Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Σεργκέι Ραχμάνινωφ (1873-1943): Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2, σε ντο-ελάσσονα, opus 18

Η σταδιοδρομία του Ρώσου Σεργκέι Ραχμάνινωφ ως συνθέτη δοκιμάσθηκε σκληρά το 1897, όταν η αποτυχημένη πρώτη εκτέλεση της πρώτης του συμφωνίας (opus 13) και η αρνητική κριτική που εισέπραξε το έργο αυτό, σε συνδυασμό και με άλλα ατυχή περιστατικά του προσωπικού του βίου, τον οδήγησαν σε βαθιά κατάθλιψη και σε αναστολή της συνθετικής του δραστηριότητος. Χρειάσθηκε να περάσουν τρία περίπου χρόνια, έως ότου ο Ραχμάνινωφ, με την βοήθεια του ψυχολόγου Νικολάι Νταλ, ανακτήσει τελικά την ψυχολογική του υγεία και την δημιουργική του αυτοπεποίθηση. Το πρώτο μεγάλο έργο που συνέθεσε έπειτα από αυτήν την περιπέτεια, και συγκεκριμένα από το καλοκαίρι του 1900 έως τον Απρίλιο του 1901, ήταν το δεύτερο κοντσέρτο του για πιάνο, opus 18, το οποίο μάλιστα αφιέρωσε στον δόκτορα Νταλ. Τα δύο τελευταία μέρη του έργου ήταν ήδη έτοιμα πριν το τέλος του 1900 και παρουσιάσθηκαν από τον συνθέτη στο πιάνο και τον εξάδελφό του Αλεξάντρ Ζιλότι στην διεύθυνση της ορχήστρας τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους· αφ’ ότου δε ολοκληρώθηκε και η σύνθεση του πρώτου μέρους, το κοντσέρτο γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή στην πρώτη πλήρη εκτέλεσή του, που πραγματοποιήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1901 με τους ίδιους συντελεστές. Από τότε παραμένει αδιαμφισβήτητα ένα από τα δημοφιλέστερα έργα στο είδος του.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία ολόκληρου του έργου εμφανίζεται στην έναρξη του πρώτου μέρους (Moderato): το πιάνο δημιουργεί με μια σειρά συγχορδιών μια κλιμακούμενη ένταση, η οποία βρίσκει την δικαίωσή της στο ελεγειακό κύριο θέμα σε ντο-ελάσσονα που παρουσιάζεται σχεδόν στο σύνολό του από την ορχήστρα (υπό την αδιάλειπτη, πάντως, συνοδεία του πιάνου). Αντιθέτως, το ιδιαίτερα μελωδικό και λυρικό πλάγιο θέμα σε Μι-ύφεση-μείζονα εκτίθεται ως επί το πλείστον από το σολιστικό όργανο, ενώ στην ακόλουθη επεξεργασία, όπου ο συνθέτης αναπτύσσει μοτίβα και από τα δύο θέματα της εκθέσεως, η μετατροπική πορεία πραγματοποιείται στην βάση μιας πιο ισορροπημένης σχέσης ανάμεσα στο πιάνο και το ορχηστρικό σύνολο. Στην διάρκεια μιας δραματικής κλιμάκωσης, εξ άλλου, μια νέα χαρακτηριστική ιδέα διαμορφώνεται στο μέρος του πιάνου, προκειμένου λίγο αργότερα η ίδια να συνδυασθεί ισότιμα με το κύριο θέμα στην έναρξη της επανεκθέσεως! Από εκεί και ύστερα, το πλάγιο θέμα επανεμφανίζεται με αρκετές – πρωτίστως ενορχηστρωτικές – τροποποιήσεις και τελικά προσαρμόζεται στο περιβάλλον της αρχικής τονικότητος, ενώ μια σύντομη coda οδηγεί το μέρος σε ένα ενεργητικότατο κλείσιμο.

Το αργό μέρος (Adagio sostenuto) ανοίγει με ένα απέριττο συγχορδιακό πέρασμα από την ντο-ελάσσονα στην Μι-μείζονα, τονικότητα στην οποία κατόπιν εμφανίζεται η βασική θεματική ιδέα που παραπέμπει αμυδρά στο πλάγιο θέμα του προηγούμενου μέρους· από το φλάουτο και το κλαρινέττο, το θέμα αυτό περνά κάποια στιγμή στο πιάνο, ενώ στο τέλος ακούγεται και από τα βιολιά στην τονικότητα της Σι-μείζονος. Σε μιαν επίδειξη θεματικής οικονομίας, στην δεύτερη ενότητα του μέρους αναπτύσσεται ένα μοτιβικό αραβούργημα παρμένο από την εξέλιξη της αρχικής ιδέας, συνδυάζοντας την πλούσια τονική περιήγησή του με δυναμικές κλιμακώσεις και αποκλιμακώσεις αλλά και με μιαν ολοένα και πιο δεξιοτεχνική γραφή στο μέρος του πιάνου που τελικά καταλήγει σε περάσματα εν είδει καντέντσας! Η αποκατάσταση της αρχικής τονικότητος, εξ άλλου, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια συνοπτική αναδρομή στα περιεχόμενα της πρώτης ενότητος, ενώ το μέρος ολοκληρώνεται με μια γαλήνια coda.

Όπως συνέβη και στην έναρξη του μεσαίου μέρους, το τελικό Allegro scherzando μεταβαίνει σταδιακά από την Μι-μείζονα προς την ντο-ελάσσονα, όπου – με την μεσολάβηση ενός περάσματος υπερβατικής πιανιστικής δεξιοτεχνίας – εκτίθεται το δαιμονικό κύριο θέμα μιας μεικτής μορφής σονάτας-ρόντο. Μεγιστοποιώντας την αντίθεσή του προς αυτό, το πλάγιο θέμα, που ακολουθεί παραδόξως στην Σι-ύφεση-μείζονα, αναδεικνύει απροκάλυπτα την συνάφειά του προς το αντίστοιχο θέμα του πρώτου μέρους, ενώ στην συνέχεια κάνει την εμφάνισή του και ένα σκιώδες καταληκτικό θέμα, πριν την παρηλλαγμένη πρώτη επαναφορά του κυρίου θέματος στην αρχική τονικότητα. Η ενότητα της επεξεργασίας ανοίγει με ένα φουγκάτο επί του βασικού μοτίβου του κυρίου θέματος και συνεχίζεται αναπτύσσοντας πιο ελεύθερα το ίδιο πάντοτε υλικό, έως ότου καταλήξει στην υπαινικτική αλλά και εκρηκτική δεύτερη τονική επαναφορά του κυρίου θέματος μόνο από την ορχήστρα. Η επανέκθεση του πλαγίου θέματος πραγματοποιείται κατόπιν απροσδόκητα στην ναπολιτάνικη περιοχή της Ρε-ύφεση-μείζονος, ενώ το ίδιο ισχύει και για την ακόλουθη καταληκτική ιδέα. Έτσι, η coda καθίσταται πλέον λειτουργικά αναγκαία και, ξεκινώντας από αναπλάσεις του κυρίου θεματικού υλικού που συνδυάζονται με δεξιοτεχνικές χειρονομίες στο πιάνο, φθάνει τελικά σε μιαν “αποθέωση” του πλαγίου θέματος και δη στην “σωστή” πλέον τονικότητα της Ντο-μείζονος, η οποία εδραιώνεται περαιτέρω με μια σειρά καταληκτικών “πυροτεχνημάτων” που εκσφενδονίζει ο σολίστας συνεπικουρούμενος από την ορχήστρα.

11.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας