Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Νικολάι
Ρίμσκυ-Κόρσακωφ (1844-1908): Ισπανικό
καπρίτσιο, opus 34
Αν και τα έργα του συμφωνικού ρεπερτορίου που αναφέρονται (αμέσως ή εμμέσως) σε χώρες του ευρωπαϊκού νότου συνιστούν στην πλειονότητά τους μουσικές “αναμνήσεις” είτε “ταξιδιωτικές εντυπώσεις” βορειο-ευρωπαίων δημιουργών, το δημοφιλέστατο Ισπανικό καπρίτσιο, opus 34, του Ρώσου Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακωφ εδράζεται πολύ περισσότερο σε μια δημοσιευμένη συλλογή λαϊκών ισπανικών σκοπών, παρά σε προσωπικά βιώματα του συνθέτη. Εντούτοις, η έμπνευση που του παρείχαν ορισμένες “ψυχρά” καταγεγραμμένες μελωδίες από την ισπανική επαρχία της Αστούριας αποδείχθηκε στην πράξη τόσο γόνιμη και ζωηρή, που το Καπρίτσιο πάνω σε ισπανικά θέματα (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του έργου) μοιάζει εν τέλει σαν να γράφηκε στις θερμές και ηλιόλουστες ακτές του Βισκαϊκού κόλπου και όχι στην Αγία Πετρούπολη, το καλοκαίρι του 1887. Βέβαιο, επίσης, είναι ότι το συγκεκριμένο έργο προκάλεσε υπέρμετρο ενθουσιασμό ήδη κατά την πρώτη του εκτέλεση, που πραγματοποιήθηκε υπό την διεύθυνση του συνθέτη στα τέλη του ιδίου έτους στην Αγία Πετρούπολη, ενώ έκτοτε έχει άκριτα εδραιωθεί στην “κοινή” συνείδηση ως μία από τις αντιπροσωπευτικότερες συνθέσεις του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ.
Παρά την αρχική σύλληψη του έργου αυτού ως “φαντασίας” πάνω σε ισπανικά θέματα για σόλο βιολί και ορχήστρα, ο μεγάλος ρώσος δάσκαλος της ενορχήστρωσης κατέληξε σε μιαν ακολουθία πέντε σύντομων και αλληλένδετων συμφωνικών μερών, στο εσωτερικό των οποίων αρκετά από τα όργανα της ορχήστρας αξιοποιούνται κατά τρόπον σολιστικό και ενίοτε ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό. Η εναρκτήρια “Alborada” («Αυγή») σε Λα-μείζονα βασίζεται σε έναν εύθυμο και λαμπερό χορευτικό σκοπό για την ανατολή του ηλίου, ο οποίος παρουσιάζεται διαδοχικά από την ορχήστρα και από ένα κλαρινέττο, προτού καταλήξει στους “κιθαριστικούς” απόηχους ενός βιολιού. Αντιθέτως, η ήσυχη και νοσταλγική ιδέα του δεύτερου μέρους εκτίθεται από τα κόρνα στην Φα-μείζονα, προκειμένου να χρησιμεύσει ως θέμα τεσσάρων παραλλαγών: η πρώτη εκφέρεται με θέρμη από τα έγχορδα, η δεύτερη εξυφαίνεται με την γοητευτική αντιπαράθεση του αγγλικού κόρνου προς ένα (γαλλικό) κόρνο, ενώ η τρίτη και η τέταρτη διαθέτουν πιο συμπαγή ορχηστρικά ηχοχρώματα και μεταφέρουν το θέμα στην Ντο- και την Μι-μείζονα, πριν την τελική επαναφορά του στην Φα-μείζονα και τα καταληκτικά χρωματικά περάσματα ενός φλάουτου. Ακολούθως, η “Alborada” επανεμφανίζεται στο τρίτο μέρος της σύνθεσης, σε μεταφορά στην Σι-ύφεση-μείζονα και σε νέα ενορχήστρωση, στο πλαίσιο μάλιστα της οποίας η σχέση των δύο σολιστικών της οργάνων (του βιολιού και του κλαρινέττου) έχει πλήρως αντιστραφεί. Ακόμη περισσότερες σολιστικές “παρεμβάσεις” λαμβάνουν χώραν στο επόμενο μέρος, «Σκηνή και τσιγγάνικο τραγούδι», που ανοίγει με πέντε “αυτοσχέδια” περάσματα (από τις τρομπέτες και τα κόρνα, από ένα βιολί, ένα φλάουτο, ένα κλαρινέττο και τελικά από την άρπα), τα οποία συνοδεύονται πάντοτε και από το ρόλισμα ενός ταμπούρου, τυμπάνου ή κυμβάλου· παράλληλα, το έντονα φολκλορικό τραγούδι, που εισάγεται εν τω μεταξύ υπό την χαρακτηριστική ρυθμική συνοδεία των κρουστών οργάνων αλλά και των “κιθαριστικών” αρπισμών των εγχόρδων, εξελίσσεται παρακάτω σε έναν λεβέντικο χορό στην λα-ελάσσονα, με ορμητικά ενδιάμεσα “γυρίσματα” που καθιστούν όλο και πιο παράφορη κάθε νέα εμφάνιση της βασικής (επωδικής) μελωδικής ιδέας. Δίχως καμμία διακοπή, λοιπόν, έρχεται κατόπιν στο προσκήνιο και το τελικό “Fandango asturiano” (πέμπτο μέρος), άλλος ένας ζωηρός λαϊκός χορός στην Λα-μείζονα, που συνοδεύεται αρχικά από καστανιέτες και εξυφαίνεται ελεύθερα – άλλοτε από ολόκληρη την ορχήστρα και άλλοτε με τον σολιστικό χειρισμό επίλεκτων μελών της – έως ότου ανακαλέσει με έξαψη το προηγούμενο “τσιγγάνικο τραγούδι” (σε ένα τελευταίο πληθωρικό ορχηστρικό παράλλαγμά του) και καταλήξει κυκλικά σε μια παραληρηματική μετάπλαση των θεματικών περιεχομένων της “Alborada” για τις ανάγκες της απαστράπτουσας coda του έργου.
22.11.2008
© Ιωάννης Φούλιας