Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Διονύσιος Ροδοθεάτος (1849-1892): Ελ Σιντ (Lo Cid)

Από τις λιγοστές μαρτυρίες που πρόσφατες έρευνες έχουν φέρει στο φως για τον βίο και το έργο του Ιθακήσιου Διονυσίου Ροδοθεάτου, προκύπτει ότι ο συνθέτης αυτός δεν αρκέσθηκε στην μουσική παιδεία που μπορούσε να του παρέχει ο ιταλικός νότος (και, συγκεκριμένα, το περίφημο Ωδείο San Pietro a Majella της Νάπολης, το οποίο απετέλεσε σταθερό προορισμό για τους περισσότερους επτανήσιους δημιουργούς του 19ου αιώνος), αλλά συνέχισε τις σπουδές του στο Ωδείο του Μιλάνου και διεύρυνε σημαντικά τις εμπειρίες του χάρη σε ταξίδια που πραγματοποίησε στην Αυστρία και την Γερμανία. Κατά τις δεκαετίες του 1870 και του 1880 όπερες και άλλα έργα του παρουσιάσθηκαν με επιτυχία στην Κέρκυρα, την Αθήνα και σε πόλεις της Ιταλίας, ενώ – ως απότοκο της πολυετούς διδακτικής του δραστηριότητος – το 1886 δημοσιεύθηκε το πρώτο εγχειρίδιο αρμονίας στην ελληνική γλώσσα. Δυστυχώς, έπειτα από τον μάλλον πρόωρο θάνατό του, οι παρτιτούρες των έργων του διασκορπίσθηκαν, με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρούνται στην πλειονότητά τους χαμένες· μεταξύ των σωζόμενων καταλοίπων του, εντούτοις, περιλαμβάνονται τρία εκτενή συμφωνικά έργα (Lo Cid, Atalia και Ραψωδία ή Αλληγορική ιδέα), τα ειδολογικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των οποίων θεωρούνται μοναδικά στο πλαίσιο της λεγόμενης Επτανησιακής Μουσικής Σχολής.

Για το εξαμερές “συμφωνικό ποίημα” Ελ Σιντ (Lo Cid) δεν υπάρχει καμμία εξακριβωμένη πληροφορία. Αν δεχθούμε ότι το έργο αυτό συνιστά όντως ένα “συμφωνικό ποίημα”, όπως συνήθως αναφέρεται, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να το αποσυνδέσουμε πλήρως από την γνωστή ευρωπαϊκή παράδοση που καθιέρωσε ο Franz Liszt και να το εντάξουμε σε λιγότερο γνωστές εξελίξεις στον χώρο της ιταλικής συμφωνικής μουσικής κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος. Επιπροσθέτως, το έργο αυτό παραδίδεται αχρονολόγητο (μόνον εμμέσως θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να τοποθετήσουμε την δημιουργία του στην δεκαετία του 1870), ενώ πέραν του γενικού τίτλου του δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο ως προς το εξωμουσικό του περιεχόμενο και αγνοούμε παντελώς την πηγή που ενέπνευσε τον συνθέτη (για την οποία έχει προταθεί – ως απλή υπόθεση εργασίας, ελλείψει οιουδήποτε σχετικού τεκμηρίου – η ομώνυμη τραγωδία του Pierre Corneille). Καθένα από τα έξι μέρη αυτής της προγραμματικής συμφωνικής σουΐτας (χαρακτηρισμός που ανταποκρίνεται καλύτερα στις προδιαγραφές του συγκεκριμένου έργου) είναι αυτοτελές από τονικής, δομικής και θεματικής επόψεως, ενώ μόνο ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο μέρος εμφανίζεται ένα συνδετικό πέρασμα. Ασυνήθιστες για τα δεδομένα της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής είναι τόσο η προσεγμένη συνολική ενορχήστρωση του έργου και η συχνά εξατομικευμένη χρήση των οργάνων, όσο και η πληθωρικότητα της αρμονικής γλώσσας του συνθέτη. Η διασύνδεση με την ευρύτερη αυτή παράδοση, βέβαια, διασφαλίζεται χάρη στην “αναπόφευκτη”, θα έλεγε κανείς, ενσωμάτωση της τεχνοτροπίας του bel canto σε όλα τα μέρη αργής χρονικής αγωγής – ήτοι στο μελαγχολικό και λυρικό πρώτο (Andante), στο υποβλητικό δεύτερο (Moderato un poco mosso), στο ελεγειακό τέταρτο (Larghetto) καθώς και στο γαλήνιο, αλλά διάστικτο με στιγμές μεγαλείου και αναστοχασμού, πέμπτο μέρος (Andante un poco mosso) – εν αντιθέσει προς το δαιμονιώδες και “πολεμοχαρές” τρίτο (Allegro mosso) και το γεμάτο ενέργεια και λάμψη έκτο και τελευταίο μέρος του Ελ Σιντ (Vivace), τα οποία παραπέμπουν πρωτίστως σε μουσική μπαλλέττου ιταλικής (αλλά και γαλλικής) όπερας των μέσων του 19ου αιώνος. Για την δομική κατασκευή των μερών του εκτεταμένου αυτού έργου του, τέλος, ο Ροδοθεάτος επιλέγει ως επί το πλείστον απλά τριμερή ή διμερή πρότυπα, είτε καταφεύγει σε μια πιο χαλαρή παράταξη διαφόρων θεματικών ιδεών, με σποραδικές ανακλήσεις προγενέστερου υλικού στο πλαίσιο ενός και του αυτού, πάντοτε, μέρους.

05.08.2008


© Ιωάννης Φούλιας