Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Maurice
Ravel (1875-1937): Τσιγγάνα, για βιολί και πιάνο
Ο Ravel συνέθεσε την προκειμένη “συναυλιακή ραψωδία” – σύμφωνα με τον υπότιτλο αυτού του κομματιού δεξιοτεχνίας – το 1924, αρχικά για βιολί και πιάνο και αμέσως μετά για βιολί και ορχήστρα, κατά παραγγελία της ουγγαρέζας βιολονίστας Jelly d’Arányi, στην οποία και αφιερώθηκε η Τσιγγάνα. Κατ’ απομίμηση της δημοφιλούς τεχνοτροπίας της μουσικής των αθιγγάνων της Ουγγαρίας, ο συνθέτης κάνει εκτεταμένη χρήση του χαρακτηριστικού χρωματικού τετραχόρδου (ημιτόνιο – τριημιτόνιο – ημιτόνιο) καθώς και της μορφής του εθνικού χορού Csárdás, ο οποίος χωρίζεται στο αργό Lassú και στην γρήγορη Friszka σε δίσημο μέτρο. Το πρώτο τμήμα της Τσιγγάνας, που αντιπροσωπεύει το Lassú, προσλαμβάνει την μορφή μιας σολιστικής καντέντσας για το βιολί και εμπεριέχει πολλά στοιχεία δεξιοτεχνίας σε ύφος τσιγγάνικου αυτοσχεδιασμού (όπως ο αρχικός παρεστιγμένος ρυθμός, οι μελωδικές φράσεις που διακρίνονται μεταξύ τους από παύσεις-τομές και βαθμιαία επεκτείνονται σε ολοένα και υψηλότερη ηχητική περιοχή, τα glissandi, τα διπλά πιασίματα, οι αρμονικοί κ.λπ.). Η Friszka ακολουθεί μετά από ένα συνδετικό πέρασμα, κατά την διάρκεια του οποίου εισάγεται και το μέρος του πιάνου (ή της ορχήστρας), και παραθέτει αρχικά ένα σύντομο μελωδικό θέμα, το οποίο στην συνέχεια καθίσταται αντικείμενο παραλλαγών με συνεχείς εναλλαγές της χρονικής αγωγής και ευφάνταστο χειρισμό του βιολιού που αποφέρει πληθώρα διαφορετικών ηχοχρωμάτων. Η ραψωδία ολοκληρώνεται ωστόσο με την εμφάνιση ενός δεύτερου θέματος στην Friszka, το οποίο ξεκινά μεν αργά, αλλά με την σταδιακή επιτάχυνση της χρονικής αγωγής καταλήγει τελικά σε ένα φρενήρες και “οργιαστικό” επιστέγασμα.
21.09.2002
© Ιωάννης Φούλιας