές αίρονται βέβαια κατά την επανέκθεση, όπου το κύριο θέμα κάνει πρώτα μια σύντομη μονοφωνική εμφάνιση και – κατόπιν συνοπτικής επαναφοράς και του πλαγίου θέματος στο πρώτο βιολί – επιστρέφει ξανά στην χορευτική του εκδοχή. Το έργο ολοκληρώνεται κυκλικά (Andante), με την ανάκληση τόσο της δεύτερης όσο και της πρώτης ιδέας του πρώτου μέρους σε συνδυασμό με το κύριο θέμα του τέταρτου μέρους, το οποίο σταδιακώς αποσυντίθεται, οδηγώντας έτσι σε μια κατάληξη με βαθμιαία εξάλειψη του ήχου μέχρι την τελική σιωπή.

16.12.2002


© Ιωάννης Φούλιας