Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Carl Reinecke (1824-1910): Κοντσέρτο για φλάουτο σε Ρε-μείζονα, opus 283

Ο Carl Reinecke σταδιοδρόμησε με μεγάλη επιτυχία ως δεξιοτέχνης πιανίστας και αρχιμουσικός, ενώ παράλληλα υπήρξε περιζήτητος καθηγητής πιάνου και σύνθεσης κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος· το συνθετικό του έργο, εντούτοις, παρά το εύρος του και την ποιότητα της γραφής του, φέρει αδιαμφισβήτητα την σφραγίδα ενός επιγόνου των Felix Mendelssohn-Bartholdy και Robert Schumann, γεγονός που δεν ευνόησε ιδιαίτερα την διάδοσή του. Το Κοντσέρτο για φλάουτο σε Ρε-μείζονα, opus 283, που γράφηκε το 1908, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό του “παλαιομοδίτικου” ρομαντικού ύφους που καλλιεργούσε συστηματικά ο συνθέτης έως το τέλος της ζωής του. Παρ’ όλα αυτά, ευτύχησε να καταστεί ένα από τα ελάχιστα έργα του Reinecke που κέρδισαν μια αρκετά σταθερή θέση στο ρεπερτόριο, δεδομένης και της γενικότερης έλλειψης αξιόλογων κοντσέρτων για φλάουτο από την περίοδο του ρομαντισμού.

Το εναρκτήριο μέρος του έργου, Allegro molto moderato, διέπεται σε γενικές γραμμές από ήπια μελωδικότητα και εμφανίζει αρκετές επιρροές από την τεχνοτροπία του Johannes Brahms. Η μορφή σονάτας πλαισιώνεται εν προκειμένω από μια γαλήνια μουσική φράση που χρησιμεύει ως πρόλογος και ως επίλογος, ενώ το πληθωρικό κύριο θέμα παρουσιάζεται πρώτα από την ορχήστρα στην Ρε-μείζονα και έπειτα από το φλάουτο, αλλά παραδόξως στην Σι-μείζονα. Η τονική πλοκή της εκθέσεως παραμένει αξιοπρόσεκτη τόσο στην ακόλουθη μετάβαση, όπου το φλάουτο αναδεικνύεται πλέον κατά τρόπον περισσότερο δεξιοτεχνικό, όσο και στο εκφραστικό πλάγιο θέμα που στρέφεται προς την λα-ελάσσονα, προτού ο μείζων τρόπος αποκατασταθεί με την εμφάνιση μιας εύθυμης καταληκτικής ιδέας. Η σύντομη επεξεργασία, κατόπιν, αποσκοπεί κατά κύριον λόγο στην προετοιμασία της δυναμικής επαναφοράς του κυρίου θέματος από την ορχήστρα, ενώ για άλλη μια φορά εντυπωσιάζει η μετέπειτα παρέκκλιση της σολιστικής εκφοράς του κυρίου θέματος στην Σι-μείζονα. Η επανέκθεση των υπόλοιπων θεματικών στοιχείων είναι συνοπτικότερη, ενώ το κύριο θέμα επανεισάγεται στην ορχηστρική του εκδοχή στο πλαίσιο μιας coda.

Στο αργό μέρος (Lento e mesto) σε σι-ελάσσονα, η ορχήστρα επιβάλλει εξ αρχής μια διάθεση ζοφερή, ενώ με την είσοδο του φλάουτου αναδύεται μια εξόχως ελεγειακή μελωδία. Η μεσαία αντιθετική ενότητα στην Ρε-μείζονα, κατόπιν, είναι πιο μετριοπαθούς χαρακτήρος αλλά και αρκετά σύντομη, με αποτέλεσμα η επενέργειά της να ακυρώνεται γρήγορα από τα γεγονότα που έπονται: μια δραματική ορχηστρική κορύφωση και ένα εκφραστικό σολιστικό πέρασμα εν είδει ρετσιτατίβου που οδηγεί στην επαναφορά της βασικής μελωδικής ιδέας. Μολαταύτα, το μέρος σβήνει ήσυχα στην ομώνυμη Σι-μείζονα, με την προσθήκη μιας coda.

Παρά την μετατροπική έναρξή του, το Finale: moderato δεν αργεί να αποκαταστήσει την τονικότητα της Ρε-μείζονος, για την παρουσίαση ενός χαριτωμένου επωδικού θέματος σε τριμερή δομή, που ακολουθείται και από μιαν εμφαντική παρέμβαση της ορχήστρας. Από τα επεισόδια που εναλλάσσονται στην πορεία του μέρους με το βασικό αυτό θέμα, το πρώτο διακρίνεται για την μελωδική αλλά και τονική του ρευστότητα, το δεύτερο αντιπαραθέτει μια νέα, υμνητική σολιστική ιδέα (στην Σι-μείζονα) με ένα ταραχώδες αναπτυξιακό ορχηστρικό πέρασμα, ενώ το τρίτο (στην φα-δίεση-ελάσσονα) επαναφέρει πρόσκαιρα μιαν ελεγειακή διάθεση, η οποία ωστόσο αίρεται άρδην στην coda του μέρους, με μια σειρά εξωστρεφών δεξιοτεχνικών χειρονομιών του φλάουτου, αλλά και με μια σύντομη αναδρομή στην υμνητική ιδέα του δεύτερου επεισοδίου, προσαρμοσμένη πλέον στην βασική τονικότητα του μέρους.

11.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας