Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Camille
Saint-Saëns (1835-1921): Κοντσέρτο
για βιολοντσέλλο αρ. 1, σε λα-ελάσσονα, opus 33
Ο γάλλος συνθέτης, οργανίστας, πιανίστας και αρχιμουσικός Camille Saint-Saëns τιμήθηκε όσο λίγοι εν ζωή για το πολύπλευρο καλλιτεχνικό του έργο, αλλά μετά θάνατον οι συνθέσεις του στιγματίσθηκαν – αδίκως, έως έναν βαθμό – λόγω της “παρωχημένης” τους αισθητικής και τέθηκαν ως επί το πλείστον στο περιθώριο του συναυλιακού ρεπερτορίου. Μετά τα μέσα του 20ού αιώνος, βέβαια, αρκετά έργα του επανεκτιμήθηκαν για την δομική τους πρωτοτυπία και τον υφολογικό τους εκλεκτικισμό, που σε αρκετές περιπτώσεις αποφέρει έναν γόνιμο και συνεκτικό συνδυασμό ιστορικιστικών τάσεων και νεωτεριστικών συνθετικών πρακτικών του 19ου αιώνος. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν και λίγα έργα του Saint-Saëns που διατήρησαν σχεδόν αμετάβλητη την δημοτικότητά τους στο πέρασμα του χρόνου. Το Πρώτο κοντσέρτο για βιολοντσέλλο, opus 33, συνιστά ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα: γράφηκε το 1872 για τον βέλγο βιολοντσελλίστα Auguste Tolbeque και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1873 με τεράστια επιτυχία· έκτοτε δε, πολλοί μουσουργοί εγκωμίασαν τις συνθετικές αρετές του, ενώ παράλληλα οι υψηλές δεξιοτεχνικές του απαιτήσεις το κατέστησαν έργο αναφοράς για κάθε αξιόλογο βιρτουόζο του τσέλλου.
Το εν λόγω κοντσέρτο αποτελείται από τρία μέρη, τα οποία ενώνονται άμεσα αλλά και συνδέονται θεματικά μεταξύ τους (τουλάχιστον τα δύο εξωτερικά), ακολουθώντας το πρότυπο της κυκλικής μορφής που από τα μέσα του 19ου αιώνος είχε καθιερωθεί χάρη στην καθοριστική συμβολή του Franz Liszt. Το εναρκτήριο Allegro non troppo διακατέχεται ως επί το πλείστον από την βασική θεματική ιδέα που εισάγεται απευθείας και με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην λα-ελάσσονα. Η δραματική της εξύφανση από τον σολίστα και την ορχήστρα ανακόπτεται για λίγο από ένα λυρικό πέρασμα, που “ακροβατεί” στην Φα-μείζονα και στερείται τόσο της βαρύτητας όσο και της εκτάσεως μιας γνήσιας αντιθετικής ιδέας· έτσι, τα αρχικά μοτιβικά περιεχόμενα επανακάμπτουν γρήγορα, αν και με μεταβατική πλέον λειτουργία προς μια σύντομη – αμιγώς ορχηστρική και ηρωικού χαρακτήρος – νέα ιδέα που επικυρώνει σαφέστατα την Φα-μείζονα ως δευτερεύουσα τονικότητα. Η ασυνήθιστη αυτή έκθεση σονάτας ακολουθείται από μια αρκετά τυπική επεξεργασία, στην σύντομη πορεία της οποίας η βασική θεματική ιδέα αναπτύσσεται διεξοδικά, ενώ οι αποσπασματικές αναφορές στην πρώτη ενότητα, με τις οποίες το εναρκτήριο αυτό μέρος περατώνεται απρόσμενα, αδυνατούν να συγκροτήσουν μιαν επαρκή επανέκθεση, αφήνοντας ουσιαστικά ημιτελή – από τονικής και θεματικής επόψεως – την συνολική μακροδομή.
Το Allegretto con moto που ακολουθεί στην Σι-ύφεση-μείζονα προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός “αρχαΐζοντος” μενουέττου, παραπέμποντας στο αβρό ύφος και την εκφραστική απλότητα των μέσων του 18ου αιώνος. Το πρώτο του τμήμα παρουσιάζεται αρχικά μόνον από τα έγχορδα της ορχήστρας, αλλά επαναλαμβάνεται με την προσθήκη ενός “αντιθέματος” από το σολιστικό όργανο· ακολούθως, το τσέλλο κυριαρχεί στο μεσαίο τμήμα του μενουέττου, υπαναχωρεί κατά την επαναφορά του αρχικού δομικού τμήματος από τα πνευστά και τελικά αναπτύσσει διάλογο με την ορχήστρα στην κατακλείδα του μέρους.
Η επιστροφή στην τονικότητα της λα-ελάσσονος πραγματοποιείται στην έναρξη του τρίτου μέρους (Tempo primo) με την μερική ανάκληση της βασικής θεματικής ιδέας του πρώτου, η οποία οδηγεί με την γνωστή παρορμητικότητά της στο ελεγειακής ποιότητος κεντρικό θέμα του finale. Σύντομα όμως, η ορχήστρα εισάγει νέα δραματικά μοτίβα και συμπαρασύρει τον σολίστα σε έναν αναπτυξιακό συνδυασμό του επικεφαλής μοτίβου του προαναφερόμενου κεντρικού θέματος με εντυπωσιακά περάσματα και μεγαλόστομες χειρονομίες· η τονική περιπλάνηση φθάνει κάποια στιγμή στην Φα-μείζονα, όπου κάνει την εμφάνισή της μια νέα μελωδική ιδέα που ξεχωρίζει για την ηπιότητά της, αλλά και αυτή δεν αργεί να αφομοιωθεί από τον περίγυρό της και τελικά να “θυσιασθεί” στον δεξιοτεχνικό οίστρο του τσέλλου. Η επαναφορά του κεντρικού θέματος του τρίτου μέρους στην λα-ελάσσονα ολοκληρώνει κατόπιν την τριμερή διάταξη που στοιχειοθετεί τον πυρήνα της μακροδομικής οργάνωσης του finale, ενώ μια νέα αποσπασματική ανάκληση της βασικής θεματικής ιδέας του πρώτου μέρους οδηγεί τελικά στην λυτρωτική επανεμφάνιση της ορχηστρικής “ηρωικής” ιδέας του ιδίου μέρους και μάλιστα σε μεταφορά στην Λα-μείζονα, δίνοντας έτσι την εντύπωση μιας – ιδιαίτερα αργοπορημένης – επανεκθέσεως του εν δυνάμει “πλαγίου θέματος” του εναρκτήριου μέρους! Τον τελικό λόγο στο έργο έχει πάντως ο σολίστας, ο οποίος επανέρχεται αμέσως μετά στο προσκήνιο για να προσθέσει ένα αρμόζον στην περίσταση, ενθουσιώδες “υστερόγραφο”.
14.07.2008
© Ιωάννης Φούλιας