Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Maurice Ravel (1875-1937): Δεύτερη σουΐτα από το μπαλλέττο Δάφνις και Χλόη

Το μονόπρακτο μπαλλέττο Δάφνις και Χλόη είναι το μεγαλύτερο σε έκταση ορχηστρικό έργο του Maurice Ravel και συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα τόσο του ιδίου, όσο και του μουσικού ιμπρεσσιονισμού γενικότερα. Το έργο αυτό υπήρξε παραγγελία του θιασάρχη των περίφημων Ρωσικών Μπαλλέττων Σεργκέι Ντιαγκίλεφ και απασχόλησε τον συνθέτη από το 1909 έως τις 5 Απριλίου του 1912, όταν δηλαδή αποπερατώθηκε πλήρως η ενορχήστρωση της παρτιτούρας. Η μουσική του Ravel ακολουθεί το σενάριο που ετοίμασε ειδικά για τον σκοπό αυτόν ο Μιχαήλ Φοκίν, διασκευάζοντας το ομώνυμο βουκολικό μυθιστόρημα του δεύτερου μεταχριστιανικού αιώνος, και αποκαλύπτει μια σπάνια – στο ευρύτερο πλαίσιο της συνθετικής του δημιουργίας – περιγραφική δύναμη, η οποία καθιστά απόλυτα διαυγή την εκτύλιξη της πλοκής του σκηνικού αυτού έργου. Η πρώτη παράσταση του μπαλλέττου δόθηκε στο Παρίσι, στις 8 Ιουνίου 1912, αλλά είναι γεγονός ότι αυτή η “χορογραφική συμφωνία”, όπως ο ίδιος ο Ravel χαρακτήριζε την εν λόγω εργασία του, γνώρισε τελικά μεγαλύτερη και διαρκέστερη επιτυχία στον συναυλιακό χώρο. Προς αυτήν την κατεύθυνση, εξ άλλου, συνέβαλαν αποφασιστικά και οι δύο σουΐτες επιλεγμένων μερών της μουσικής του μπαλλέττου, εκ των οποίων τουλάχιστον η δεύτερη αποτελεί στις μέρες μας ένα σταθερό κομμάτι του ρεπερτορίου των μεγάλων συμφωνικών ορχηστρών.

Τα τρία μέρη της δεύτερης αυτής σουΐτας αντιστοιχούν στα ισάριθμα τελευταία του συνολικού μπαλλέττου και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η “Χαραυγή” (Lent) είναι το πρώτο από αυτά και δίνει στον συνθέτη την δυνατότητα να σκιαγραφήσει με λεπτά ιμπρεσσιονιστικά ηχοχρώματα ένα ειδυλλιακό τοπίο, όπου το κελάρυσμα του νερού, κελαϊδίσματα πουλιών και – λίγο αργότερα – ποιμενικά αυλήματα συνυφαίνονται με την σταδιακή ανάδυση μιας λυρικής μελωδίας, που αντικατοπτρίζει εξίσου το ξεκίνημα μιας νέας ημέρας όσο και την έγερση του νεαρού Δάφνι. Καθώς αυτός αναζητά την αγαπημένη του Χλόη, η μουσική εξελίσσεται με νέα, ζωηρότερα μοτίβα, ενώ η επαναφορά και η μετέπειτα πληθωρική κορύφωση της βασικής μελωδίας του μέρους σηματοδοτεί την επανένωση των δύο πρωταγωνιστών. Στην “Παντομίμα” που ακολουθεί, ένας ποιμένας διηγείται στους δύο νέους την ιστορία του θεού Πάνα και της νύμφης Σύριγγας, ενόσω αυτοί αναπαριστούν τον μύθο με μιμικά μέσα· έτσι λοιπόν και η μουσική, ανοίγει με ένα αργό εισαγωγικό τμήμα (Lent), συνεχίζεται με ευκίνητες φιγούρες που αποδίδουν το κυνήγημα της νύμφης από τον τραγοπόδαρο θεό και επικεντρώνεται στο ηδυπαθές παίξιμο της σύριγγας που εν προκειμένω μεταστοιχειώνεται σε μιαν εκτενή σολιστική μελωδία του φλάουτου (Très lent), ενώ κατόπιν οδηγείται σε ένα σπινθηροβόλο τμήμα με χαρακτήρα scherzo (Vif), διέρχεται από σημεία γεμάτα εκφραστικότητα και λυρισμό (Très lent) και καταλήγει σε μιαν ευσύνοπτη αναδρομή στην ηχητική απεικόνιση του κελαρύσματος του νερού. Τέλος, το τρίτο μέρος της σουΐτας – συγχρόνως όμως και το τελευταίο του μπαλλέττου Δάφνις και Χλόη – συνίσταται σε έναν “Γενικό χορό”, όπου μαινάδες κάνουν την εμφάνισή τους επί σκηνής, όσο η μουσική εναλλάσσει ακόμη περάσματα σε αργή και γοργή χρονική αγωγή (Lent – Animé), προετοιμάζοντας έτσι τον ορμητικό τους χορό, που εξελίσσεται ως επί το πλείστον σε “ακανόνιστο” μέτρο 5/4 και προσλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερη ένταση· ένα ενδιάμεσο επεισόδιο, πιο ήρεμο και εκφραστικό, εστιάζει για λίγο στο ευτυχισμένο ζεύγος, προτού αυτό εξαφανισθεί ξανά μέσα στο πλήθος, ενώ η τελική επαναφορά των βασικών ιδεών του βακχικού αυτού χορού επιστεγάζεται με μια παράφορη και λαμπρή κατακλείδα.

30.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας