Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Maurice Ravel (1875-1937): Σονάτα για βιολί και βιολοντσέλλο

Το 1920 η περιοδική έκδοση Revue musicale παρήγγειλε σε μερικούς γάλλους συνθέτες έργα γραμμένα στην μνήμη του Claude Debussy. Ο Ravel ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα αυτό με ένα σύντομο Duo για βιολί και τσέλλο που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Ακολούθησε ωστόσο η σύνθεση τριών ακόμη μερών έως τον Φεβρουάριο του 1922, οπότε η τετραμερής πλέον σονάτα είχε ολοκληρωθεί κατόπιν κοπιαστικής εργασίας, κατά δήλωση του συνθέτη. Ο ίδιος μάλιστα θεωρούσε ότι το συγκεκριμένο έργο αποτελούσε σταθμό στην σταδιοδρομία του και στροφή στην τεχνοτροπία του. Η πρώτη εκτέλεση έλαβε χώραν τον Απρίλιο του 1922 με την βιολονίστα Hélène Jourdan-Morhange και τον τσελλίστα Maurice Maréchal.

      Ο Ravel προτίμησε να τιμήσει την μνήμη του Debussy όχι με ελεγειακούς τόνους, αλλά προσεγγίζοντας το ύστερο “νεοκλασσικό” ύφος του. Οι θεματικές ιδέες όλων των μερών διαθέτουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, όπως την συχνή αντιπαράθεση της τρίτης βαθμίδος του μείζονος και του ελάσσονος τρόπου, έντονες διαφωνίες, περάσματα σε διτονικότητα, ενεργητικούς ρυθμούς, την αξιοποίηση μιας πλούσιας ηχοχρωματικής παλέττας καθώς επίσης την προτεραιότητα που δίνεται στην μελωδία έναντι της συνηχητικής παραμέτρου.

      Στο πρώτο μέρος (Allegro), που είναι γραμμένο σε μορφή σονάτας, εκτίθενται και επανεκτίθενται δύο θέματα (τα οποία μάλιστα επανεμφανίζονται κυκλικά και σε επόμενα μέρη της σονάτας), ενώ στην μεσαία ενότητα εισάγεται νέο μελωδικό υλικό που χαρακτηρίζεται από περισσότερη ρυθμική ζωντάνια. Στο πολύ ζωηρό (Très vif) scherzo που ακολουθεί, ο ρυθμικός παράγοντας κυριαρχεί, συνδυαζόμενος με πλούσιες ηχοχρωματικές εναλλαγές που αναδεικνύουν πολλές χιουμοριστικές πλευρές. Το αργό τρίτο μέρος (Lent) είναι σε τριμερή μορφή: ένα πολύ ήρεμο και λυρικό πρώτο τμήμα παραχωρεί την θέση του σε μια μεσαία ενότητα με δυναμική που οδηγεί σε κλιμάκωση και μετέπειτα αποκλιμάκωση, μέχρι την επαναφορά του αρχικού υλικού και την τελική του εξάλειψη. Στο τελευταίο μέρος, Vif, avec entrain (ζωηρό, με σφρίγος), επανέρχεται ουσιαστικά η διάθεση του δευτέρου, με επιπρόσθετες αναφορές σε ουγγρικά χορευτικά στοιχεία καθώς και με ποικιλία μετρικών εναλλαγών και ρυθμικών μοτίβων. Από δομικής επόψεως, πρόκειται για μια πολύπλοκη μορφή ρόντο, όπου η πολύ χαρακτηριστική αρχική ιδέα επανέρχεται αρκετές φορές στην εξέλιξη του κομματιού, σε εναλλαγή αλλά και σε συνδυασμό με άλλες δευτερεύουσες. Το κλείσιμο του έργου είναι άκρως εντυπωσιακό, με τα δύο όργανα να αλληλοπλέκονται σε πληθωρική, πυκνή ύφανση.

08.10.2002


© Ιωάννης Φούλιας