Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Maurice
Ravel (1875-1937): Κοντσέρτο για πιάνο σε
Σολ-μείζονα
Η ενασχόληση του γάλλου συνθέτη Maurice Ravel με το είδος του κοντσέρτου και δη για πιάνο – ήτοι του οργάνου εκείνου, στο οποίο αφιέρωσε μερικές από τις εκλεκτότερες σελίδες της μουσικής του – υπήρξε απρόσμενα αργοπορημένη αλλά τελικά αρκετά γόνιμη. Πράγματι, κατά τα έτη 1929-1931 ο Ravel δούλευε παράλληλα πάνω σε δύο κοντσέρτα για πιάνο, εκ των οποίων το ένα, σε Ρε-μείζονα και για το αριστερό μόνο χέρι, προοριζόταν για τον διάσημο ακρωτηριασμένο πιανίστα Paul Wittgenstein, ενώ το άλλο, σε Σολ-μείζονα (και για τα δύο χέρια), σκόπευε να το παρουσιάσει σε πρώτη εκτέλεση ο ίδιος. Εντούτοις, όταν ολοκλήρωσε την σύνθεσή του στις 14 Νοεμβρίου 1931, συνειδητοποίησε ότι η μέτρια κατάσταση της υγείας του δύσκολα θα του επέτρεπε κάτι τέτοιο· ως εκ τούτου, απευθύνθηκε τότε στην δεξιοτέχνιδα του πιάνου Marguerite Long, η οποία ήδη του είχε ζητήσει να γράψει κάτι γι’ αυτήν, και έτσι στις 14 Ιανουαρίου του 1932 το έργο εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, με την – αποδέκτη της αφιερώσεως – Long στο πιάνο και τον συνθέτη να διευθύνει την Ορχήστρα Lamoureux.
Η πρόθεση του Ravel να γράψει ένα ανάλαφρο “νεοκλασσικό” κοντσέρτο, στο πνεύμα του Mozart αλλά και του Saint-Saëns, εκδηλώνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή στο εναρκτήριο μέρος, Allegramente, αμέσως μόλις ένας κρότος δώσει το έναυσμα για την εμφάνιση ενός εύθυμου πρώτου θέματος στην Σολ-μείζονα, μάλλον ισπανικού χαρακτήρος και τριμερούς δομής. Έπειτα από τα προβεβλημένα σολιστικά περάσματα του πίκολο φλάουτου και της τρομπέτας, το πιάνο αναλαμβάνει πλέον τον πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την εξύφανση ενός δεύτερου θέματος στην Φα-δίεση-μείζονα, το οποίο χαρακτηρίζεται από σαφώς ηπιότερη διάθεση και γοητευτικές αναφορές στην μουσική τζαζ, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την παρουσίαση ενός λυρικότερου – αν και διάστικτου από τις χιουμοριστικές παρεμβάσεις της ορχήστρας – τρίτου θέματος στην Μι-μείζονα και, τέλος, ενός τέταρτου θεματικού στοιχείου, ιδιαίτερα σπινθηροβόλου και ανήσυχου, που δίνει την εντύπωση μιας μετατροπικής τοκκάτας και καταλήγει σε ένα σύντομο αλλά εξόχως ορμητικό πέρασμα του σολίστα. Δεδομένου του ότι η παρούσα πραγμάτωση της μορφής σονάτας δεν περιλαμβάνει κεντρική ενότητα επεξεργασίας, το διαθέσιμο θεματικό υλικό επανεκτίθεται άμεσα, αν και με αρκετές ενδιαφέρουσες τροποποιήσεις: το πιάνο, λοιπόν, σπεύδει να επανεισαγάγει το πρώτο θέμα σε συνοπτική μορφή, το δεύτερο θέμα μεταφέρεται έπειτα στην Λα-μείζονα δίνοντας έμφαση στον αισθαντικό ήχο της άρπας, το τρίτο ακολουθεί στην Σολ-μείζονα εν είδει σολιστικής καντέντσας, ενώ το τέταρτο οδηγεί με την γνωστή ορμητικότητά του σε μια πολύ ζωηρή και λαμπερή coda, η οποία ανακαλεί κυκλικά το μοτιβικό υλικό του πρώτου θέματος.
Στο μεσαίο μέρος του κοντσέρτου, ένα Adagio assai σε Μι-μείζονα, το πιάνο παρουσιάζει ολομόναχο και με λιτότατη συνοδεία την γαλήνια και νοσταλγική μελωδία ενός αργού βαλς, προτού οι σολιστικές παρεμβάσεις των ξύλινων πνευστών οδηγήσουν ομαλά σε μια δεύτερη ενότητα, η οποία διέπεται από έναν ελαφρώς ελεγειακό τόνο, αλλά προοδευτικά προσλαμβάνει περισσότερη κίνηση και ενέργεια. Η συνοπτική επαναφορά της αρχικής μελωδίας ανατίθεται στην συνέχεια στο αγγλικό κόρνο, ενόσω το πιάνο την συνοδεύει πλέον αδιάλειπτα με καλαίσθητα αραβουργήματα, που εξαλείφονται αιθέρια μόνο στο πλαίσιο μιας επιπρόσθετης coda, με την οποία το αργό αυτό μέρος ολοκληρώνεται μακάρια.
Όμως η ζωηρή διάθεση του πρώτου μέρους επιβάλλεται ξανά – και μάλιστα με ακόμη πιο εμφαντικό τρόπο – στο τελικό Presto που, παρά την συντομία του, βασίζεται σε μια πλήρη μορφή σονάτας. Η κωμική εναρκτήρια φράση του μέρους αυτού διατρέχει ολόκληρη την έκθεση, καθώς δεν περιβάλλει μόνο το πρώτο θέμα σε Σολ-μείζονα, με τα φαιδρά και αναισχύντως παράτονα σολιστικά περάσματα των πνευστών πάνω από ένα ακατάπαυστο τοκκατοειδές πιανιστικό υπόβαθρο, αλλά επανεισάγεται και μετά την έλευση δύο σύντομων μετατροπικών θεματικών ιδεών, με “παιδιάστικα” επαναλαμβανόμενα μοτίβα και έμμονες περιστροφικές φιγούρες, λειτουργώντας ουσιαστικά ως αφορμή για την εμφάνιση και ενός τέταρτου θέματος στην Μι-μείζονα, όπου παρωδούνται με πολύ χιούμορ στρατιωτικά παραγγέλματα και εμβατηριακά στοιχεία. Η ενότητα της επεξεργασίας ξεκινά κατόπιν με δεξιοτεχνικά πιανιστικά περάσματα και εμβόλιμες αναφορές στην εναρκτήρια φράση, αλλά από ένα σημείο και έπειτα δίνει προτεραιότητα σε μια σειρά ευφάνταστων αντιστικτικών συνδυασμών των μοτίβων του τρίτου, του δεύτερου και τελικά και του τέταρτου θέματος της εκθέσεως, διαμορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μιαν εντυπωσιακή κλιμάκωση προς την επανέκθεση. Εδώ όμως, η εναρκτήρια συνθηματική φράση “λάμπει” δια της παντελούς της απουσίας, ενώ το πρώτο θέμα επανεμφανίζεται σε συνοπτική μορφή, σε ασταθές τονικό περιβάλλον και συνοδευόμενο από ένα αναπτυξιακό παράλλαγμα του τρίτου, με αποτέλεσμα το δεύτερο θέμα να συνδέεται πλέον απ’ ευθείας με την επαναφορά του τέταρτου στην Σολ-μείζονα. Τέλος, ένα ορμητικό πιανιστικό πέρασμα από την επεξεργασία αλλά και μια υπόμνηση του δεύτερου θέματος χρησιμεύουν ως εφαλτήριο για την ακόλουθη πνευματώδη επίταση προς μιαν ύστατη αναδρομή στην εναρκτήρια φράση.
19.09.2008
© Ιωάννης Φούλιας