Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Julius Reubke (1834-1858): Μεγάλη σονάτα για όργανο σε ντο-ελάσσονα (“Ο 94ος Ψαλμός”)

Ο πατέρας του Julius Reubke, Adolf, υπήρξε σημαντικός κατασκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων, γεγονός που σίγουρα ώθησε τον γιο του στην μελέτη του οργάνου αυτού. Το 1856 ο νεαρός Julius γίνεται δεκτός στον κύκλο των μαθητών του Franz Liszt στην Βαϊμάρη και εκεί κερδίζει την εκτίμηση τόσο του δασκάλου του όσο και άλλων συναδέλφων του, όμως το 1858 πεθαίνει πρόωρα υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Αν εξαιρέσουμε ευάριθμα πρωτόλεια, το έργο του αποτελείται ουσιαστικά από δύο εκτενείς συνθέσεις: μια θαυμάσια σονάτα σε σι-ύφεση-ελάσσονα για πιάνο καθώς και την αριστουργηματική σονάτα σε ντο-ελάσσονα για όργανο. Αμφότερες οι σονάτες ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 1857 και συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα της “νεογερμανικής σχολής”, καθώς διέπονται από εντυπωσιακή ωριμότητα και εν τέλει διατηρούν την πρωτοτυπία τους παρά την σαφή επίδραση του Liszt.

      Η σονάτα για όργανο ερμηνεύθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Reubke τον Ιούνιο του 1857. Είναι εμπνευσμένη από τον 94ο (93ο) ψαλμό («Θεός εκδικήσεων Κύριος…»), χωρίς όμως να αποδίδει το περιεχόμενό του κατά τρόπον προγραμματικό. Στην πραγματικότητα, ο Reubke έλαβε ως πρότυπό του ένα άλλο αριστούργημα της ρομαντικής φιλολογίας του οργάνου, την φαντασία και φούγκα πάνω στο χορικό “Ad nos, ad salutarem undam”, S 259, του Liszt: τα δύο αυτά έργα είναι γραμμένα στην τονικότητα της ντο-ελάσσονος και διαθέτουν από τρία αλληλοσυνδεόμενα μέρη, εκ των οποίων το μεσαίο είναι αργής χρονικής αγωγής και περιστρέφεται γύρω από την μείζονα τονικότητα σε απόσταση τριτόνου από την βασική, ενώ το τελευταίο ακολουθεί τις προδιαγραφές μιας φούγκας· επιπλέον, όλα τα μέρη βασίζονται σε μια κεντρική θεματική ιδέα και χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά προχωρημένη αρμονική γλώσσα και ιδιαιτέρως δεξιοτεχνική γραφή. Σε αντίθεση όμως με την φαντασία του Liszt, η σονάτα του Reubke ανοίγει με ένα πρώτο μέρος που διατηρεί όντως ορισμένα χαρακτηριστικά της μορφής σονάτας, η δε καταληκτική της φούγκα ολοκληρώνεται κατά τρόπον όχι θριαμβικό αλλά τουναντίον ορμητικό και παθητικό.

      Το πρώτο μέρος, ειδικώτερα, ξεκινά με μιαν “αργή εισαγωγή” (Grave – larghetto), η θεματική ιδέα της οποίας συνιστά το βασικό εκείνο στοιχείο που διατρέχει όλα τα μέρη του έργου· η αρχική τονική περιπλάνηση συνδυάζεται εξ άλλου με μια αρμονική πρόοδο “από το σκοτάδι προς το φως”, η οποία επαναλαμβάνεται και στην συνέχεια οδηγεί σε ένα ξέσπασμα, όπου η κεντρική ιδέα του έργου αναπτύσσεται και ταυτόχρονα στρέφεται προς την ντο-ελάσσονα. Το κύριο θέμα του ακόλουθου Allegro con fuoco είναι αρκετά συγκρατημένο στην έκφρασή του και η περαιτέρω εξέλιξη της εκθέσεως χαρακτηρίζεται από ηπιότητα, όμως μια αναδρομή στο προηγούμενο ξέσπασμα στην σολ-ελάσσονα δημιουργεί νέες εντάσεις. Στην επεξεργασία, ο Reubke αναπτύσσει το κύριο θέμα της μορφής σονάτας, πρώτα σε απαγγελτικό ύφος και κατόπιν υλοποιώντας άλλη μια σταδιακή κλιμάκωση, που φθάνει στο απόγειό της κατά την πολύ τροποποιημένη επανέκθεση του πρώτου μέρους. Η μετέπειτα αποκλιμάκωση οδηγεί ομαλά στο αργό μέρος του έργου (Adagio), όπου η κεντρική θεματική ιδέα της “εισαγωγής” εξελίσσεται μελωδικά στο πλαίσιο μιας τριμερούς δομής, τα εξωτερικά τμήματα της οποίας διακατέχονται από εσωτερικευμένη και γαλήνια εκφραστικότητα, ενώ το ενδιάμεσο παρουσιάζει κάτι το απόκοσμο και το μυστηριώδες. Μια παρηλλαγμένη επαναφορά της “αργής εισαγωγής” του πρώτου μέρους πραγματώνει ακολούθως ένα συνδετικό πέρασμα προς την φούγκα του τελικού Allegro, ως θέμα της οποίας αξιοποιείται εκ νέου μια παραφθορά της εναρκτήριας ιδέας του έργου. Η τεχνική της φούγκας, εξ άλλου, παρουσιάζει την δομική εκείνη ελευθερία με την οποία η παλαιά αυτή μορφή αναβιώνει και στο έργο του Liszt: το θέμα συνδυάζεται με ένα ευέλικτο και ζωηρό αντίθεμα, ενώ μετά την είσοδο και της τέταρτης φωνής εξυφαίνεται επί μακρόν, έως ότου εκτοπισθεί από ένα εκτενές κεντρικό επεισόδιο· έπειτα βέβαια, επανέρχεται στο προσκήνιο με ένα δεύτερο φουγκάτο και τελικά εξελίσσεται προς την ύστατη κλιμάκωση του έργου, η οποία πραγματώνεται με μιαν υπόμνηση της “εισαγωγής”.

21.12.2004


© Ιωάννης Φούλιας