Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Σεργκέι Ραχμάνινωφ (1873-1943): Συμφωνία αρ. 2, σε μι-ελάσσονα, opus 27

Αν και η σταδιοδρομία του Σεργκέι Ραχμάνινωφ ως πιανίστα και αρχιμουσικού εξελισσόταν πολύ ευνοϊκά κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνος, ο ίδιος δεν αντιμετώπιζε το γεγονός αυτό με περισσή ικανοποίηση, καθ’ ότι συνειδητοποιούσε πόσος λίγος ήταν πλέον ο χρόνος που του απέμενε για να συνθέτει και ανησυχούσε σοβαρά για τις προοπτικές του σε αυτόν τον τομέα. Έτσι, με αφορμή και το επιδεινούμενο πολιτικοκοινωνικό κλίμα στην Ρωσία μετά την επανάσταση του 1905, τον Μάρτιο του 1906 παραιτήθηκε από την θέση του διευθυντή της Ορχήστρας του Θεάτρου Μπολσόι και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Δρέσδη, όπου είχε όλη την άνεση να ασχολείται με την σύνθεση κατά τις τρεις επόμενες χειμερινές περιόδους, όπως άλλωστε και κατά τις θερινές “διακοπές” του στην πατρίδα του. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα των ετών αυτών ήταν η Δεύτερη συμφωνία του, opus 27, στην οποία ο Ραχμάνινωφ αφοσιώθηκε από το 1906 έως το 1907, επιδιώκοντας να αποκαταστήσει την εικόνα του ως συμφωνιστή που είχε υποστεί καίριο πλήγμα από την καταστροφική πρώτη εκτέλεση και την καυστική κριτική αντιμετώπιση της Πρώτης συμφωνίας του (opus 13) το 1897. Ευτυχώς όμως γι’ αυτόν (και την – αποκατασταθείσα στο διάστημα που μεσολάβησε – ψυχική του υγεία), η νέα του φιλόδοξη απόπειρα στο εν λόγω είδος δεν είχε καμμία σχέση με την προηγούμενη: η Δεύτερη συμφωνία του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το κοινό της Αγίας Πετρούπολης, όταν ο ίδιος την διηύθυνε για πρώτη φορά εκεί στις 8 Φεβρουαρίου του 1908, ενώ δέκα μήνες αργότερα ο συνθέτης τιμήθηκε και με το Βραβείο Γκλίνκα γι’ αυτήν την επιτυχημένη συμφωνία του, την οποίαν αφιέρωσε στον καθηγητή του Σεργκέι Τανέγιεφ. Έκτοτε, το έργο αυτό συνιστά εκλεκτό μέλος της ρωσικής συμφωνικής παραδόσεως και κατέχει μιαν αρκετά σταθερή θέση στο διεθνές συναυλιακό ρεπερτόριο, έστω και αν επί δεκαετίες γύρω στα μέσα του 20ού αιώνος ποικίλοι πρακτικοί λόγοι είχαν υπαγορεύσει την υποκατάσταση της πρωτότυπης εκδοχής του από διάφορες συντετμημένες “αναθεωρήσεις”.

Το πρώτο μέρος της συμφωνίας ξεκινά με μια σχετικώς εκτενή αργή εισαγωγή (Largo), στην οποία το βασικό ρυθμικο-μελωδικό μοτίβο όλου του έργου, αφού κάνει την απέριττη παρθενική του εμφάνιση στα βαθύφωνα έγχορδα, αρχίζει αμέσως να μετουσιώνεται σε εύπλαστες μελωδικές γραμμές που εξυφαίνονται περαιτέρω από ολόκληρη σχεδόν την ορχήστρα, διαμορφώνοντας μιαν ατέρμονη και πληθωρική λυρική ανέλιξη προς ένα πρώτο δυναμικό απόγειο, που ακολουθείται από εξισορροπητική ελεγειακή αποκλιμάκωση. Το Allegro moderato σε μορφή σονάτας, εν συνεχεία, εξάγει επίσης από το αρχικό μοτίβο μιαν ευρύτερη κύρια μελωδική ιδέα σε μι-ελάσσονα, η οποία εκτίθεται με τρυφερότητα και μελαγχολία, προτού το υλικό της μεταλλαχθεί σε μια πολύ πιο ενεργητική μετάβαση με χαρακτηριστικές φιγούρες τριήχων, που αργότερα προσπαθούν να συνυπάρξουν και με το πλάγιο θέμα στην Σολ-μείζονα, αλλά τελικά εκτοπίζονται τόσο κατά την μετέπειτα κορύφωσή του, που ξεχειλίζει από ρομαντική θέρμη, όσο και κατά το γαλήνιο σβήσιμό του. Ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του μέρους αυτού είναι ότι στην επεξεργασία ο συνθέτης δίνει σαφή προτεραιότητα στο υλικό της αργής εισαγωγής, ανακαλώντας άμεσα τις πρώτες μελωδικές μεταμορφώσεις του βασικού μοτίβου και ρευστοποιώντας διεξοδικά τα συστατικά τους, δαμάζοντας παράλληλα την ασίγαστη ορμή που έχουν εν τω μεταξύ προσλάβει· έπειτα, πάλι, επανερχόμενος στις ζοφερές συγχορδίες που συνόδευαν τις εναρκτήριες εμφανίσεις του βασικού μοτίβου, ξεκινά μια πορεία δραματικής επίτασης, στο πλαίσιο της οποίας οι συνεχείς αγωνιώδεις αναφορές στο βασικό μοτίβο θυμίζουν όλο και πιο πολύ την μορφή του κυρίου θέματος του Allegro moderato και οδηγούν σε δύο διαδοχικές κλιμακώσεις, μία μάλλον ηρωικού χαρακτήρος και μία δεύτερη, απόλυτα τραγική και τρομακτική. Σε αυτό ακριβώς το σημείο επανεισάγεται το κύριο θέμα της μορφής σονάτας, αλλά η έναρξη της επανεκθέσεως αυτής φαίνεται πως λαμβάνει χώραν δίχως ακόμη η προηγούμενη μακροδομική ενότητα να έχει πει την τελευταία της λέξη: ως εκ τούτου, το κύριο θέμα αποτυγχάνει εδώ να ανασυγκροτηθεί στην πρωτότυπη εκδοχή του και αιωρείται επί της δεσπόζουσας της μι-ελάσσονος, συνδυαζόμενο παράλληλα και με τις φανφάρες των χάλκινων πνευστών από την αμέσως προηγούμενη κλιμάκωση, ενώ οι φιγούρες της μετάβασης που ακολουθούν λειτουργούν πλέον ως όχημα για το σφοδρότατο επιστέγασμα όλης της πρότερης εξέλιξης! Από τον ερεβώδη απόηχο των συγκλονιστικών αυτών συμβάντων αναδύεται τελικά η παρηγορητική εγκαρδιότητα του πλαγίου θέματος, το οποίο επανεκτίθεται με επουσιώδεις τροποποιήσεις στην ομώνυμη μείζονα· όμως η γαλήνη που διαχέεται στην κατάληξή του αποδεικνύεται εφήμερη, αφού νέες εφιαλτικές αναφορές στο βασικό μοτίβο και στα περιεχόμενα της κεντρικής επεξεργασίας επανέρχονται στο προσκήνιο, διογκώνονται αδυσώπητα και ξεσπούν με τραχύτητα στην απόληξη της οδυνηρής αυτής coda.

Το δεύτερο μέρος, Allegro molto, είναι ένα σφριγηλό scherzo σε λα-ελάσσονα. Τα κόρνα παρουσιάζουν ένα αγέρωχο βασικό θέμα, το οποίο όμως δεν αργεί να παραλλαχθεί με περισσότερη μελωδική ευελιξία και ρυθμική ζωντάνια από τα έγχορδα και να αποτελέσει – στην νέα του αυτή μορφή – σταθερό σημείο αναφοράς για την περαιτέρω αναπτυξιακή εξέλιξη του πρώτου δομικού τμήματος. Τουναντίον, στο μεσαίο (αντιθετικό) τμήμα του scherzo, ένα Moderato σε Ντο-μείζονα, οι πλατιές μελωδικές γραμμές που παραπέμπουν αμυδρά στο βασικό μοτίβο της συμφωνίας προσφέρουν μια λυρική αλλά μάλλον σύντομη ανάπαυλα, πριν την σταδιακή επαναφορά των αρχικών ενεργητικών συμφραζομένων σε νέα αναπτύγματα. Εν είδει τρίο, κατόπιν, κάνει την εμφάνισή της μία λίγο πιο αργή (Meno mosso) ενότητα, στην οποία ένα νέο σπινθηροβόλο μοτίβο εξυφαίνεται επί μακρόν στο περιβάλλον της μι-ελάσσονος, προτού χρησιμεύσει ως υπόβαθρο για ένα αξιοπρόσεκτο μείγμα χορικού και εμβατηρίου, το οποίο εισάγεται από τα χάλκινα πνευστά και από τα κρουστά όργανα της ορχήστρας. Τελικά, με μιαν απότομη στροφή στην λα-ελάσσονα, το scherzo επαναλαμβάνεται (με ορισμένες τροποποιήσεις στο πρώτο και κυρίως στο τρίτο δομικό του τμήμα), ενώ στην coda που ακολουθεί, εναλλασσόμενες υπομνήσεις του χορικού από το ενδιάμεσο τρίο και του κύριου θεματικού υλικού των εξωτερικών ενοτήτων γίνονται όλο και πιο θαμπές, έως ότου εξαλειφθούν εντελώς.

Το Adagio σε Λα-μείζονα επικεντρώνεται στην παρουσίαση εξαιρετικά λυρικών και γεμάτων ευαισθησία μελωδικών ιδεών. Έτσι, στην πρώτη ενότητα του αργού αυτού μέρους, μια πολύ απλή αλλά και εξόχως εκφραστική ιδέα των βιολιών περιβάλλει μιαν εκτενή νοσταλγική εξύφανση του κλαρινέττου (η οποία αναπολεί επανειλημμένως στην πορεία της – αναβάλλοντας μάλιστα διαρκώς την πτωτική της ολοκλήρωση – το βασικό μοτίβο όλης της συμφωνίας) καθώς και μια πλουσιότερη ηχοχρωματικά προέκτασή της. Με την εμφάνιση ενός ακόμη παραλλάγματος του βασικού μοτίβου, εξ άλλου, και την παραγωγή μιας νέας φιγούρας από αυτό, η μεσαία ενότητα προσλαμβάνει μεγαλύτερη ρυθμική και αρμονική ρευστότητα, ενώ αργότερα στρέφεται προς μια σταδιακή κλιμάκωση που θυμίζει ολοένα και περισσότερο την εντυπωσιακή ανέλιξη στο πλαίσιο της αργής εισαγωγής του πρώτου μέρους, αλλά παρ’ όλα αυτά καταλήγει σε μιαν εκστατική αναδρομή στην αρχική ιδέα του τρίτου μέρους και σβήνει αιθέρια στην Ντο-μείζονα. Προκειμένου λοιπόν να επιστρέψει ομαλά στην Λα-μείζονα, ο συνθέτης πλέκει σε ένα μετατροπικό πέρασμα την αρχική ιδέα με το δεδομένο παράλλαγμα του βασικού μοτίβου και κατόπιν επαναφέρει τα περιεχόμενα της πρώτης ενότητος, δίνοντας όμως όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στην αρχική ιδέα, η οποία δεν μένει πλέον στο περιθώριο, όπως άλλοτε, αλλά εμπλουτίζει αντιστικτικά την δεδομένη μελωδική εξύφανση, επισκιάζει την ακόλουθη προέκτασή της και τελικά πρωταγωνιστεί στην coda του μέρους, αναπτυσσόμενη αυτόνομα αλλά και από κοινού με το γνωστό παράλλαγμα του βασικού μοτίβου, καθώς το υπέροχο αυτό μέρος ολοκληρώνεται μακάρια.

Το τελικό Allegro vivace στην Μι-μείζονα συνοψίζει, τρόπον τινά, τα θεματικά περιεχόμενα και των τριών προηγουμένων μερών σε μια ζωηρή και εξωστρεφή μορφή σονάτας. Ως κύριο θέμα χρησιμεύει εν προκειμένω μια μετάπλαση του υλικού της μεταβάσεως του πρώτου μέρους, που προσδίδει εξ αρχής έντονο ρυθμικό παλμό και αστείρευτη ενέργεια στις επάλληλες κυματοειδείς εξάρσεις της ορχήστρας. Περιέργως δε, το θέμα αυτό προσλαμβάνει μια τριμερή δομή εν είδει scherzo, καθώς ενσωματώνει στην πορεία του ένα σκοτεινό μεσαίο τμήμα στην σολ-δίεση-ελάσσονα, όπου μάλιστα το σώμα των πνευστών ανακαλεί εμμέσως το χορικό-εμβατήριο από το τρίο του δεύτερου μέρους, επισκιάζοντας για ένα διάστημα τις φιγούρες τριήχων, έως ότου αυτές αποκατασταθούν δυναμικά κατά την επαναφορά των αρχικών θεματικών συμφραζομένων με την αναμενόμενη εμφαντική πτωτική ολοκλήρωση. Αμέσως μετά, ένα σύντομο μεταβατικό τμήμα προετοιμάζει την είσοδο του πλαγίου θέματος στην Ρε-μείζονα, η πλατιά λυρική μελωδική γραμμή του οποίου δεν αργεί να φανερώσει την στενή συνάφειά της προς την αρχική ιδέα του τρίτου μέρους, αν και σίγουρα όχι τόσο απροκάλυπτα όσο η χαρακτηριστική “ανάμνηση” του αργού αυτού μέρους με την οποία η έκθεση της σονάτας φθάνει σε ένα νοσταλγικό κλείσιμο. Αλλά και στην ενότητα της επεξεργασίας που ακολουθεί, οι φιγούρες τριήχων του κυρίου θέματος του τελικού αυτού μέρους εξυφαίνονται περαιτέρω, χρησιμεύοντας ουσιαστικά ως συνδετικό νήμα αλλά και ως νευρώδες υπόστρωμα για νέες αναδρομές στην μεσαία ενότητα του τρίτου μέρους, στην έναρξη του δεύτερου μέρους και στην αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους, προτού τελικά ένα επουσιώδες στοιχείο του finale, μία απλή κατιούσα κλίμακα, αποτελέσει το θεμέλιο μιας εντυπωσιακής αναπτυξιακής κλιμάκωσης που οδηγεί με θυελλώδη ορμή στην επανέκθεση του κυρίου θέματος στην Μι-μείζονα. Όμως εδώ πλέον, όλες οι προγενέστερες “εμπειρίες” από τον αντιστικτικό συνδυασμό των φιγούρων τριήχων με πληθώρα άλλων ιδεών αξιοποιούνται εν τέλει για την συγκρότηση μιας νέας εξέχουσας “αντιμελωδίας” στα βιολιά, η οποία εμπλουτίζει σημαντικά τα δεδομένα περιεχόμενα του πρώτου δομικού τμήματος του κυρίου θέματος, πριν την παρηλλαγμένη μεταφορά του δεύτερου τμήματός του στην σι-ελάσσονα και την λειτουργική μετουσίωση του τρίτου σε ένα ευρύ αναπτυξιακό πέρασμα προς την αποθεωτική – αλλά και ευσύνοπτη, συνάμα – επαναφορά του πλαγίου θέματος στην αρχική τονικότητα, που επιστεγάζεται ακολούθως με μια σειρά πανηγυρικών μεταρσιώσεων του κύριου θεματικού υλικού.

07.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας