Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Σεργκέι Ραχμάνινωφ (1873-1943): Ελεγειακό τρίο αρ. 1, σε σολ-ελάσσονα, για βιολί, βιολοντσέλλο και πιάνο

Προτού ακόμη ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Ωδείο της Μόσχας, ο Σεργκέι Ραχμάνινωφ ξεκινούσε ήδη την πολλά υποσχόμενη συνθετική του σταδιοδρομία με μια σειρά αξιόλογων ενόργανων αλλά και φωνητικών έργων. Σε αυτήν την περίοδο ανήκει, μεταξύ άλλων, το Πρώτο ελεγειακό τρίο, σε σολ-ελάσσονα, για βιολί, βιολοντσέλλο και πιάνο, το οποίο γράφηκε μεταξύ της 18ης και της 21ης Ιανουαρίου του 1892 και γνώρισε την παρθενική του εκτέλεση μόλις στις 30 του ιδίου μηνός στην Μόσχα, από τον βιολονίστα Νταβίντ Κρέιν, τον τσελλίστα Ανατόλι Μπραντουκώφ και τον δεκαεννιάχρονο συνθέτη στο πιάνο. Εν αντιθέσει πάντως προς το Δεύτερο ελεγειακό τρίο, σε ρε-ελάσσονα, opus 9, το οποίο συνετέθη τον Δεκέμβριο του 1893 μετά τον θάνατο του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ, το πρώτο δεν φαίνεται να υπαγορεύθηκε από κάποιο θλιβερό περιστατικό, όσο βέβαια και αν οι ομοιότητές του με το – γραμμένο στην μνήμη του πιανίστα και συνθέτη Νικολάι Ρούμπινσταϊν – Τρίο με πιάνο σε λα-ελάσσονα, opus 50, του Τσαϊκόφσκυ μόνο τυχαίες δεν μπορούν τελικά να θεωρηθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό το Πρώτο ελεγειακό τρίο του Ραχμάνινωφ ξεχάσθηκε αμέσως μετά την πρώτη του συναυλιακή παρουσίαση και παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι την “μεταθανάτια” έκδοσή του το 1947, η οποία επέτρεψε έκτοτε την επανεκτίμησή του ως ενός από τα πλέον ενδιαφέροντα πρωτόλεια έργα του συνθέτη, χάρη στην μεστή και δεξιοτεχνική πιανιστική του γραφή αλλά και στον αρκετά αποτελεσματικό χειρισμό των δύο εγχόρδων.

Το τρίο αυτό διαθέτει ένα μονάχα μέρος, σε μορφή σονάτας, το θρηνητικό κύριο θέμα της οποίας (Lento lugubre) παρουσιάζεται πρώτα από το πιάνο, πάνω από το λιτό συνοδευτικό υπόβαθρο των δύο εγχόρδων, και έπειτα επαναδιατυπώνεται διαλογικά από το τσέλλο και το βιολί, με πληθωρικότερη πιανιστική συνοδεία. Με έναν σύντομο μεσολαβητικό “αναστοχασμό” του πιάνου (Più vivo), εξ άλλου, η τυπική εξέλιξη προς ένα πλάγιο θέμα στην σχετική Σι-ύφεση-μείζονα πραγματοποιείται κατόπιν, θέτοντας και πάλι στο προσκήνιο την λυρική μελωδικότητα των εγχόρδων (Con anima), προτού αυτή διακοπεί απότομα από την ενεργητικότερη παρέμβαση του πιάνου στην έναρξη της καταληκτικής περιοχής της εκθέσεως, η οποία στην πορεία της ανακαλεί με εντεινόμενη δραματικότητα το επικεφαλής μοτίβο του κυρίου θέματος, προκειμένου να εδραιώσει με έκδηλη απόγνωση την τονικότητα της ντο-ελάσσονος (Appassionato). Η ακόλουθη επεξεργασία δεν αργεί να επικεντρωθεί σε ευφάνταστες και εναλλασσόμενης διαθέσεως εξυφάνσεις του μοτιβικού πυρήνα του κυρίου θέματος (Tempo rubato – Risoluto), δίνοντας τον πρώτο λόγο πότε στο πιάνο και πότε στα έγχορδα, έως ότου φθάσει και αυτή στην δυναμική της κλιμάκωση, με εμβόλιμες αναφορές και στα καταληκτικά περιεχόμενα της εκθέσεως. Παρ’ όλα αυτά, ο αρχικός ελεγειακός τόνος αποκαθίσταται εκ νέου με την σχεδόν άμεση επαναφορά της δεύτερης εκδοχής του κυρίου θέματος από το τσέλλο και αργότερα από το βιολί (Tempo I), η οποία σηματοδοτεί ευρύτερα την έναρξη μιας αυτούσιας επανεκθέσεως, με την μεταφορά του πλαγίου θέματος στην Φα-μείζονα και την αναμενόμενη καταληκτική επανεδραίωση της σολ-ελάσσονος. Τέλος, το κύριο θέμα επιστρέφει για τελευταία φορά στην coda του μοναδικού αυτού μέρους, σε συνοπτική μορφή και με τον ζοφερό και αποστασιοποιημένο χαρακτήρα ενός πένθιμου εμβατηρίου (Alla marcia funebre), που οδηγείται παθητικά σε βαθύ, αναπότρεπτο μαρασμό.

15.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας