Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Maurice Ravel (1875-1937): Το βαλς, χορογραφικό ποίημα για ορχήστρα

Η ιστορία της δημιουργίας του Βαλς του γάλλου συνθέτη Maurice Ravel ανάγεται κατά μίαν έννοια στο έτος 1906, όταν ο ίδιος σχεδίαζε να γράψει ένα συμφωνικό ποίημα υπό τον τίτλο “Βιέννη”, προκειμένου να αποτίσει φόρο τιμής στην τέχνη του “πατέρα του βαλς”, του αυστριακού Johann Strauss του νεωτέρου. Όμως η ιδέα αυτή δεν υλοποιήθηκε την δεδομένη χρονική στιγμή και σύντομα εγκαταλείφθηκε, ενώ τα Ευγενικά και συναισθηματικά βαλς για πιάνο (ή ορχήστρα) που είδαν το φως το 1911 παραπέμπουν περισσότερο σε αντίστοιχες συλλογές χορών του Franz Schubert παρά στα δημοφιλέστατα έργα του Strauss. Παρ’ όλα αυτά, όταν το 1919 ο ιμπρεσσάριος των Ρωσικών Μπαλλέττων Σεργκέι Ντιαγκίλεφ ανέθεσε στον Ravel την σύνθεση ενός νέου μπαλλέττου, ο τελευταίος θεώρησε κατάλληλη την αφορμή αυτή για να πραγματοποιήσει επιτέλους το παλαιό εκείνο σχέδιό του, το οποίο και αποπεράτωσε τον αμέσως επόμενο χρόνο. Ο Ντιαγκίλεφ, εντούτοις, δεν έμεινε διόλου ικανοποιημένος από το νέο αυτό έργο του Ravel, καθώς αδυνατούσε να διακρίνει σε αυτό το “γνήσιο” μπαλλέττο που ο ίδιος επιθυμούσε, και έτσι έλαβε την απόφαση να ματαιώσει την προγραμματισμένη παραγωγή, γεγονός που πλήγωσε βαθύτατα τον συνθέτη και οδήγησε σε οριστική ρήξη την σχέση του με τον Ντιαγκίλεφ. Το ίδιο Το βαλς, πάντως, είχε εν τέλει πολύ καλύτερη τύχη ως “χορογραφικό ποίημα για ορχήστρα”, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία κατά την πρώτη του εκτέλεση σε συναυλία που δόθηκε στο Παρίσι στις 12 Δεκεμβρίου του 1920 και συνιστώντας έκτοτε ένα ιδιαιτέρως προσφιλές κομμάτι του συμφωνικού ρεπερτορίου.

Η παρτιτούρα του Ravel γράφηκε σε μια περίοδο κατά την οποίαν η Βιέννη είχε χάσει πλέον την λάμψη των αυτοκρατορικών της χρόνων. Επομένως, Το βαλς δεν αναπολεί μονάχα με νοσταλγία την ανέμελη ζωτικότητα ενός απωλεσμένου ενδόξου παρελθόντος, αλλά – πολύ περισσότερο – ακολουθεί ένα πρόγραμμα που σκιαγραφεί συμβολικά ολόκληρο τον κύκλο της γέννησης, της ακμής και της παρακμής του εμβληματικού αυτού χορευτικού είδους. Μέσα από μιαν ηχητική αχλή, λοιπόν, προβάλλουν κατ’ αρχάς μεμονωμένα μοτίβα στον ρυθμικό παλμό του βαλς, προτού η πρώτη θεματική ιδέα του έργου κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή της και οδηγήσει σε μια δεύτερη, η οποία ενεργοποιεί ολοένα και περισσότερα όργανα της ορχήστρας, έως ότου φθάσει στην δυναμική της κορύφωση. Σύμφωνα με το σενάριο του μπαλλέττου, η σκηνή γεμίζει σταδιακά με φως, αποκαλύπτοντας ένα πλήθος χορευτών που στροβιλίζονται στον ρυθμό της μουσικής σε μια μεγάλη και λαμπρή αίθουσα χορού των μέσων του 19ου αιώνος. Λαμβάνοντας, συνεπώς, ως πρότυπό του την παρατακτική δομή των βιεννέζικων βαλς εκείνης της περιόδου, ο Ravel προσθέτει στην συνέχεια έναν αριθμό νέων μελωδικών ιδεών, εκ των οποίων άλλες διακρίνονται για την εκφραστική τους θέρμη και την κομψότητά τους και άλλες πάλι τονίζουν με ζωντάνια και έξαψη το σταθερό ρυθμικό τους υπόβαθρο είτε εξυφαίνουν με ασυγκράτητη ορμή τις μελισματικές τους φιγούρες. Από ένα σημείο και έπειτα, βέβαια, το δεδομένο θεματικό υλικό σχεδόν εξαντλείται και έτσι ο συνθέτης ανακαλεί πρωτίστως και παραλλάσσει με πληθωρικά και ευφάνταστα ενορχηστρωτικά μέσα προγενέστερες ιδέες και μοτίβα, ενόσω η μουσική του προσλαμβάνει έναν λεπτό τόνο ειρωνείας και υπόκειται σε μεγαλύτερες αλλά και πιο ακραίες δυναμικές αντιθέσεις. Η εξέλιξη αυτή χαρακτηρίζει ουσιαστικά όλη την μετέπειτα πορεία του Βαλς, ιδίως μάλιστα από την στιγμή που το σύνολο των βασικών θεματικών ιδεών του επανέρχεται στο προσκήνιο, σε άτακτη διαδοχή και με πυκνότερες πλέον εναλλαγές μεταξύ τους· καθώς λοιπόν ο ρυθμικός παλμός γίνεται παράλληλα όλο και πιο άγριος, οι αρμονικές μεταπτώσεις καθίστανται όλο και πιο απότομες αλλά και οι δυναμικές και ενορχηστρωτικές κλιμακώσεις όλο και πιο συχνές, επίλεκτες μελωδικές ιδέες του έργου οδηγούνται μοιραία σε αποσύνθεση μέσα στην “αυτοκαταστροφική” δίνη του ακροτελεύτιου επιστεγάσματός του, στον ίλιγγο της “υπεραπόλαυσης” λίγο πριν από την αδυσώπητη σιωπή…

19.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας