Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Francis Poulenc (1899-1963): Κοντσέρτο σε σολ-ελάσσονα για όργανο, ορχήστρα εγχόρδων και τύμπανα, opus 93

Από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1938 ο Poulenc ήταν απασχολημένος με την υλοποίηση μιας παραγγελίας της πριγκήπισσας Edmond de Polignac, που τελικά απέφερε το κοντσέρτο για όργανο, ορχήστρα εγχόρδων και τύμπανα. Ο ίδιος ο Poulenc δεν κατείχε βεβαίως την ιδιαίτερη γνώση που απαιτεί ο χειρισμός του πλέον πολυσύνθετου μουσικού οργάνου, γι’ αυτό και έλαβε υπ’ όψιν του τις χρήσιμες υποδείξεις του οργανίστα Maurice Duruflé, ιδίως όσον αφορά στην επιλογή των κατάλληλων ρεγκίστρων, προκειμένου δηλαδή να είναι σε θέση να αποδώσει τις ιδιαίτερες μείξεις ηχοχρωμάτων που είχε συλλάβει στον νου του. Το έργο εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 16 Δεκεμβρίου 1938, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συναυλίας στο Παρίσι, ενώ στην ίδια πόλη πραγματοποιήθηκε και η πρώτη δημόσια παρουσίασή του στις 21 Ιουνίου 1939.

      Παρ’ ότι το είδος του κοντσέρτου είναι κοσμικό, ο συνθέτης θεωρούσε το συγκεκριμένο έργο του μάλλον “θρησκευτικής” χροιάς. Υπό την έννοια αυτή, το κοντσέρτο για όργανο του Poulenc διαθέτει μεν αυτήν την ιδιαίτερη μυστικιστική ποιότητα της πάλης ανάμεσα στο καλό και το κακό, αλλά – σε αντίθεση με ό,τι χαρακτηριστικά συμβαίνει στα κυριώτερα έργα ενός César Franck ή ενός Anton Bruckner – η αντιπαράθεση αυτή δεν καταλήγει με την επικράτηση του φωτός: η πίστη στον 20ό αιώνα μοιάζει να έχει απολέσει πλέον την λυτρωτική της δύναμη, αφού η αισιόδοξη οπτική του ύστερου 19ου αιώνος έχει αντικατασταθεί από το δέος του ανθρώπου μπροστά στο υπερφυσικό (ή μήπως μπροστά στην δύναμη της ίδιας του της “απάνθρωπης” φύσεως;).

      Το κοντσέρτο για όργανο διαθέτει ένα μόνο μέρος με αρκετές επιμέρους ενότητες. Ανοίγει με μια μεγαλεπήβολη “ψευδομπαροκική” χειρονομία (Andante) και συνεχίζεται με στοχαστικές μελωδικές ιδέες, χαρακτήρος εκκλησιαστικής μουσικής, που παρουσιάζονται σε δύο ξεχωριστά ηχοχρωματικά επίπεδα (όργανο – έγχορδα) με την διακριτική διαμεσολάβηση των τυμπάνων. Στο Allegro giocoso εισάγεται το κατ’ εξοχήν δραματικό θέμα του έργου: η μουσικά “σύγχρονη” άποψη των εγχόρδων έρχεται σε διάλογο με τα μπαροκικά μουσικά σχήματα του οργάνου και τελικά οι δύο φορείς ιδεών συμπράττουν σε “λυτρωτικές” ηχητικές επιφάνειες. Με ένα ήσυχο και πολυφωνικό σολιστικό πέρασμα του οργάνου ξεκινά η ενότητα Subito andante moderato· στην πορεία εισάγεται και η ορχήστρα εγχόρδων και παρουσιάζονται νέα θέματα, άλλοτε ζωηρά και άλλοτε ήρεμα στην διάθεσή τους. Με την σταδιακή δημιουργία έντασης οδηγούμαστε κατόπιν στο Tempo allegro, molto agitato, όπου επανέρχεται το δραματικό θέμα της δεύτερης ενότητος σε παραλλαγή: το μέρος του οργάνου ενσωματώνεται τώρα στην θεματική ανάπτυξη που φθάνει σε γιγαντιαία κλιμάκωση. Μια απότομη διακοπή στο σημείο αυτό όμως, επιτρέπει στην συνέχεια την εμφάνιση ενός αργού θέματος τύπου μπαροκικής άριας (Très calme. Lent), η εξαϋλωτική διάσταση του οποίου γρήγορα μεταλλάσσεται σε μια ρομαντική μελωδική εξύφανση. Μια μυστηριώδης μετάβαση οδηγεί παρακάτω στο Tempo de l’allegro initial, όπου οι “λυτρωτικές” επιφάνειες του Allegro giocoso αναπτύσσονται σε ένα νέο θέμα σε συνδυασμό με την επαναφορά και άλλων, ήδη γνωστών, δευτερευουσών φιγούρων. Εντούτοις, η περαιτέρω εξέλιξη προσλαμβάνει ολοένα και πιο παθητικό χαρακτήρα, δημιουργώντας το κατάλληλο υπόβαθρο για την επανεμφάνιση της εισαγωγικής χειρονομίας του οργάνου (Tempo introduction. Largo). Η μετέπειτα ήρεμη σύμπραξη οργάνου και εγχόρδων, τέλος, αντικαθιστά την στοχαστική έκφραση της αρχικής ενότητας με την απαισιόδοξη οπτική, γεγονός που επιβεβαιώνεται τραγικά στην υποβλητική κατάληξη του έργου.

21.02.2003


© Ιωάννης Φούλιας