Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975): Κοντσέρτο για βιολοντσέλλο αρ. 1, σε Μι-ύφεση-μείζονα, opus 107

Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στην παράδοση και τον νεωτερισμό αλλά και τηρώντας διαρκώς αμφίσημη στάση προς τα καλλιτεχνικά ιδεώδη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που είχαν άνωθεν επιβληθεί στην πατρίδα του, ο Ρώσος Ντμίτρι Σοστακόβιτς δεν άργησε να βρει την προσωπική του “νεοκλασσική” μουσική γλώσσα και να συνθέσει πολυάριθμα έργα μεγάλης πνοής και εκφραστικότητας. Το πρώτο του κοντσέρτο για βιολοντσέλλο, opus 107, γράφηκε στα μέσα του 1959 για τον περίφημο δεξιοτέχνη Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ο οποίος, γεμάτος ενθουσιασμό, απομνημόνευσε το δυσκολότατο σολιστικό μέρος σε τέσσερεις μόλις ημέρες και το έπαιξε με την συνοδεία του συνθέτη στο πιάνο! Η πρώτη εκτέλεση του έργου με ορχηστρική συνοδεία έλαβε χώραν στις αρχές Οκτωβρίου του ιδίου έτους στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), με τον Ροστροπόβιτς ως σολίστα και τον Γεβγκένι Μραβίνσκι στο πόντιουμ, ενώ ακολούθησαν σε μικρό χρονικό διάστημα πολλές άλλες παρουσιάσεις του στο εξωτερικό, χάρη στις οποίες το κοντσέρτο αυτό κατέστη ιδιαιτέρως δημοφιλές και καθιερώθηκε πολύ γρήγορα στο σχετικό ρεπερτόριο.

Το έργο είναι εμπνευσμένο από την Sinfonia concertante για τσέλλο και ορχήστρα, opus 125, του Σεργκέι Προκόφιεβ, γεγονός που εξηγεί την προβεβλημένη σολιστική χρήση και άλλων οργάνων της ορχήστρας, όπως του κόρνου και των τυμπάνων. Το εναρκτήριο Allegretto είναι γραμμένο σε μορφή σονάτας-ρόντο, στο πλαίσιο της οποίας αντιπαρατίθενται διαρκώς δύο βασικά θέματα: το πρώτο, στην Μι-ύφεση-μείζονα, έχει χαρακτήρα εμβατηρίου, ενώ το δεύτερο, στην ντο-ελάσσονα, υπερθέτει μια θρηνητική μελωδία του τσέλλου σε ένα έμμονο μοτίβο των πνευστών με την μουσική υπογραφή του Σοστακόβιτς (καθ’ ότι αυτό περιστρέφεται γύρω από τους φθόγγους ντο, σι, μι-ύφεση και ρε). Η επαναφορά του πρώτου θέματος οδηγεί αργότερα σε ανάπτυξη του υλικού του, η οποία μάλιστα φθάνει σε παροξυσμό ανακαλώντας στοιχεία και του δευτέρου θέματος. Στην συνοπτική επανέκθεση που ακολουθεί, τα δύο θέματα διατηρούν αμετάβλητη την τονική τους αντίθεση, ενώ στην coda το πρώτο θέμα χάνει την ορμητικότητά του και έτσι η κατάληξη του μέρους επισφραγίζεται με μια αιφνίδια και δυναμική υπόμνηση του δευτέρου.

Τα υπόλοιπα τρία μέρη συνδέονται μεταξύ τους χωρίς ενδιάμεσα κενά. Εκτενέστερο όλων είναι το Moderato, το οποίο ξεκινά με μια λυρική ιδέα των εγχόρδων και του κόρνου και συνεχίζεται με μιαν υπέροχη ελεγεία του βιολοντσέλλου. Η μετέπειτα επαναφορά της αρχικής ιδέας επεκτείνεται με την συμμετοχή και του τσελλίστα, αλλά στο επίκεντρο του αργού αυτού μέρους τίθεται ένα επεισόδιο που μεταβάλλει προοδευτικά την αισιόδοξη αρχική του διάθεση σε μια δραματική, εφιαλτική κορύφωση! Την ύστατη επαναφορά της αρχικής ιδέας, εξ άλλου, διαδέχεται η ελεγειακή μελωδία του σολίστα, παιγμένη τώρα με αρμονικούς και με κάτισχνη συνοδεία κυρίως από την τσελέστα, γεγονός που δημιουργεί μιαν έξοχη ηχητική εικόνα βαθύτατα μελαγχολικής αναπόλησης. Ανάλογη εσωτερικότητα χαρακτηρίζει και το μεγαλύτερο μέρος της καντέντσας, η οποία συνιστά μεν αυτόνομο μέρος, αλλά κατ’ ουσίαν αναπτύσσει ελεύθερα τα τρία βασικά θεματικά στοιχεία του προηγούμενου μέρους, προτού στραφεί προς την παρουσίαση πιο ενεργητικών και έκδηλα δεξιοτεχνικών περασμάτων, συμπεριλαμβάνοντας προσέτι περιστασιακές υπομνήσεις του πρώτου θέματος του αρχικού μέρους. Έτσι, το καταληκτικό Allegro con moto εισάγεται κατόπιν άμεσα, αντιπαραθέτοντας μια ζωηρή λαϊκότροπη ιδέα με μια δεύτερη, όχι λιγότερο φολκλορικού χαρακτήρος, αλλά σαφώς περισσότερο ελεγειακής ποιότητος και άκρως δεξιοτεχνική στην σολιστική της γραφή. Η επαναφορά της αρχικής ιδέας ακολουθείται από την παρουσίαση νέου θεματικού υλικού με έντονα χορευτικό ρυθμό αλλά και εμφανώς σκωπτική διάθεση, το οποίο στην πορεία του αναπτύσσεται σε συνδυασμό με ψυχαναγκαστικές, τρόπον τινά, αναφορές στο βασικό μοτίβο της ελεγειακής δεύτερης ιδέας του μέρους. Λύση στο διαφαινόμενο αυτό “αδιέξοδο” έρχεται τελικά να δώσει η κυκλική αναδρομή στο εναρκτήριο θέμα του πρώτου μέρους, το οποίο, αφού συνδυασθεί και με την αρχική ιδέα του τελευταίου μέρους, διακηρύσσει με πυγμή την πρωτοκαθεδρία του στο συνολικό έργο.

11.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας