Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Σεργκέι Ραχμάνινωφ (1873-1943): Σουΐτα για δύο πιάνα αρ. 2, opus 17

Έχοντας μόλις ξεπεράσει την χρόνια ψυχολογική του κατάπτωση και επιστρέψει στην Μόσχα από ένα αναζωογονητικό ταξίδι στην Ιταλία, ο Σεργκέι Ραχμάνινωφ ξεκίνησε κατά τα τέλη του καλοκαιριού του 1900 να γράφει το δεύτερο κοντσέρτο του για πιάνο, opus 18, που έμελλε να καταστεί ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά και επιτυχημένα έργα του. Όμως η έμπνευσή του ήταν και πάλι τόσο γόνιμη, που απέφερε πολύ περισσότερες μουσικές ιδέες απ’ όσες πραγματικά χρειάζονταν για το εν λόγω κοντσέρτο. Έτσι, από τον Δεκέμβριο του 1900 έως τον Απρίλιο του 1901, ο Ραχμάνινωφ συνέθετε παράλληλα και την Σουΐτα για δύο πιάνα αρ. 2, opus 17, αξιοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την περίσσεια της μουσικής του φαντασίας σε ένα – μικρότερης εκτάσεως, βέβαια, αλλά εξίσου λαμπρό, απαιτητικό και δεσπόζον στο ρεπερτόριο για δύο πιάνα – έργο. Η τετραμερής αυτή σουΐτα αφιερώθηκε στον φίλο και ομότεχνο του συνθέτη Αλεξάντρ Γκολντενβέιζερ, με τον οποίον ο Ραχμάνινωφ έπαιζε συχνά μουσική για δύο πιάνα εκείνη την περίοδο, αλλά τελικά παρουσιάσθηκε σε πρώτη δημόσια εκτέλεση από τον Ραχμάνινωφ και τον εξάδελφό του Αλεξάντρ Ζιλότι, στις 24 Νοεμβρίου 1901, στην Μόσχα, έναν περίπου μήνα έπειτα και από την δημοσίευση της παρτιτούρας του έργου, που ήλθε ουσιαστικά να επισημοποιήσει την επάνοδο του Ραχμάνινωφ στην τρέχουσα μουσική δημιουργία.

      Τα τέσσερα μέρη αυτής της Δεύτερης σουΐτας για δύο πιάνα συνιστούν ισάριθμα αυτοτελή κομμάτια χαρακτήρος, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους σχεδόν από κάθε έποψη – ακόμη και τονική. Η “Εισαγωγή” (Alla marcia) έγκειται σε ένα πολύ ζωηρό και επιβλητικό εμβατήριο σε Ντο-μείζονα, η αγέρωχη βασική ιδέα του οποίου εντυπωσιάζει με την πυκνή συγχορδιακή της γραφή, ακόμη και στο λιγότερο εξωστρεφές μεσαίο τμήμα της τριμερούς της διαρθρώσεως. Τριμερής, εξ άλλου, είναι και η μακροδομική οργάνωση του πρώτου αυτού μέρους, που συνεχίζεται σε ηπιότερους τόνους, με την εξύφανση μιας νέας λυρικής μελωδίας υπό τις συνεχείς – αλλά διακριτικές – υπομνήσεις του αρχικού εμβατηρίου, μέχρι την τυπική (σχεδόν αυτούσια) επαναφορά του αλλά και την μετέπειτα σταδιακή του “απομάκρυνση” από το ηχητικό προσκήνιο, στο πλαίσιο μιας διακριτής coda. Το δεύτερο μέρος, ένα ταχύτατο “Βαλς” (Presto), γραμμένο στην Σολ-μείζονα και σε μορφή ρόντο-σονάτας, εκπροσωπεί πρωτίστως την ρομαντική παράδοση του “Perpetuum mobile”, ήτοι ενός κομματιού υψηλής δεξιοτεχνίας με αδιάλειπτη ρυθμική ροή. Ενώ όμως οι διαρκώς περιστρεφόμενες φιγούρες ογδόων του κυρίου θέματος εμπεριέχουν και τους φθόγγους της βασικής μελωδικής του γραμμής (οι οποίοι, προσέτι, υπογραμμίζοντας επίμονα την συγκρουσιακή μετρική τους σχέση προς τον θεμελιώδη τρίσημο παλμό, προσδίδουν ιδιαίτερη ένταση στην εξέλιξη της επωδικής αυτής ιδέας), στο ακόλουθο πρώτο “επεισόδιο” οι φευγαλέοι αρπισμοί και τα λοιπά περάσματα ογδόων περιορίζονται πλέον σε αμιγώς συνοδευτικό ρόλο, τόσο κατά την ήρεμη εξύφανση του αισθαντικού πλαγίου θέματος στην σχετική μι-ελάσσονα, όσο και κατά την φλογερή καταληκτική του προέκταση στην Μι-μείζονα, που προηγείται της ευσύνοπτης τονικής επαναφοράς του κυρίου θέματος. Παρόμοιοι υφολογικοί συσχετισμοί ανακύπτουν αργότερα και στο κεντρικό (δεύτερο) επεισόδιο στην Μι-ύφεση-μείζονα, χάρη στον εμπλουτισμό της μακράς αψιδωτής πορείας που διαγράφει η κατ’ εξοχήν λυρική μελωδική του ιδέα με νέους απέριττους αρπισμούς και καλαίσθητα αραβουργήματα. Από εκεί και πέρα, το υλικό του κυρίου θέματος αναπτύσσεται για λίγο μετατροπικά, προκειμένου να οδηγήσει ομαλά στην πλήρη επανέκθεσή του, το πλάγιο θέμα μεταφέρεται φυσιολογικά στην ομώνυμη σολ-ελάσσονα κατά την επαναφορά του και ολοκληρώνεται με την δεδομένη προέκτασή του στην Σολ-μείζονα, ενώ το καταληκτικό τμήμα του κεντρικού επεισοδίου ανακαλείται επίσης στην βασική αυτή τονικότητα, στην έναρξη μιας coda που ολοκληρώνεται εξαϋλώνοντας τις φιγούρες ογδόων του κυρίου θέματος σε λεπτότατους “κουδουνισμούς”.

Η αργή και τρυφερή “Ρομάντσα” (Andantino) σε Λα-ύφεση-μείζονα δύσκολα θα μπορούσε να απουσιάζει από ένα γνήσια ρομαντικό (αν και όψιμο, βέβαια) έργο σαν και αυτό. Η εκφραστικότατη βασική της ιδέα αναδύεται κάθε φορά μέσα από ένα πολυεπίπεδο σύνολο συνοδευτικών στοιχείων και “απόηχων”, που της προσδίδουν λεπτές αρμονικές αποχρώσεις αλλά και αξιοπρόσεκτη ρυθμική ζωτικότητα. Κατά τρόπον παρεμφερή, άλλωστε, αξιοποιείται στην συνέχεια και η ελαφρώς μελαγχολική, δισυπόστατη ιδέα της μεσαίας μακροδομικής ενότητος της τριμερούς αυτής μορφής, η οποία τελικά φθάνει σε μια συγκλονιστική κλιμάκωση, προτού θέσει το ενεργητικότερο από τα συνοδευτικά της μοτίβα στην υπηρεσία μιας πληθωρικά παρηλλαγμένης επαναφοράς της αρχικής ιδέας. Εκπληκτικού κάλλους, όμως, είναι και η γαλήνια coda του τρίτου αυτού μέρους της σουΐτας, με τον πλούτο των ηχητικών της “σταλαγμών” και την βαθιά εσωτερικότητα που διαπνέει τις καταληκτικές της αναπολήσεις. Όμως η διάθεση αλλάζει άρδην με την είσοδο της τελικής “Ταραντέλλας” (Presto) σε ντο-ελάσσονα, η δραματική εισαγωγική επίταση της οποίας δεν αφήνει καμμία αμφιβολία για τον παράφορα παθητικό χαρακτήρα που πρόκειται να δώσει τον τόνο στην ακόλουθη διμερή μορφή σονάτας. Το κύριο θέμα που εκτίθεται με περισσή τραγικότητα και εξυφαίνεται περαιτέρω στο περιβάλλον της ντο-ελάσσονος είναι ναπολιτάνικης προελεύσεως, ενώ οι πλάγιες θεματικές ιδέες που διαδέχονται την σύντομη μετάβαση και εδραιώνουν την μι-ύφεση-ελάσσονα (ήτοι την ομώνυμη τονικότητα της μείζονος σχετικής, που υπό κανονικές συνθήκες θα εμφανιζόταν στο σημείο αυτό) συνδυάζουν αντιστικτικά την φολκλορική ρυθμική ενεργητικότητα με πλατιές μελαγχολικές μελωδικές γραμμές. Το αναπτυξιακό τμήμα της δεύτερης μακροδομικής ενότητος διατηρεί επίσης την δεδομένη ακατάπαυστη ρυθμική ροή και την υποβάλλει σε αλλεπάλληλες σταδιακές αυξομειώσεις της ηχητικής εντάσεως, έως ότου επικεντρωθεί σε μια ριζική ανάπλαση των περιεχομένων του εισαγωγικού και του μεταβατικού τμήματος της πρώτης ενότητος από κοινού, προετοιμάζοντας τοιουτοτρόπως, με σφοδρότητα που προξενεί δέος, την επαναφορά ολόκληρης της πλάγιας θεματικής ομάδος στην ντο-ελάσσονα. Τέλος, στην ορμητική coda του μέρους, νέα παράγωγα του πλαγίου θεματικού υλικού οδηγούν σε μια συνταρακτική καταληκτική αναδρομή στην κύρια θεματική ιδέα καθώς και στην ανελέητη πτωτική απόληξη της θυελλώδους αυτής ταραντέλλας.

24.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας