Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Henry Purcell (1659-1695): Πρελούδιο και Θάνατος της Διδούς, από την όπερα Διδώ και Αινείας (σε διασκευή για ορχήστρα εγχόρδων του Δημήτρη Μητρόπουλου)

Η τρίπρακτη όπερα Διδώ και Αινείας είναι το μοναδικό σκηνικό έργο του Henry Purcell που μπορεί όντως να ενταχθεί στο είδος αυτό, δεδομένου του ότι στην Αγγλία του 17ου αιώνα η πρακτική της πρόζας (του θεατρικού μονολόγου είτε διαλόγου) επικράτησε συντριπτικά έναντι του recitativo (της τραγουδιστής απαγγελίας) και το γεγονός αυτό συνετέλεσε στην δημιουργία θεατρικών κατ’ αρχήν έργων μετά μουσικής (οι λεγόμενες “μάσκες” είτε “ημι-όπερες”) παρά όπερας καθ’ εαυτήν. Το πρώτο ανέβασμα του έργου τοποθετείται στα 1689, συνεπώς η σύνθεσή του πρέπει να έλαβε χώραν το ίδιο έτος ή ενδεχομένως λίγο νωρίτερα.

Η παρούσα (αχρονολόγητη) διασκευή του Μητρόπουλου για ορχήστρα εγχόρδων εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 12 Μαρτίου 1933 στο Παρίσι, με τον ίδιο να διευθύνει την Συμφωνική Ορχήστρα της γαλλικής πρωτεύουσας· μαρτυρούνται επίσης μεταγενέστερες ερμηνείες της ιδίας διασκευής – πάντοτε με τον Μητρόπουλο στο πόντιουμ της εκάστοτε ορχήστρας – στην Βοστώνη (1937) καθώς και στην Νέα Υόρκη (1938 και 1942). Παρ’ όλα αυτά, το πρωτότυπο χειρόγραφο έχει πλέον χαθεί και έτσι η εργασία του Μητρόπουλου παραδίδεται σε μας μέσω ενός αντιγράφου που ετοιμάσθηκε στην Μιννεάπολη το 1944.

Ο Μητρόπουλος συνδέει στην διασκευή του το πρελούδιο της πρώτης πράξεως (δηλαδή την εισαγωγή της όπερας) με το recitativo και την άρια της Διδούς από την τελευταία σκηνή (και πράξη) της όπερας του Purcell – το τελικό χορωδιακό, εντούτοις, δεν λαμβάνεται εδώ υπ’ όψιν. Το πρελούδιο βασίζεται σε μια συντομευμένη διμερή μορφή γαλλικής εισαγωγής: το αρχικό Adagio περιλαμβάνει τον χαρακτηριστικό παρεστιγμένο ρυθμό και μια ενδιαφέρουσα χρωματική αρμονική διαδοχή που καταλήγει σε μισή πτώση, προκειμένου στην συνέχεια να ακολουθήσει ένα Allegro moderato, το οποίο διατηρεί καθ’ όλη την διάρκειά του ισόχρονη ρυθμική κίνηση, αλλά προοδευτικά μεταβάλλει την αντιστικτική υφή του (εν είδει φουγκάτο) σε ομοφωνική (με “σπασμένες” συγχορδίες) και φθάνει σε μια συμπαγή ηχητικά κατάληξη στην τονική ντο-ελάσσονα.

Οι σημαντικότερες επεμβάσεις του Μητρόπουλου εντοπίζονται στην επόμενη ενότητα, του θανάτου της Διδούς. Το φωνητικό μέρος της πρωτότυπης παρτιτούρας ανατίθεται σε ένα τμήμα των πρώτων βιολιών και των βιολοντσέλλων: η τεχνική αυτή – παράλληλα με την διαίρεση και των υπολοίπων εγχόρδων σε πολλές μικρές ομάδες, που ήταν βεβαίως πολύ προσφιλής στην τέχνη της ενορχήστρωσης του ύστερου ρομαντισμού – αναδίδει ιδιαίτερο ηχητικό πλούτο και εκφραστική βαθύτητα. Το recitativo της Διδούς («Δώσ’ μου το χέρι σου, Belinda· σκοτάδι με καλύπτει. Στην αγκαλιά σου άσε με να αναπαυθώ. Θα ήθελα περισσότερα, μα ο θάνατος με κυριεύει· ο θάνατος γίνεται τώρα ευπρόσδεκτος επισκέπτης για μένα») παρουσιάζει ορισμένες μελωδικές αποκλίσεις από την πρωτότυπη παρτιτούρα, το στενογραφημένο συνεχές βάσιμο της οποίας εδώ πραγματώνεται πλήρως στις συνοδευτικές οργανικές φωνές· η μετατροπία προς την σολ-ελάσσονα, επίσης, μεσολαβεί ικανοποιητικά ανάμεσα στις διαφορετικές τονικότητες του πρελουδίου και της άριας. Η τελευταία («Όταν θα κείμαι στην γη, ίσως τα σφάλματά μου να μην δημιουργούν πλέον έγνοια στην καρδιά σου· να με θυμάσαι, αλλά αχ!, λησμόνησε την μοίρα μου») βασίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα επίμονο χρωματικό κατιόν βάσιμο (κατά το πρότυπο δηλαδή της μορφής της πασσακάλιας), πάνω από το οποίο η κύρια μελωδική γραμμή διαμορφώνει δύο δομικές ενότητες που επαναλαμβάνονται. Στην διασκευή του Μητρόπουλου, ωστόσο, επαναλαμβάνεται μόνο η πρώτη, ενώ η δεύτερη οδηγεί απ’ ευθείας στο τελικό ορχηστρικό ritornello, όπου η τεχνική του κανόνα, με το θέμα του μπάσσου να αναδύεται πλέον σε όλες τις ενόργανες φωνές, συνδράμει στην κορύφωση της εκφραστικής έντασης στην περίφημη αυτή άρια.

20.09.2003


© Ιωάννης Φούλιας