Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Antonio Vivaldi (1678-1741): Κοντσέρτο για δύο βιολιά σε λα-ελάσσονα, RV 522 / opus 3 αρ. 8

Η συλλογή L’Estro armonico, opus 3, υπήρξε η πρώτη δημοσίευση έργων του Vivaldi στο είδος που έμελλε να τον καθιερώσει στην ιστορία της μουσικής, έστω και με καθυστέρηση δύο αιώνων: 12 κοντσέρτα – για ένα έως τέσσερα βιολιά, ενίοτε ένα τσέλλο και συνοδεία εγχόρδων – τυπώθηκαν στο Άμστερνταμ, μάλλον το 1711 (ειδάλλως το 1712), και αργότερα σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εξασφαλίζοντας στον Vivaldi διεθνή αναγνώριση. Η συλλογή αυτή αποτέλεσε έκτοτε το πρότυπο του τύπου κοντσέρτου για ένα ή περισσότερα σολιστικά όργανα της εποχής του ύστερου μπαρόκ σε ολόκληρη την Ευρώπη· είναι άλλωστε ενδεικτικό το ότι ο Johann Sebastian Bach μετέγραψε τα μισά από τα κοντσέρτα του Αρμονικού Οίστρου για τσέμπαλο ή όργανο καθώς και σε μορφή κοντσέρτου για τέσσερα τσέμπαλα και ορχήστρα, προκειμένου, μεταξύ άλλων λόγων, να εξοικειωθεί με το είδος του κοντσέρτου και την ιταλική τεχνοτροπία.

Οι πάρτες του κοντσέρτου υπ’ αριθμόν 8 της συλλογής, για δύο βιολιά, προβλέπουν τέσσερεις ομάδες βιολιών, βιόλες, βιολοντσέλλο και συνεχές βάσιμο, ενώ οι δύο σολίστες συμμετέχουν στις δύο πρώτες ομάδες βιολιών με διπλό ρόλο, ως μέλη του συνόλου εγχόρδων και ως σολιστικές φωνές. Το πρώτο βιολί υπερέχει ελάχιστα του δευτέρου σε δεξιοτεχνία, αν και ως επί το πλείστον αμφότερα μοιράζονται το ίδιο θεματικό υλικό. Η συνοδεία μπορεί να είναι συμπαγής, με χρήση ολόκληρου του ορχηστρικού δυναμικού, συνήθως όμως περιορίζεται σε ένα τρίο εγχόρδων, αποτελούμενο από δύο ομάδες βιολιών και τις βιόλες, ή (σπανιώτερα) μόνο στα όργανα του συνεχούς βασίμου (τσέλλο, βιολόνε ή κοντραμπάσσο και τσέμπαλο ή όργανο).

Τα δύο γρήγορα εξωτερικά μέρη ακολουθούν την μορφή κοντσέρτου του μπαρόκ, η οποία βασίζεται μεν σε εναλλαγές του ορχηστρικού σώματος (tutti) με τμήματα στα οποία προεξάρχουν τα δύο βιολιά (solo), αλλά τα δομικά της χαρακτηριστικά δεν μπορούν να τυποποιηθούν σε ένα συγκεκριμένο, αφαιρετικό μορφολογικό σχήμα. Το πρώτο μέρος (Allegro) εκθέτει στο εναρκτήριο ritornello πέντε διαφορετικές θεματικές ιδέες, οι οποίες ακολούθως εμφανίζονται – μεμονωμένες και σε ανακατεμένη σειρά – σε εναλλαγή με τα σολιστικά τμήματα, που αναπτύσσουν το δεδομένο μοτιβικό υλικό μετασχηματίζοντάς το σε δεξιοτεχνικές φιγούρες. Οι μετατροπίες εξελίσσονται στα σολιστικά τμήματα και οδηγούν από την λα-ελάσσονα στην σχετική Ντο-μείζονα, έπειτα στην υποδεσπόζουσα ρε-ελάσσονα και τελικά επιστρέφουν στην περιοχή της τονικής· κάθε νέο τονικό κέντρο, εξ άλλου, επικυρώνεται με μια ορχηστρική παρεμβολή. Ο σημερινός ακροατής τείνει να θεωρήσει την επαναφορά της αρχικής θεματικής ιδέας στην τονική ως έναρξη μιας “επανέκθεσης”, στην πραγματικότητα όμως οι αναφορές σε προηγούμενα τμήματα ξεκινούν πριν από το σημείο αυτό, ενώ και ό,τι ακολουθεί δεν περιλαμβάνει το σύνολο των θεματικών ιδεών του εναρκτήριου ritornello.

Αν στο πρώτο μέρος η θεματική βαρύτητα πέφτει στα ορχηστρικά τμήματα, στο τρίτο μέρος (Allegro) η εικόνα αντιστρέφεται. Η πρώτη ενότητα, στην λα-ελάσσονα, περιλαμβάνει μια ψευδο-αντιστικτική και μια ομοφωνική ορχηστρική ιδέα που παρουσιάζονται δύο φορές, περικλείοντας μια σολιστική ανάπτυξη της πρώτης ιδέας. Ως σύνολο, οι δύο αυτές ιδέες επανέρχονται μόνο στο τέλος του μέρους σε συμπαγή ομοφωνική ύφανση. Ενδιάμεσα, παρουσιάζονται πέντε σολιστικά τμήματα σε αψιδωτή μορφή (Α Β Γ Β Α), με επίκεντρο μια λυρική μελωδική γραμμή στο δεύτερο βιολί. Με εξαίρεση την πρώτη ενδιάμεση ορχηστρική ενότητα, που είναι σημαντικής εκτάσεως, μετατροπική και περιλαμβάνει πληθώρα μοτίβων και δυναμικές εκπλήξεις, οι υπόλοιπες παρεμβάσεις της ορχήστρας είναι σύντομες. Παράλληλα, ο τονικός σχεδιασμός του μέρους περιλαμβάνει δύο κύκλους μετατροπιών: ο πρώτος στρέφεται από την τονική προς την ελάσσονα δεσπόζουσα και την σχετική μείζονα, ενώ ο δεύτερος αρχίζει πάλι από την τονική και καταλήγει σε αυτήν μέσω αναφοράς στην σχετική Ντο-μείζονα.

Το αργό μέρος (Larghetto e spiritoso) αρχίζει ως πασσακάλια, με ένα τετράμετρο θέμα στην ρε-ελάσσονα που κινείται με κατιούσα βηματική κίνηση από την τονική έως την δεσπόζουσα και επί του οποίου τα δύο βιολιά εκθέτουν εκ περιτροπής την ίδια μελωδική γραμμή. Η μεσαία ενότητα του μέρους, ωστόσο, αποτελείται από δύο τμήματα, 12 και 16 μέτρων αντιστοίχως, στα οποία τα δύο βιολιά, υπό την συνεχή συνοδεία ενός “επίμονου” ομοφωνικού μοτίβου, αναπτύσσουν μεταξύ τους έναν κανόνα που από ένα σημείο και έπειτα διακόπτεται, οδηγώντας σε παράλληλη πορεία των δύο μελωδικών φωνών και κατόπιν αφ’ ενός μεν σε μια πτώση στην ελάσσονα δεσπόζουσα, αφ’ ετέρου δε σε έναν εκτενή ισοκράτη επί της δεσπόζουσας που καταλήγει στην επιλογική επαναφορά του αρχικού θέματος στην τονική.

16.11.2002


© Ιωάννης Φούλιας