Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Ahmed Adnan Saygun (1907-1991): Συμφωνία αρ. 4, opus 53

Ο τούρκος συνθέτης και εθνομουσικολόγος Ahmed Adnan Saygun γεννήθηκε στην Σμύρνη, όπου πραγματοποίησε τις πρώτες του μουσικές σπουδές και αργότερα ξεκίνησε την σταδιοδρομία του ως δάσκαλος μουσικής. Μία υποτροφία τού έδωσε κατόπιν την δυνατότητα να μεταβεί στο Παρίσι το 1928 και να μαθητεύσει, μεταξύ άλλων, δίπλα στον Vincent d’Indy, αλλά το 1931 επέστρεψε στην πατρίδα του για να αφοσιωθεί στο πολύπτυχο έργο του ως συνθέτης, καθηγητής θεωρητικών μαθημάτων, αρχιμουσικός και ερευνητής της λαϊκής μουσικής παραδόσεως της Μικράς Ασίας (συνεργαζόμενος μάλιστα στενά, το 1936, με τον Béla Bartók). Το πλούσιο συνθετικό του έργο περιλαμβάνει όπερες, μπαλλέττα, ορατόρια και άλλες φωνητικές συνθέσεις, πολλή ορχηστρική μουσική, μουσική δωματίου και κομμάτια για πιάνο, όπου κατά περιόδους αφομοιώνονται πολυποίκιλες τάσεις και τεχνοτροπίες, όπως ο γαλλικός ιμπρεσσιονισμός, ο σοβιετικός νεοκλασσικισμός, ο φολκλορισμός αλλά και ποικίλες νεωτεριστικές συνθετικές τεχνικές.

Η σύνθεση της Τέταρτης συμφωνίας του Saygun ξεκίνησε το 1974 και ολοκληρώθηκε το 1976, έτος κατά το οποίο παρουσιάσθηκε και σε πρώτη εκτέλεση από τον αρχιμουσικό Gürer Aykal, ο οποίος μάλιστα συνέβαλε αποφασιστικά και στην περαιτέρω διάδοση του έργου στο εξωτερικό. Στα τρία μέρη της συμφωνίας – και ιδιαίτερα στο πρώτο και στο τρίτο εξ αυτών – ο συνθέτης δημιουργεί ένα μωσαϊκό έντονα αντικρουόμενων ηχητικών εικόνων και συναισθημάτων, στο πλαίσιο ευρύτερων δραματικών-αφηγηματικών δομών παρατακτικής φύσεως, η συνοχή των οποίων διασφαλίζεται χάρη στην κυκλική επαναφορά ορισμένων θεμάτων και μοτίβων. Έτσι, στο πρώτο μέρος, Deciso, που είναι και το εκτενέστερο του έργου, μια σφοδρή εναρκτήρια ιδέα δεν αργεί να παραχωρήσει την θέση της στην εξύφανση περισσότερο λυρικών και ελεγειακών μελωδιών, ενώ στην συνέχεια μια σολιστική “αφήγηση” του κλαρινέττου προβάλλει πάνω από ένα εύθραυστο ιμπρεσσιονιστικό υπόβαθρο. Με την χρήση έντονων ρυθμών και πληθωρικών ηχοχρωμάτων, το μέρος αυτό διέρχεται στην πορεία του από δραματικές κορυφώσεις, από σκοτεινά και απειλητικά σημεία, από λυρικά επεισόδια, αλλά και από ένα τμήμα που παραπέμπει σε scherzo, με πολλές εναλλαγές διάθεσης και δυναμικές εξάρσεις, για να καταλήξει εν τέλει σε έναν ήρεμο αναστοχασμό καθώς και σε ένα αρκούντως εμφαντικό κλείσιμο.

Το αργό μέρος της συμφωνίας (Poco largo) βασίζεται στην μορφή της πασσακάλιας, το ελεγειακό θέμα της οποίας χρησιμεύει ως σταθερή αφετηρία για μια σταδιακή πολυφωνική ανέλιξη που δεν αφήνει στην πορεία της ανεπιρρέαστο ούτε το ίδιο το θέμα· καθώς, λοιπόν, η ηχητική ένταση κλιμακώνεται προοδευτικά, το αρχικό θέμα μεταλλάσσεται και από ένα σημείο και έπειτα εξαφανίζεται, αφήνοντας πίσω του μόνο ρυθμικούς και διαστηματικούς υπαινιγμούς, ενόσω η παράλληλη μελωδική εξέλιξη οδηγείται σε λυρική συναισθηματική φόρτιση και αργότερα σε μια ορχηστρική κλιμάκωση με βαρύ χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, το θέμα κάνει την επανεμφάνισή του στο τέλος, σε συνδυασμό με την αποκλιμάκωση της παρατεταμένης προηγούμενης έντασης και την γαλήνια αποπεράτωση της πασσακάλιας.

Το σχετικά σύντομο τελικό μέρος (Con anima e molto deciso) ανοίγει με μια χαμηλόφωνη αλλά πολύ ζωηρή μιμητική ιδέα (που φέρει και ορισμένα φολκλορικά χαρακτηριστικά), η οποία διατηρείται από εκεί και ύστερα ως υπόβαθρο για την εναλλαγή ποικίλων ηχητικών εικόνων, άλλοτε χιουμοριστικών και άλλοτε πιο σκοτεινών και απειλητικών που οδηγούν σε έντονες κορυφώσεις με επίμονα ρυθμικά μοτίβα. Η γρήγορη αυτή καλειδοσκοπική διαδοχή “σκηνών” υποστηρίζεται προσέτι, σε τεχνικό επίπεδο, από την αξιοποίηση διαφορετικών τρόπων και κλιμάκων, ενώ ειδικά σε αυτό το μέρος κάνουν ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία τους τόσο τα κρουστά όργανα, όσο και τα χάλκινα πνευστά με μια σειρά από φανφάρες. Η αυτόνομη επαναφορά της αρχικής ιδέας, εξ άλλου, σηματοδοτεί – από κοινού με μιαν ύστατη κυκλική αναδρομή και στην έναρξη του πρώτου μέρους – την ολοκλήρωση του συνολικού έργου.

19.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας